Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

Συνοικία. Στόχος η συγκρότηση κινήματος αντίστασης ή «ο αγώνας για άλλη πόλη»;



Η συνοικία αποτελεί χώρο κατοικίας, ζωής και καθημερινής κοινωνικής δραστηριότητας, χώρο δουλειάς και σπουδών για χιλιάδες κατοίκους, εργαζόμενους και μαθητές. Η όξυνση της επίθεσης του συστήματος σε βάρος του λαού, σε όλα τα επίπεδα, δεν αφήνει στην «απέξω», δεν εξαιρεί τη ζωή του λαού στις συνοικίες. Πέρα απ’ τα κρίσιμα και «καυτά» μέτωπα της εργασίας και της εκπαίδευσης, όπου η κυρίαρχη τάξη και οι κυβερνήσεις της επιδιώκουν να αλλάξει άρδην όλο το «τοπίο» σε βάρος του λαού, ξετυλίγεται ταυτόχρονα και η «δράση» τους στο επίπεδο της πόλης, της καθημερινής ποιότητας ζωής –σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαίτερα κρίσιμης για την ίδια τη ζωή και την υγεία του λαού– καθώς και των ελεύθερων, λεγόμενων, χώρων. Δημιουργούνται έτσι οι όροι και η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος αντίστασης απέναντι στις κυρίαρχες επιδιώξεις και στο επίπεδο των λεγόμενων «ζητημάτων πόλης» παράλληλα με τα άλλα μέτωπα –που κάθε άλλο παρά «αδιάφορα» είναι για το λαό στις συνοικίες. Το αντίθετο μάλιστα. Ενός κινήματος πλατιών μαζών, όπου μέσα απ’ αυτό, μέσα από την ίδια την καθημερινή εμπειρία αγώνα και σύγκρουσης, θα κατακτιέται η συνείδηση ότι η αιτία όλων των «δεινών» τους βρίσκεται στο χαρακτήρα, στη φύση, στα αδιέξοδα και στις πολιτικές επιλογές του ίδιου του συστήματος της εκμετάλλευσης και πως η ουσιαστική και οριστική επίλυση των προβλημάτων τους θα δρομολογηθεί μόνο με την ανατροπή του. Κι αυτό πέρα απ’ τις ήττες ή τις σοβαρές θετικές παρακαταθήκες των –όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίων σήμερα– νικών. Σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη η αντιπαράθεση με μια σειρά απόψεις που προβάλλονται από διάφορες πλευρές που αναφέρονται στο κίνημα, στους αγώνες, στην Αριστερά (επίσημη ή και «εκτός των τειχών») και δρουν στις συνοικίες, αλλά που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αδυνατούν να «βάλουν πλάτη» στην υπόθεση της συγκρότησης ενός τέτοιου κινήματος, ακόμα παραπέρα, επιμένουν να… μην πείθονται όσον αφορά τη δυνατότητα οικοδόμησής του! Γεγονός βέβαια που δεν ομολογείται πάντα ανοικτά. Στη χειρότερη δε των περιπτώσεων καταλήγουν να αντιπροτείνουν μια «άλλη διαχείριση», «ορθολογικότερη» και «ανθρωπινότερη», ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στην ενσωμάτωση. Η ανεμπιστοσύνη τέτοιων απόψεων και πρακτικών στις δυνατότητες του λαού να συγκροτήσει κίνημα αντίστασης στις συνοικίες οδηγεί στην «αποθέωση» των εκλογών, των εκλογικού τύπου διαδικασιών (προτάσεις για δημοψηφίσματα διά πάσα χρήσιν), στην αναγωγή των παρεμβάσεων στα δημοτικά συμβούλια ως των μοναδικών και κυρίαρχων, στην ανάγκη δημιουργίας μιας «μόνιμης αντιπολίτευσης στον δήμο», ειδικά μάλιστα όταν διατίθενται και δημοτικοί σύμβουλοι (γεγονός που «κανονικά» θα αντιστοιχούσε και θα έπρεπε να εκφράζει έναν άλλο –μόνιμο– κινηματικό συσχετισμό στη συνοικία). Ειδικότερα το αίτημα «περί δημοψηφίσματος» (αυτή η αστική καραμέλα που την είδαμε, τόσο κεντρικά, στο Ασφαλιστικό ή στην Ευρωσυνθήκη, αλλά και, ως κεντρικό σύνθημα μάλιστα, σε ζήτημα υπεράσπισης ελεύθερου χώρου) και μάλιστα «θεσμοθετημένου» από τον δήμο, πέρα του ότι θέτει υπό ερώτημα την αποδοχή ενός δίκαιου αιτήματος απ’ τον λαό και τους κατοίκους, έρχεται να υποκαταστήσει τους μαζικούς αγώνες αντίστασης, να εφησυχάσει, να προσφέρει φρούδες ελπίδες και τελικά να απογοητεύσει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι όποιες κινητοποιήσεις τάσσονται στην εξυπηρέτηση του δημοψηφίσματος. Δημιουργούνται αυταπάτες ότι με αυτό «πιέζεται» ο δήμος, ότι «ξεμπροστιάζεται» η δημοτική αρχή και ότι ανοίγονται διέξοδοι. Λες και θα «επέτρεπε» ό δήμος να έχει αρνητική γι’ αυτόν έκβαση. Λες και, ακόμα και αν υπήρχε περίπτωση να εκφραστεί ο λαός με το δημοψήφισμα, αυτό θα έκανε τον δήμο ή και την... κυβέρνηση να υποχωρήσει. Λες και δεν είναι, μ’ έναν τρόπο «δημοψηφίσματα» οι λαϊκές συνελεύσεις, οι εκδηλώσεις, οι διαδηλώσεις και άλλες μορφές αγώνα που πρέπει ν’ αναπτυχθούν. Λες και υπάρχει ανάγκη να «ξεμπροστιαστεί» μια εξόφθαλμα αντιλαϊκή επιλογή, όπως το να μην τσιμεντοποιηθεί ένας ελεύθερος χώρος. Τέτοιες αντιλαϊκές επιλογές δεν έχουν ανάγκη να «ξεμπροστιαστούν», με στόχο να μην ξαναψηφιστούν οι φορείς τους στις επόμενες εκλογές, αλλά με στόχο να αντιπαλευτούν και να ανατραπούν! Επαναφέρεται έτσι μια «κοινοβουλευτικού τύπου» λογική, «από την πίσω πόρτα». Αυτό με τη σειρά του «μεταφράζεται» σε πενιχρές έως μηδαμινές πρωτοβουλίες και διαθεσιμότητες σε επίπεδο κινήματος, αντιστρόφως ανάλογα με τις «αυξημένες διαθεσιμότητες» όταν πρόκειται για εκλογικές διαδικασίες. Αντιστρόφως ανάλογα επίσης, με λογικές και πρακτικές συγκρότησης «πόλων» ή «παρατάξεων», των οποίων τα έργα και η δράση πρέπει οπωσδήποτε να προβληθούν (βλέπετε, θα ξανάχουμε δημοτικές εκλογές), λες και πρόκειται για... ιστορικά κόμματα. Ποιο είναι αλήθεια το «ταμείο» στον απολογισμό, όταν τα «πράγματα» στη συνοικία έπρεπε και μπορούσαν να έρθουν «τα πάνω-κάτω», σε επίπεδο κινήματος, στις περιπτώσεις όπως της απεργίας των δασκάλων, το 2006, του πανεκπαιδευτικού ξεσηκωμού, το 2007, του αγώνα ενάντια στο αντιασφαλιστικό εφέτος, των πρωτοβουλιών ενάντια στην ακρίβεια και για την προώθηση του αιτήματος των αυξήσεων σήμερα, της αντίθεσης στην καταστροφή και άλλων ελεύθερων χώρων, αποτέλεσμα κεντρικών επιλογών στου συστήματος; Η λογική της «εκπροσώπησης» (μια και τα περί «μαζικού κινήματος κατοίκων» φαντάζουν έως και… ουτοπικά) συνδυάζεται με την «ανάγκη» δημιουργίας εναλλακτικών, «θετικών» αντιπροτάσεων, που μπορεί να εκφράζονται με την εκπόνηση της τάδε ή δείνα μελέτης «για το πώς θα κατευθυνθεί ο χι δρόμος», μέχρις αυτές που φτάνουν στο «άλλο πολεοδομικό», τον «έλεγχο» ή ακόμα και «την άλλη διαχείριση των οικονομικών του δήμου», και μέχρι και την... «άλλη πόλη». Τέτοιες λογικές διαφοροποιούνται σαφέστατα ακόμα και από την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση ενός ελεύθερου χώρου, για παράδειγμα. Πού να μιλήσουμε για ακόμα σοβαρότερα μέτωπα... Και επειδή όλα αυτά είναι ζητήματα που δεν μπορούν να τεθούν απ’ τους «κοινούς θνητούς», καλύτερα θα ’ναι να επιστρατευτούν οι «ειδικοί» (πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι κ.ο.κ.) που τα γνωρίζουν και «καλύτερα»! Βοηθούν αυτές οι λογικές –και πρακτικές– στην ανάπτυξη αγώνων των κατοίκων; Στην παραπέρα συγκρότησή τους, στο «ξεκαθάρισμα» φίλων κι αντιπάλων, στη διάλυση αυταπατών, ώστε να μπορούν να ’χουν και αποτελέσματα; Βοηθούν στη συνολικότερη συνειδητοποίηση σχετικά με το «τι έχουμε απέναντί μας», ποιος είναι ο υπαίτιος και ποια η διέξοδος; ΄Η βαθαίνουν ακόμα περισσότερο τις αυταπάτες ότι «κάποιοι τίμιοι και καθαροί εκπρόσωποι» θα «διορθώσουν τα κακώς κείμενα», θα «πατάξουν τα μικροσυμφέροντα» και –ποιος ξέρει;– ίσως πάρουν και τον δήμο κάποτε, οικοδομώντας μια... όαση μέσα στην έρημο; Η κοινή δράση συλλογικοτήτων και αγωνιστών στη συνοικία (που θα μπορούσε να εκφραστεί ακόμα και μέσα και από εκλογικές συνεργασίες) και αναγκαία είναι και αποτελέσματα μπορεί να έχει. Αποκτά ωστόσο πραγματικό νόημα μόνο στο βαθμό που μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εστιών αντίστασης, στη μαζική λαϊκή ενεργοποίηση και την αυτοοργάνωση στη βάση των πραγματικών προβλημάτων που δημιουργεί η πολιτική του συστήματος στη συνοικία, αλλά και απέναντι στα κεντρικότερα μέτωπα που αφορούν τη ζωή του λαού –και στις συνοικίες.