Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ Μεγαλώνουν τα ιμπεριαλιστικά αδιέξοδα, οξύνονται οι αντιθέσεις Η αντίσταση απλώνει τις βάσεις στήριξής της στον αφγανικό λαό

Το εκρηκτικό, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τοπίο στο Αφγανιστάν φαίνεται να πυροδοτεί σειρά εξελίξεων στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών χωρών και να οξύνει ή να βγάζει στην επιφάνεια όλων των ειδών τις αντιθέσεις μεταξύ τους.
Ο –προ δεκαπέντε ημερών περίπου– δολοφονικός βομβαρδισμός αμάχων, από αμερικανικά αεροπλάνα και κατόπιν εντολής του γερμανού διοικητή της περιοχής, έδωσε τη δυνατότητα στις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία αλλά και στις ΗΠΑ) να επικρίνουν την ηγεσία της «συμμάχου» χώρας και να επιχειρήσουν, όχι τυχαία, ιστορικές αναλογίες με τη δράση του γερμανικού στρατού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο… Βέβαια αμέσως μετά, αφενός επειδή εξαντλήθηκε η κεφαλαιοποίηση του γεγονότος και αφετέρου επειδή η Μέρκελ έστειλε προς τους «συμμάχους» της ένα αντίστοιχης σοβαρότητας μήνυμα («σε αυτόν τον πόλεμο είμαστε όλοι μαζί»), το γεγονός θεωρήθηκε «λυπηρό» μεν «αναπόφευκτο» δε. Στο πνεύμα αυτό κινήθηκε και η απόφαση των ΥΠΕΞ της ΕΕ για το ζήτημα του Αφγανιστάν, που έσπευσε να τονίσει τη σημασία του πολέμου. Ωστόσο το γεγονός προκάλεσε πολιτική κρίση στον συνασπισμό που κυβερνά τη Γερμανία και έδωσε την ευκαιρία να εκδηλωθούν οι διαφοροποιήσεις τμημάτων του γερμανικού ιμπεριαλισμού (με αναφορά στους σοσιαλδημοκράτες αλλά όχι μόνο) όσον αφορά τον ρόλο της χώρας στο Αφγανιστάν και να ξαναβγούν στο προσκήνιο τα αντιαμερικανικά αντανακλαστικά τους.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, Μέρκελ, Σαρκοζί και Μπράουν ζήτησαν διεθνή διάσκεψη για το Αφγανιστάν από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, κάτι που και ο ίδιος ο ΟΗΕ είχε προτείνει λίγες μέρες νωρίτερα. Θέλοντας έτσι να υπογραμμίσουν τις σοβαρές αντιρρήσεις τους με τη συνεχιζόμενη αμερικανική στρατηγική (αλλά και τακτική) επί της κατεχόμενης χώρας.
Λίγες μέρες αργότερα το χτύπημα ενάντια στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής και μέσα στη λεγόμενη «ζώνη των πρεσβειών» (που συνδέει απευθείας τις κατοχικές ξένες πρεσβείες με το αεροδρόμιο της Καμπούλ) τράνταξε όχι μόνο την περιοχή στην οποία εκδηλώθηκε, αλλά, περισσότερο ή λιγότερο, τις δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες και την ίδια την Ουάσιγκτον. Και αυτό το γεγονός δεν μπορεί να διασκεδαστεί φυσικά από τις αγέρωχες δηλώσεις του ανεκδιήγητου «καβαλιέρε». Γιατί ανέδειξε ξανά και σε διάστημα λιγότερο του ενός μηνός τα σοβαρά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοί τους στο Αφγανιστάν από την ενδυνάμωση της αντικατοχικής αντίστασης. Και δημιούργησε έως και πανικό στα αμερικανικά στρατιωτικά επιτελεία, με κάποια από αυτά να πιέζουν για άμεση αποστολή και άλλων αρκετών χιλιάδων στρατιωτών παρά το γεγονός πως φέτος ο αριθμός τους έχει διπλασιαστεί σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Εν τω μεταξύ ένας ακόμη καθρέπτης της έκρυθμης κατάστασης είναι το ζήτημα των κατοχικών «εκλογών» που έχει μετατραπεί σε κακόγουστη φάρσα. Ο Καρζάι δηλώνει νικητής, ενώ εκκρεμούν χιλιάδες προσφυγές για νοθεία. Οι ΗΠΑ, ενώ αρχικά φαινόταν να προκρίνουν έστω και σαν μέσο πίεσης προς τον Καρζάι μια εκτεταμένη επανακαταμέτρηση των ψήφων στις περιοχές που υπήρξε (όπως καταγγέλλεται από πολλές πλευρές) νοθεία, προσανατολίζονται πια σε μια περιορισμένη διερεύνηση των καταγγελιών. Και αυτό διότι φοβούνται –όχι άδικα– πως τυχόν επανάληψη των «εκλογών» θα επιταχύνει τη διάλυση και αυτού του ισχνού μηχανισμού που έχουν στήσει γύρω από την κατοχική κυβέρνηση και διοίκηση και θα δώσει και άλλον αέρα στην αντικατοχική πάλη.
Μέσα στις ΗΠΑ και λόγω των αδιεξόδων έχει ανάψει για τα καλά η συζήτηση και η αντιπαράθεση μερίδων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για το τι μέλλει γενέσθαι. Αντιπαράθεση που «διασπά» οριζόντια και τα δύο κόμματα της μεγαλοαστικής ιμπεριαλιστικής τάξης των ΗΠΑ. Από τη μια αρχίζει να κερδίζει έδαφος η άποψη πως ο πόλεμος όπως διεξάγεται εδώ και 8 χρόνια μπορεί να οδηγήσει σύντομα σε πλήρες τέλμα με ανυπολόγιστες συνέπειες για τις ΗΠΑ. Έτσι προκρίνουν έναν από «αέρος» έλεγχο της κατάστασης, με βομβαρδισμούς επιλεγμένων στόχων και αεροπορικές επιδρομές, σε συνδυασμό με πρακτικές εξαγοράς πολεμάρχων και δημιουργίας ενός εκτεταμένου δικτύου πληροφοριών που θα πλήξει στοχευμένα τις περιοχές των Ταλιμπάν. Το μόνο και ισχυρό ατού της προηγούμενης άποψης είναι τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα πορείας. Η άλλη προσέγγιση που σήμερα είναι η κυρίαρχη (και θα είναι κατά τη γνώμη μας για καιρό ακόμα) προκρίνει και αυτή έναν επαναπροσδιορισμό της τακτικής και στρατηγικής στην κατεχόμενη χώρα αλλά όχι στην κατεύθυνση που περιγράφηκε παραπάνω. Διότι θεωρεί ειδικά το σκέλος περί ελέγχου της χώρας από αέρος… του «αέρος» γενικά (και έχει σε μεγάλο βαθμό δίκιο). Και χωρίς να παραγνωρίζει, ίσα ίσα, το αντίθετο, τα σοβαρά αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί και το πιθανό τέλμα, υπογραμμίζει πως δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος μιας χώρας από «ψηλά». Και προκρίνει από την πλευρά της έναν συνδυασμό δύο βασικών κινήσεων γύρω από τις οποίες μπορούν να διαρθρωθούν και στοιχεία της πρώτης προσέγγισης (όπως η ακόμα ισχυρότερη πρακτόρευση, δίκτυα εξαγοράς κ.λπ.). Η μία βασική κίνηση (από την οποία δεν λείπει το στοιχείο του αδιεξόδου) είναι η αύξηση των κατοχικών στρατιωτικών δυνάμεων για να καταφερθούν ισχυρά πλήγματα στις βάσεις στήριξης της αντίστασης. Η άλλη είναι η δημιουργία και η εκπαίδευση (στα πρότυπα του Ιράκ) αφγανικών στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων οι οποίες σε μια πορεία να επιβάλουν, με τη βοήθεια των δυνάμεων κατοχής, την «τάξη και την ασφάλεια». Ο Ομπάμα σε μια τελευταία του κίνηση πολλαπλασιάζει των αριθμό των πρακτόρων που δρουν στο Αφγανιστάν και αφήνει ανοιχτό για αργότερα το ζήτημα της αποστολής και άλλων στρατευμάτων.
Όλες οι πλευρές ωστόσο λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο, τον αφγανικό λαό και την αντίσταση που διεξάγει, που όχι μόνο δεν φαίνεται να κοπάζει, αλλά δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερη βάση στήριξης στη χώρα. Πολλαπλασιάζοντας τα αδιέξοδα των ιμπεριαλιστών και δημιουργώντας προϋποθέσεις πλήρους τελμάτωσης της κατοχής αυτής της πολύπαθης χώρας.