Μπήκαμε ήδη στον τελευταίο μήνα των ευρωεκλογών. Το σύστημα, με ανοιχτά και υπό διευθέτηση τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν τις ισορροπίες «εντός» του, με βασικό πάντα ζήτημα τη χειραγώγηση-κατάπνιξη των λαϊκών αντιστάσεων και την εκτεταμένη αποστοίχιση της νεολαίας και με τα μάτια στραμμένα στην κλιμάκωση της επίθεσης από τις 8/6, ετοιμάζεται να αξιοποιήσει την ευρωφάρσα.
Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ θα κατακλύσουν τη χώρα με τα «ευρωοράματα», επιχειρώντας μια ανανέωση της «μεγάλης ιδέας», που σίγουρα έχει υποστεί σημαντικές φθορές στη λαϊκή συνείδηση. Ταυτόχρονα θα επιχειρήσουν και οι ίδιοι να ανανεωθούν στη λαϊκή συνείδηση, ως οι πιο συνεπείς και πρωτοπόροι του ευρωμονόδρομου, που «σώζει» και θα «σώσει» τη χώρα και τους εργαζόμενους. Θα κάνουν δηλαδή το μαύρο άσπρο, επιχειρώντας μέσα από τις ευρωεκλογές και την προπαγάνδα τους να ισχυροποιήσουν στη λαϊκή συνείδηση την «ανάγκη» να υπάρχουν τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας, διεκδικώντας ταυτόχρονα ο καθένας για λογαριασμό του τον πρώτο ρόλο στο πολιτικό σκηνικό.
Σε κάθε περίπτωση και με βάση την κρίση και τις κάθε είδους εκφράσεις της διεθνώς, στην περιοχή και στη χώρα, αλλά και με βάση τα κινηματικά δεδομένα των τελευταίων μηνών, το ερώτημα της στάσης που πρέπει να τηρηθεί απέναντι στις ευρωεκλογές αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Με ποια θέση και ποιους στόχους ενόψει της 7/6 μπορεί να ενισχυθεί το κίνημα, να ευνοηθούν οι αγωνιστικές διεργασίες σε πλατιά κλίμακα, να δυναμώσει και να οριοθετηθεί πολιτικά η αντίθεση του λαού με τις γενικότερες και ειδικότερες επιδιώξεις του συστήματος και των κομμάτων του; Ή, με άλλα λόγια, ποια μπορεί να είναι η μάχη των ευρωεκλογών της 7/6, για το κίνημα και την αριστερή, επαναστατική κατεύθυνση;
Το ερώτημα αυτό είναι περίπου «ανύπαρκτο» για το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά –καθεστωτική και εξωκοινοβουλευτική- στη χώρα (αλλά όχι και στην Ευρώπη)! Το «προσπερνούν» εμφανίζοντας ως αυτονόητη τη θέση της συμμετοχής με ψηφοδέλτιο για την Ευρωβουλή, την οποία επενδύουν με όποιο στόχο μπορεί κανείς να φανταστεί. Από «βήμα ανατροπής» ως «τη διάλυση της ΕΕ» και από «το να γίνουμε η φωνή των εργατών» (στο Ευρωκοινοβούλιο!) ως την «καταδίκη της πολιτικής ΝΔ-ΠΑΣΟΚ». Παρ' όλα αυτά και επειδή οι «αναντιστοιχίες» όλων αυτών των μεγαλοστομιών με την πραγματικότητα και αυτά που θέτει είναι προφανείς, η θέση του ΚΚΕ(μ-λ) για αποχή από τη φάρσα των ευρωεκλογών προκαλεί πλάγιες «απαντήσεις». Δηλαδή μισόλογα και διαστρεβλώσεις σχετικά με το τι είναι αυτό που εμείς θέτουμε και προτείνουμε να παλέψουμε με πολιτικούς και κινηματικούς όρους ενόψει της 7/6. Επιχειρώντας λοιπόν αυτή η αναγκαία για το κίνημα συζήτηση-αντιπαράθεση να γίνει με όρους που θα αναδεικνύουν τα πραγματικά ζητήματα που την προσδιορίζουν, θα αναφερθούμε σε δύο βασικά της σημεία, θεωρώντας δεδομένη τη σχετική απόφαση του Κ.Ο. του ΚΚΕ(μ-λ) που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο της «Π.Σ.».
Πρώτον, σχετικά με μια επικρατούσα λογική που απαιτεί μια γενική θέση «παντός καιρού» για όποια εκλογική διαδικασία. Από τη μια οι δυνάμεις της καθεστωτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που θεωρούν αυτονόητο ότι συμμετέχουμε «πάντα και παντού». Βουλευτικές, φοιτητικές, σωματείων, επιμελητηρίων, «συνδιοικητικών» οργάνων, ευρωβουλή και ό,τι άλλο, όλες εκλογές είναι, σε όλες συμμετέχουμε! Από την άλλη ο α/α χώρος έχει την «αντίθετη» απάντηση. Δεν συμμετέχουμε ποτέ και πουθενά γιατί όλες είναι… εκλογές. Αυτό που κραυγαλέα απουσιάζει από τις δύο αυτές αντίθετες αλλά και όμοιες απαντήσεις είναι η συγκεκριμένη εξέταση της κάθε φορά συγκεκριμένης διαδικασίας και κατάστασης. Πώς προέκυψε ιστορικά το κοινοβούλιο και πως το ευρωκοινοβούλιο; Ποια είναι σήμερα η συνείδηση των λαών απέναντι στο καθένα από αυτά; Τι (μπορεί να) είναι και πώς έχουν καταχτηθεί οι εκλογές σε ένα σωματείο ή σε ένα φοιτητικό σύλλογο; Από πού «μας ήρθαν» οι «συνδιοικήσεις», τι είναι τα επιμελητήρια και τι μπορεί να αναζητήσει το κίνημα σε αυτά; Αυτά και πολλά ανάλογα ερωτήματα έχουν βγει εκτός συζήτησης, όχι μόνο –ή κυρίως- για να χρεώνεται αναντιστοιχία (!) στις επιλογές του ΚΚΕ(μ-λ). Αλλά κυρίως για να είναι λυμένα τα χέρια σε κάθε οπορτουνισμό, σε κάθε ακροβασία των διαφόρων ηγεσιών και πάντα στο όνομα της… ταξικής πάλης.
Στη βάση αυτής της «λογικής», στην περίπτωση των ευρωεκλογών προσπερνιέται η φύση της ίδιας της Ε.Ε. Προσπερνιέται ότι πρόκειται για ένα συνασπισμό των ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών δυνάμεων στον οποίο το λεγόμενο Ευρωκοινοβούλιο είναι ένα δημοκρατικό προσωπείο, κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, χωρίς καμιά αρμοδιότητα και χωρίς κανένα κύρος στη λαϊκή συνείδηση. Αγνοείται η ίδια η σημερινή κατάσταση που λόγω της κρίσης αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλη φορά το μύθο της «Ενωσης» και την κυριαρχία των εθνών–κρατών και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Υποτιμάται η πολύχρονη αρνητική και επώδυνη εμπειρία του λαού μας από τον «παράδεισο» της ΕΕ και της ευρωζώνης και διαστρέφεται η πολιτική αναγκαιότητα να συνδεθεί η εμπειρία αυτή και οι αγώνες με την κατεύθυνση της συνολικής άρνησης αυτού του συνασπισμού, δηλαδή με την πάλη για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Προσπερνιέται ότι ακριβώς οι εκκλήσεις συμμετοχής και μάλιστα από τα αριστερά είναι αυτές που προπαγανδίζουν στο λαό την «ευρωπαϊκή ιδέα» και στην περίπτωση της χώρας μας «νομιμοποιούν» στη συνείδησή του την «ανάγκη» της συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε.
Και αν στην περίπτωση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ η επιλογή της συμμετοχής στις ευρωεκλογές συνάδει με τους φιλοΕΕ προσανατολισμούς του και τις αναζητήσεις του για μια αλλαγή της ΕΕ μέσα από τους θεσμούς της, πώς συμβιβάζεται στις περιπτώσεις των δυνάμεων που (υποτίθεται) δεν έχουν τέτοιους προσανατολισμούς; Ή μήπως έχουν; Π.χ. το κεντρικό σύνθημα της διακήρυξης του ΚΚΕ «Οχι στην ΕΕ των μονοπωλίων, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του μιλιταρισμού, των επεμβάσεων» όχι μόνο δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ΕΞΩ από την ΕΕ, αλλά επιπλέον είναι της γνωστής λογικής «όχι σε ΑΥΤΗ την ΕΕ». Ανάλογα, τα θεωρήματα περί ολοκληρώσεων κ.λπ., που καθιστούν «αντικειμενική εξέλιξη» την ΕΕ, μπορούν να υπαγορεύουν αναζητήσεις της ταξικής πάλης σε «υπερεθνικά πεδία». Μήπως λοιπόν πρέπει να συζητήσουμε στο κίνημα τι είναι η ΕΕ και γιατί είναι απαράγραπτο –για μας- το σύνθημα-κατεύθυνση πάλης ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ε.; Μήπως αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα και τα περί «αναντιστοιχιών» που ψιθυρίζονται από τους υπερασπιστές της συμμετοχής δεν είναι παρά μια συγκάλυψη της άρνησής τους απέναντι σε αυτές τις θέσεις;
Δεύτερο, σχετικά με το επιχείρημα για την ανάγκη μιας «ενεργητικής πολιτικής στάσης», που υποτίθεται ότι υπηρετείται από την επιλογή της συμμετοχής, ενώ η αποχή οδηγεί «αντικειμενικά» σε μια παθητική στάση τον κόσμο και το κίνημα. Μάλιστα το επιχείρημα αυτό κατατίθεται και ως απάντηση στα προηγούμενα για τα οποία οι απολογητές της συμμετοχής λένε «μπορεί να είναι και σωστά», αλλά αδυνατίζουν με τη στάση της αποχής! Να επισημάνουμε λοιπόν αρχικά πως πράγματι η προσέγγιση του χώρου της αναρχίας/αυτονομίας (α/α) κυριαρχείται από χαρακτηριστικά «αδιαφορίας», «απολιτικής» και στο ζήτημα αυτό. Με βάση το γενικότερο σχήμα θεώρησης που διέπει το χώρο αυτό, προκύπτει και η αντιεκλογική του στάση και στο ζήτημα των ευρωεκλογών. Η στάση των ομάδων αυτών ισοδυναμεί με την προτροπή «μην ασχολείστε με την ΕΕ και με όσα αυτή σημαίνει για το λαό και τη χώρα». Οπως εξάλλου γενικά διακηρύσσουν «μην ασχολείστε με την πολιτική πάλη και τις συγκεκριμένες αντιθέσεις που κάθε φορά προκύπτουν στη βάση της ταξικής πάλης». Αυτοί (οι α/α) έτσι και αλλιώς θα «απελευθερώσουν την κοινωνία», εδώ και τώρα, -κάθε φορά- με τη δική τους δράση… Ομως, αν θέλουμε να αναζητήσουμε μια ουσιώδη ομοιότητα αυτής της αντίληψης με δυνάμεις της Αριστεράς (ή «Αριστεράς»), αυτή δεν θα τη βρούμε στη στάση της αποχής από τις ευρωεκλογές, που προκρίνει και παλεύει το ΚΚΕ(μ-λ). Γιατί η αποχή αυτή προκρίνεται σαν αποτέλεσμα ανάλυσης της συγκεκριμένης εκλογικής διαδικασίας-φάρσας, σαν έκφραση της αντίθεσης που πρέπει να προβάλλει ο λαός απέναντι στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας και απέναντι στα κόμματα της εξάρτησης που κυβερνούν τη χώρα. Αλλά κυρίως προκρίνεται στη βάση της λογικής με τους αγώνες και μέσα από τους αγώνες να οικοδομήσουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία τις απαντήσεις που απαιτούνται απέναντι στην εξάρτηση, την κρίση και την επίθεση του κεφαλαίου. Στη βάση αυτή ακριβώς η θέση της αποχής είναι μια μάχιμη πολιτική θέση-πρόταση για το κίνημα και για κάθε δύναμη που θέλει να το υπηρετήσει. Μπορεί να δώσει σε αυτή την «εκλογική» συγκυρία συνέχεια και έκφραση σε όλους τους αγώνες του τελευταίου διαστήματος (νεολαία, αγρότες, εργαζόμενοι), ακριβώς γιατί έχει σαν βάση της την αντίθεση όλων αυτών με την ΕΕ και γιατί υπερασπίζεται την πολιτική προοπτική τους.
Στον αντίποδα αυτής της λογικής, βρίσκονται τα επιχειρήματα της «συμμετοχής» που χρησιμοποιούν οι ρεφορμιστικές και αριστερές δυνάμεις, που αποθεώνουν, με τα λόγια τους και την πρακτική τους, την παθητικοποίηση των μαζών. Για παράδειγμα, η ηγεσία του ΚΚΕ έφτασε να χρησιμοποιεί την απεργία και τις συγκεντρώσεις της 2/4 σαν προεκλογικές συγκεντρώσεις, ενώ κατασκευάστηκε ολόκληρη «συνεργασία» («ΑΝΤΑΡΣΥΑ») με στόχο την «ευκαιρία» των ευρωεκλογών, αλλά χωρίς συμφωνία και κοινή στάση για τις πρωτομαγιάτικες κινητοποιήσεις! Υπάρχει λοιπόν σοβαρό και εκτεταμένο πρόβλημα καλλιέργειας παθητικότητας και αδιαφορίας στον κόσμο και στους αγωνιστές. Υπάρχει και κυριαρχεί η αντικινηματική λογική, η λογική της «απάντησης» χωρίς την εργατική τάξη και το λαό και για λογαριασμό τους. Υπάρχει και αφθονεί η λογική του κόλπου, η κατάπνιξη των αγωνιστικών αναζητήσεων με ένα είδος εκλογικής αφασίας, η αντίληψη πως οι κάλπες μπορούν να αλλάξουν το συσχετισμό και όχι να καταγράψουν –και μάλιστα αρνητικά αλλοιωμένο- αυτόν που η ταξική πάλη έχει διαμορφώσει.
Το κίνημα πρέπει να συγκρουστεί με όλα αυτά, να απορρίπτει όλα όσα μπλοκάρουν την πάλη του ενάντια στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Η θέση της αποχής από τη φάρσα της 7/6 αποτελεί μια σημαντική δυνατότητα πάλης στη συγκυρία, μια επιλογή που ισχυροποιεί το κίνημα ενόψει τής ακόμα πιο άγριας επόμενης μέρας. Το ΚΚΕ(μ-λ) διεκδικεί και επιμένει για την όσο πιο πλατιά και κινηματική προβολή της από κοινού με όποιον συμμερίζεται την ανάγκη και την αντίληψη να οικοδομείται ένας αγωνιστικός-επαναστατικός συσχετισμός στο κίνημα, στη νεολαία και στο λαό.