ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι λόγοι που μας οδήγησαν σε αυτή την έκδοση, αναφέρονται στην εισαγωγή του κειμένου που ακολουθεί και βέβαια ελπίζουμε ότι αναδεικνύονται από το σύνολο της. Είναι λόγοι συγκεκριμένοι, πολιτικοί, είναι αιτίες μάχης και σε αναφορά με το κίνημα και την πάλη. Εξάλλου μάλλον είναι ευρύτερα αντιληπτό πως δεν υπάρχουν πια ανύποπτες στιγμές. Οι τριγμοί, ακόμα και οι ρωγμές, έχουν μπει στην καθημερινότητα της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής και οι όροι που έχουν σωρευτεί βεβαιώνουν πως στη φάση που διανύουμε όλα αυτά θα πυκνώνουν. Στους χώρους της νεολαίας, στους εργαζόμενους, στους εργάτες -μετανάστες και έλληνες- κάθε μέρα φέρνει και θα φέρνει νέες αγριότητες, πιο οξυμένες τις παλιές ανάγκες, πιο πολλά ερωτήματα. Το ίδιο γίνεται στις χώρες και στους λαούς της περιοχής, όλου του πλανήτη.
‘Έτσι πληθαίνουν διαρκώς τα πρωτόγνωρα γεγονότα, τα κινήματα, οι ξεσηκωμοί, οι εκρήξεις. Πρωτόγνωρα, γιατί γίνονται μετά το «τέλος της Ιστορίας», η οποία προφανώς δεν «υπάκουσε» στις αποφάσεις των κυρίαρχων. Αλλά πρωτόγνωρα και γιατί αναζητούν να συνθέσουν πολλές νέες μικρές αφηγήσεις και να επαναθεμελιώσουν τη μεγάλη αφήγηση της πάλης για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Δηλαδή γιατί αν και η σύγκρουση είναι η «παλιά» ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό-καπιταλισμό από τη μια, τους λαούς και τους εργάτες από την άλλη, είναι νέοι οι όροι στους οποίους συμβαίνει και εξελίσσεται. Είναι ο νέος κύκλος που έχει αρχίσει μετά την ήττα, όπου πριν από όλα οι αποκάτω αναζητούν εκ νέου τους όρους συγκρότησης τους. Σαν τάξη, σαν λαοί, σαν κίνημα. Για αυτό εκ νέου αναζητούν και την ιδεολογία, και τη θεωρία που θα θεμελιώνει την πάλη τους , την πολιτική που θα την συγκροτεί, θα την αναπτύσσει και θα την εκφράζει. Αναζητούν δηλαδή την επαναστατική Αριστερά που απαιτούν οι συνθήκες, αυτή που πρέπει και μπορεί να συντεθεί από τα υλικά της ταξικής πάλης σήμερα.
Αντικειμενικά, όλα αυτά, αποτελούν το φόντο της προσπάθειας που κάνουμε με αυτή την έκδοση. Για παράδειγμα, ο Δεκέμβρης ήταν μία από τις «μικρές νέες αφηγήσεις», που έθεσε ερωτήματα, ταρακούνησε συνειδήσεις στους από κάτω και γέννησε ανησυχίες και φόβους και στους ενδιάμεσους του ρεφορμισμού και στους κυρίαρχους. Υπήρξαν και άλλα σημαντικά πρόσφατα γεγονότα στους χώρους της νεολαίας που επιβεβαίωσαν με τους σημερινούς όρους πως αυτή συνεχίζει να αποτελεί τον ευαίσθητο δέκτη των διεργασιών στα βαθύτερα κοινωνικά στρώματα, τον προπομπό των συγκρούσεων που κυοφορούνται.
Αυτό που εμείς θεωρούμε ότι απαιτεί την πιο μεγάλη προσοχή, είναι οι μετατοπίσεις των συνειδήσεων και οι προβληματισμοί στους από κάτω, στις βεβαιότητες που είχαν, είτε για την πάλη που «δεν χρειάζεται», είτε για το τι σημαίνει πάλη, πως συγκροτείται, πως προχωρά. Φυσικά είμαστε ακόμα στην αρχή, όμως είναι φανερό πως «ακλόνητες» κατασκευές – ουσιαστικά παραλλαγές των αστικών αντιλήψεων- γύρω από όλα αυτά τσαλακώθηκαν από την ισχύ της πραγματικότητας με την οποία συγκρούστηκαν.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν προφανώς οι απόψεις και αντιλήψεις του αναρχικού- αυτόνομου χώρου που όσο διευρύνονται τα κινηματικά γεγονότα τόσο πιο περιθωριακός θα δείχνει. Όσο η ίδια η πάλη αποκτά κλίμακα και θέτει απαιτήσεις τόσο περισσότερο θα πείθει ότι αυτό «δεν τον αφορά», ότι οι θεωρητικές και πολιτικές προδιαγραφές του είναι ασύμβατες με την υπόθεση των μαζών. Με αυτό το ζήτημα ασχολείται η παρούσα έκδοση, επιχειρώντας ταυτόχρονα να δείξει πως αυτή η «ασυμβατότητα» των αναρχικών-αυτόνομων αντιλήψεων με τη μαζική πάλη έχει μακρύ παρελθόν που προοιωνίζει και ανάλογο μέλλον!
«Δικαίωση» με ήττα:
Η αναρχική-αυτόνομη εκδοχή των αστικών κηρυγμάτων
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πανσπερμία μορφωμάτων που αναφέρονται στον αναρχικό/αυτόνομο/ελευθεριακό (α/α/ε) χώρο και κατά κύριο λόγο στη νεολαία υπήρχε βέβαια και πριν από το Δεκέμβρη του 2008. Με ένα πλήθος μεταβολών (διασπάσεις, αδρανοποιήσεις, επανενεργοποιήσεις, μετονομασίες κ.λπ.), εμφανίζεται σταθερά τα τελευταία χρόνια σε στέκια, φοιτητικούς συλλόγους, στον αγώνα της νεολαίας το 2006-2007, στις γειτονιές της Αττικής, σε περιφερειακές πόλεις της χώρας, σε κεντρικές/πανελλαδικές κινητοποιήσεις κ.λπ. Καθώς φορτίζονται η ταξική πάλη και οι αντιθέσεις και καθώς γίνεται ολοένα πιο έντονη και φανερή η διαδικασία των ζυμώσεων και των διεργασιών στη νεολαία γενικά, που αναζητάει –κατά τη γνώμη μας- ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και ρόλο στο κίνημα, τα ερωτήματα που αφορούν αυτό το δυναμικό γίνονται πιο επίκαιρα και αντικειμενικά πιο πιεστικά. Το ενδιαφέρον δηλαδή που μπορεί να έχει όλο αυτό το δυναμικό των ομάδων αυτού του χώρου υπάρχει μόνο σε αναφορά με τα συνολικά ερωτήματα για τη νεολαία, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα αγωνιστικά σκιρτήματα, ξεσπάσματα και εκρήξεις που πραγματοποιεί στην προσπάθειά της να τοποθετηθεί και να χαράξει δρόμο. Να τοποθετηθεί και να οριοθετηθεί ως δύναμη πάλης, στον αντίποδα του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, ως δύναμη στο πλευρό της εργατικής τάξης και του λαού που (πρέπει να) είναι ο σύμμαχός της. Να χαράξει δρόμο στη βάση μιας τέτοιας τοποθέτησης και της επαναστατικής προοπτικής που αυτή θεμελιώνει και συνεπάγεται.
Βεβαίως αυτή η διαδικασία, η οριοθέτηση, η «ένταξη» δεν είναι καθόλου απλή – τουλάχιστον όχι όσο θα μπορούσε να είναι με βάση το δίκαιο, το ρεαλιστικό και το επαναστατικό αυτής της επιλογής. Δεν είναι καθόλου εύκολα ορατό στη σημερινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση το «με ποιους να πας και ποιους να αφήσεις» και το τι σημαίνει πολιτικά, ιδεολογικά, θεωρητικά, φιλοσοφικά η επιλογή αυτή. Αλλά και αντίστροφα: με βάση ποια κοσμοθεωρία και ποια πολιτική αντίληψη θα επιλέξει κανείς να καταλάβει την κοινωνία και να πάρει θέση σε αυτήν. Και βέβαια για τη νεολαία ο δεύτερος δρόμος που μόλις αναφέραμε είναι ο πιο «συνηθισμένος», γιατί ακριβώς είναι νεολαία, που σημαίνει είτε ότι δεν βρίσκεται στη δουλειά είτε ότι έχει περιορισμένα δεδομένα και εμπειρίες απ’ τις αλήθειες αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει από τον «κόσμο των ιδεών», για να προσεγγίσει την υλική-κοινωνική-πολιτική πραγματικότητα.
Διαπιστώνεται λοιπόν μια οξεία αντίφαση. Από τη μια ο ιμπεριαλισμός-καπιταλισμός, το ίδιο το σύστημα στη χώρα, «κάνει ό,τι μπορεί» για να κάνει εμφανείς τις διαχωριστικές γραμμές, τις πραγματικές αντιθέσεις που ορίζουν τον κόσμο μας, την κοινωνία, τη ζωή μας. Η βαρβαρότητα επελαύνει απροσχημάτιστα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουμε δει τα χειρότερα. Από την άλλη, η οργή, οι διαθέσεις αντίστασης και πάλης της νεολαίας εκδηλώνονται έντονα, αλλά σε μεγάλο βαθμό βραχυκυκλώνονται, ανακυκλώνονται σε αδιέξοδες –και συχνά επώδυνες- κατευθύνσεις, ξοδεύονται και καίγονται μακριά από τα πραγματικά ζητούμενα και κάποιες φορές ενάντια σε αυτά.
Δεν πρόκειται για ένα «ηθικό» ζήτημα, αλλά για εξόχως πολιτικό. Και επειδή γνωρίζουμε ότι και με τους δυο αυτούς προσδιορισμούς (ηθικό-πολιτικό) δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνουμε κατανοητοί –ιδιαίτερα από το χώρο της αναρχίας/αυτονομίας- θα πούμε κάτι παραπάνω: Η τελευταία που έχει ευθύνες για την κατάσταση σήμερα και την αντίφαση που παραπάνω περιγράψαμε είναι η νεολαία! Η διαδικασία «ένταξης» και οριοθέτησης που αναφέραμε είναι σύνθετη και δύσκολη γιατί στον κόσμο των ιδεών, με το τελείωμα του 20ού αιώνα, νικητής αναδείχτηκε το σύστημα, οι αντιδραστικές δυνάμεις και τα συμφέροντά τους! Αυτών οι απόψεις κυριαρχούν και επικρατούν, «ανατυπώνονται» και κυκλοφορούν για το σύνολο των ζητημάτων και μέσα στο κίνημα και στις σημερινές του εκφράσεις! Για το Κατίν, την Κροστάνδη και το ισπανικό ’36, για την πολιτική και την οργανωμένη πάλη, για την εργατική τάξη και τον ιμπεριαλισμό, για το κράτος, τις τάξεις και την εκπαίδευση, για το κομμουνιστικό κίνημα και τα συνδικάτα, σε όλα τα ζητήματα, είναι ισχυρές έως κυρίαρχες οι στρεβλώσεις, οι κατασκευές, οι συκοφαντίες του συστήματος.
Πώς προέκυψε αυτή η νίκη; Κατά τη γνώμη μας, από την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, την παλινόρθωση του καπιταλισμού, που μετράει ήδη πάνω από 5 δεκαετίες. Όλα αυτά τα χρόνια η εργατική τάξη δεν «ενσωματώθηκε», οι λαοί δεν «συνθηκολόγησαν», η νεολαία δεν «αφομοιώθηκε οριστικά», οι αντινομίες του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν «ξεπεράστηκαν», δεν διαμορφώθηκαν και δεν πρόκειται ποτέ να διαμορφωθούν οι όροι της «αιώνιας κυριαρχίας τους». Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια αναστράφηκε το βέλος της πάλης, η Ιστορία πισωγύρισε, γιατί ακριβώς αποσυγκροτήθηκε –ιδεολογικά, πολιτικά, φιλοσοφικά- η πάλη των μαζών και σε αναφορά με τις απαιτήσεις στις οποίες αυτή είχε φτάσει! Αυτό είναι το πρόβλημα και ο κύριος λόγος που σήμερα σκοντάφτει σε πολλά εμπόδια η υπόθεση της μετατροπής της νεολαιίστικης πάλης και οργής σε συγκροτημένο κίνημα όπως το απαιτούν οι συνθήκες.
Ας έρθουμε λοιπόν στο σήμερα, στις δυνατότητες και στις δυσκολίες που αυτό θέτει στην πάλη, για να επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τα ερωτήματα που αφορούν το δυναμικό των α/α/ε ομάδων και συγκροτήσεων. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια μια «ειδική δυσκολία» που υπάρχει: ακριβώς εξαιτίας των ιδεολογικών-θεωρητικών-πολιτικών χαρακτηριστικών αυτών των ομάδων, μια πρώτη «απάντηση» στα ζητήματα που εμείς θέτουμε από τη μεριά τους είναι ότι «δεν τους αφορούν». «Δεν τους αφορά», λ.χ., το ερώτημα με ποια γραμμή θα ανασυγκροτηθούν-επανασυσπειρωθούν οι φοιτητικοί σύλλογοι στον αγώνα, γιατί είναι «λάθος ιδέα» καθεαυτή οι φοιτητικοί σύλλογοι και οι γενικές συνελεύσεις που αποτελούν ένα «στημένο» και «καταπιεστικό» σκηνικό. Δεν τους αφορά επίσης ο αγροτικός ξεσηκωμός, γιατί οι «αγρότες είναι σεξιστές». Δεν τους αφορά η περιφρούρηση-υπεράσπιση μιας διαδήλωσης, γιατί πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα η «εξεγερσιακή διάθεση» του καθένα. Δεν τους αφορά το ερώτημα της ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της γιατί αυτό είναι το «σχήμα που οδήγησε στη διαμόρφωση των εξουσιαστικών κοινωνιών». Δεν τους αφορά εν γένει η πολιτική, η οργάνωση, γιατί είναι «ιεραρχικές κατασκευές»…
Ο κατάλογος δεν τελειώνει, γι’ αυτό θα δώσουμε μια πρώτη απάντηση σε όλα αυτά. «Αυτοί οι κύριοι νομίζουν ότι με το να αλλάζουν τα ονόματα των πραγμάτων αλλάζουν και τα πράγματα τα ίδια». Ή, αλλιώς, αν μεταφράσουμε τον Ένγκελς με τα δικά μας λόγια, θα ρωτούσαμε: Αν δεν ενδιαφέρεται κανείς για την πραγματικότητα, υπάρχει περίπτωση να τη μεταβάλει; Μπορεί κανείς να ζει «λαθραία», να περιφέρεται στα όρια της πραγματικής ζωής και των γεγονότων της και ταυτόχρονα να καμώνεται πως έχει άποψη και πρόταση για μια άλλη ελεύθερη ζωή και κοινωνία; Μπορεί! Αλλά ακριβώς αυτό: Μόνο να καμώνεται πως έχει άποψη, όραμα, προοπτική. Αλλά ουσιαστικά να είναι και να δείχνει γραφικός, ανεξάρτητα του τι μπορεί να φαντασιώνεται, ανάλογα με τη συγκυρία.
Αυτή την αλήθεια είναι αναμφίβολο πως τη βιώνουν όλες αυτές οι ομάδες, ιδιαίτερα όσο το κίνημα και οι αγώνες πυκνώνουν, θέτουν ζητήματα και συναντούν προβλήματα. Βιώνουν το ότι οι ίδιες είναι οργανώσεις, κάνουν πολιτική και επιλογές που έχουν συνέπεια και στους ίδιους και στο κίνημα. Με αυτή την έννοια, είναι στη συζήτηση και λένε τη γνώμη τους για το ποια είναι η πραγματικότητα. Ακόμα και όταν λένε πως αυτή «δεν τους αφορά». Το συνειδητοποιούν ή όχι, τότε δηλώνουν αδυναμία να την κατανοήσουν και υποταγή σε αυτήν.
Μια τελευταία εισαγωγική παρατήρηση. Ο γαλαξίας των α/α/ε ομάδων και διαμορφώσεων περιλαμβάνει ένα μεγάλο πλήθος, με αντιθέσεις, διαφωνίες, εντάσεις κ.λπ. και μεταξύ των αναρχικών και μεταξύ των αυτόνομων υπάρχουν αποχρώσεις που από μια άποψη δεν τους καθιστούν «έναν χώρο», όπως εξάλλου συμβαίνει και στο πλαίσιο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ωστόσο, από την άποψη των θεωρητικών-ιδεολογικών αναφορών και των πολιτικών τους εκφράσεων σήμερα, υπάρχουν βασικά κοινά στοιχεία, όπως τουλάχιστον εμείς τα αντιλαμβανόμαστε. Σε αυτή τη βάση, η προσέγγισή μας είναι κατ’ αρχήν συνολική και ενιαία. Εξάλλου δεν θα είχαμε αντίρρηση να δεχθούμε παρεμβάσεις και «διευκρινίσεις» από όποιον θα θεωρούσε ότι έχει λόγο να το κάνει.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ – ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΙΣΜΟΥ
Για την κατανόηση των σημερινών θέσεων και στάσεων του δυναμικού όλων αυτών των ομάδων είναι οπωσδήποτε εξαιρετικά χρήσιμη μια περιήγηση στο θεωρητικό έργο και στη δράση των πατέρων του αναρχισμού από το 19ο αιώνα –αλλά και των νεότερων στον 20ό αιώνα- μαζί με τους θεωρητικούς της αυτονομίας, του ελευθεριακού κοινοτισμού κ.λπ., που κατά τη γνώμη μας αποτελούν εξελίξεις, παραλλαγές και προσαρμογές των ίδιων αντιλήψεων στις νέες συνθήκες. Μια τέτοια περιήγηση αποκαλύπτει στον «ανύποπτο» αναγνώστη πως όλα τα σημερινά –θέσεις, πραχτικές, στάσεις- δεν αποτελούν «παιδιαρίσματα» και «ανωριμότητες». Δεν είναι ένας «κακοχωνεμένος» και «μακρινός απόηχος» μιας ιδεολογίας που «κάτι είχε ίσως να πει κάποτε». Αλλά, αντίθετα, αποτελούν πραγματικές, αυθεντικές εκφράσεις της αναρχικής σκέψης και αντίληψης και όλων των παρακλαδιών της και των μετεξελίξεών της, όπως αυτή θεμελιώθηκε από τα πιο γνωστά και «βαριά» της ονόματα.
Δεν είναι λοιπόν ιστορική ιδιοτροπία το γεγονός ότι η αναρχία-αυτονομία ποτέ και πουθενά στη συγκλονιστική ιστορία της ταξικής πάλης, των επαναστατικών ανατροπών και των εφόδων στον ουρανό δεν κατάφερε να παίξει ρόλο, να παρουσιάσει έργο και να διεκδικήσει συμβολή θεωρητική, πολιτική ή πραχτική. Μάλιστα, στην περίπτωση που είχε τις καλύτερες προϋποθέσεις για να το κάνει –δηλαδή στον Ισπανικό Εμφύλιο 1936-39- με ιδιαίτερα μαζική αναφορά και πλατιά σύνδεση στο προλεταριάτο, απέδειξε πως δεν μπορεί! Δεν μπορεί, όχι γιατί δεν θέλει ή γιατί δεν υπήρξε αυτοθυσία και αγωνιστικότητα στις γραμμές της και στην Ισπανία και αλλού, χωρίς αυτό να σημαίνει πως και τότε και τώρα δεν υπάρχουν και οι αντίθετες στάσεις. Αλλά δεν μπορεί, γιατί ως ιδεολογία και θεωρία, από τα θεμέλιά της, δεν μπορεί πριν απ’ όλα να κατανοήσει τον πραγματικό κόσμο, τους ιστορικούς όρους της εξέλιξής του. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τι είναι ο καπιταλισμός –για τον ιμπεριαλισμό… ούτε λόγος- το κράτος ως ιστορική κατηγορία, τις τάξεις και το ρόλο τους. Χωρίς αυτά, χωρίς την υλιστική, διαλεκτική προσέγγιση της Ιστορίας, κυριαρχείται από την ιδέα της… εμφύτευσης της ιδέας της ελευθερίας και της αναρχίας στο «πλήθος». Δηλαδή, επειδή ακριβώς δεν αναζητεί τις δυνάμεις της Ιστορίας στην ίδια την Ιστορία, θέλει και να βάλει σε αυτήν (την Ιστορία) τις δικές της ιδέες «απ’ έξω» από τη φιλοσοφική ιδεολογία.
Το αποτέλεσμα αυτής της αφετηρίας είναι ένας ανυπόφορος ιδεαλισμός, η διαμόρφωση μιας κατεύθυνσης που κηρύσσει τη θρησκεία της ελευθερίας, που οι «πιστοί» της οφείλουν να την προσκυνούν και να την υπηρετούν «έξω» από τις κοινωνικές-ταξικές-πολιτικές αντιθέσεις, «ανεξάρτητα» από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, «κόντρα» στις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις. Με μια λέξη, «ΠΑΝΩ» από τον πραγματικό κόσμο, τις υπαρκτές δυνάμεις, αντιθέσεις, αντιφάσεις, γεγονότα που κάθε φορά συνθέτουν μια συγκεκριμένη κατάσταση που απαιτεί μια συγκεκριμένη ανάλυση.
Αυτός ο θεωρητικός-φιλοσοφικός πυρήνας της «θρησκείας της ελευθερίας» παρέχει στους φορείς του ορισμένες αξιοσημείωτες ιδιότητες. Είναι πάντα δικαιωμένος, αφού η «καλή του ιδέα» (της ελευθερίας) στέκει πάντα «εκεί ψηλά» -ανεξάρτητα από το τι γίνεται εδώ κάτω- διαθέσιμη να υλοποιηθεί άμεσα και διαμιάς. Έτσι, κάθε στιγμιότυπο της ταξικής πάλης –που είναι «στενοκέφαλη» και επιμένει να εξελίσσεται με συγκεκριμένους όρους και τρόπους- είναι από «καθυστέρηση» ως «προδοσία». Είτε είναι ο πολεμικός κομμουνισμός στην Σ.Ε., είτε είναι το Λαϊκό Αντιφασιστικό Μέτωπο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε είναι ο αγώνας των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΔΣΕ, είτε ακόμη η ΜΠΠΕ, όλα είναι επινοήσεις-αρνήσεις-προδοσίες των «γραφειοκρατών-κομμουνιστών», που είναι εξίσου εξουσιαστές με τα «αφεντικά» και «δεν θέλουν» να ’ρθει η ελευθερία, η κοινοκτημοσύνη, η αναρχία.
Τα ανάλογα ισχύουν και για πολύ πιο μικρής κλίμακας καθημερινά γεγονότα της πάλης. Για παράδειγμα, τα εξεταστικά του ’98 ήταν ένας «αγώνας για την τσέπη», προδοτικός της «αγνής ιδέας» περί ελευθερίας. Και ακόμα, μια μαζική γενική συνέλευση φοιτητικού συλλόγου είναι μια «ιεραρχική-καταπιεστική» διαδικασία. Ταυτόχρονα με την ιδιότητα της παντοτινής δικαίωσης συνυπάρχει η ιδιότητα της παντοτινής προδοσίας, των αιώνια ανεκπλήρωτων ονείρων που διακατέχει το χώρο αυτό, που βέβαια δεν έχει ψυχολογικά, αλλά φιλοσοφικά, θεωρητικά και τελικά πολιτικά αίτια. Για τους ίδιους λόγους που πάντα είναι «σωστή και δικαιωμένη» η αναρχική θεωρία, για τους ίδιους λόγους θα είναι πάντα «προδομένη»: Στην ουσία η πραγματικότητα δεν μπαίνει στον κόπο ούτε να «δικαιώσει» ούτε να «προδώσει» μια θεωρία που στέκει έξω και πάνω από αυτήν…
Το όλο ζήτημα βέβαια δεν εξαντλείται στη φιλοσοφική-θεωρητική του διάσταση. Έχει πολύ συγκεκριμένες, χειροπιαστές πολιτικές πρακτικές εκφράσεις που αναδεικνύουν ιδιαίτερα οξείες και έντονες αντιφάσεις στην καθημερινή ζωή των δυνάμεων που αναφέρονται στις ιδέες της αναρχίας-αυτονομίας. Και τότε, την εποχή των γεναρχών του 19ου αιώνα (Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν). Και στη συνέχεια σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα είτε με κλασικούς του αναρχισμού (Μαλατέστα) είτε με τους αυτόνομους-ελευθεριακούς διαδόχους τους (Καστοριάδης, Μπούκτσιν). Και βέβαια σήμερα, στις πολυποίκιλες ομάδες του φάσματος, που όπως ήδη είπαμε εμφανίζουν όλα όσα εμφανίζουν όχι γιατί δεν τα ’μαθαν καλά από τους δασκάλους τους, αλλά γιατί ακριβώς κουβαλούν όλα όσα οι δάσκαλοί τους κήρυξαν. Πριν ωστόσο έρθουμε να δούμε ορισμένα στοιχεία της σημερινής κατάστασης, ας κάνουμε μια –πολύ σύντομη σε σχέση με τον πλούτο που υπάρχει- περιήγηση στις απαρχές και στην εξέλιξή της. Θεωρούμε ότι –παρ’ όλο που θα παραλείψουμε αρκετά… πρόσωπα και πράγματα- μπορεί να είναι χρήσιμη για την αξιολόγηση της σημερινής εικόνας και των αδιεξόδων του χώρου αυτού.
ΟΙ ΓΕΝΑΡΧΕΣ
Στην αφετηρία των αναρχικών ιδεών είναι ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-1865), που με την ιδέα του για τη δημιουργία ενός πλατιού συστήματος παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών («εταιρείες αλληλοβοήθειας») προέβλεπε την αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση αρνιόταν θεωρητικά και πραχτικά την ταξική πάλη, διακήρυττε πως οι εργάτες και οι αγρότες δεν μπορούν να απελευθερωθούν με τον αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές και τα φεουδαρχικά υπολείμματα, αλλά μόνο βαθμιαία με τους συνεταιρισμούς τους, γινόμενοι ιδιοκτήτες της γης και των εργαλείων με τα οποία δουλεύουν (όλα αυτά, όχι τυχαία, θυμίζουν άλλα, πολύ σύγχρονα, περί «περιεκτικής δημοκρατίας» που κυκλοφορούν διάφορες αυτόνομες ομάδες). Ένα χαρακτηριστικό σχόλιο για τις ιδέες του ήταν αυτό που έγραφε το 1846 ο Ένγκελς σ’ ένα γράμμα του προς τον Μαρξ: «Για την ώρα οι άνθρωποι σκέφτονται ούτε λίγο ούτε πολύ να αγοράσουν ολόκληρη τη Γαλλία, αργότερα ίσως και όλο τον κόσμο με τις οικονομίες που θα πραγματοποιήσουν οι προλετάριοι με την παραίτησή τους από τα κέρδη και τους τόκους των κεφαλαίων τους».
«Αναρχία» ο Προυντόν ονόμαζε το σύστημα που θα προέκυπτε από την αντικατάσταση του καπιταλισμού με τις «ελεύθερες ενώσεις αλληλοβοήθειας» και για το οποίο βέβαια προέβλεπε ότι δεν θα έχει κράτος! Δύο εβδομάδες πριν από την επανάσταση του 1848 πρόλαβε επίσης να προβλέψει ότι «πέρασε η εποχή των επαναστάσεων» και το έργο του στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» χαρακτηρίστηκε σαν «αστικός σοσιαλισμός», που θέλει μια «αστική τάξη χωρίς προλεταριάτο».
Είναι αλήθεια πως κάποιες σημερινές αναρχικές ομάδες κρατάνε αποστάσεις από τον Προυντόν –χωρίς βέβαια να τον αποκηρύσσουν- αλλά υμνολογούν το μαθητή του, Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876), που εξάλλου συμμετείχε και στην Πρώτη Διεθνή στο διάστημα 1868-1872. Ο ίδιος ο Μπακούνιν διακήρυσσε πως «απάλλαξε το αναρχικό σύστημα του Προυντόν απ’ όλα τα μεταφυσικά, ιδεαλιστικά και δογματικά μπιχλιμπίδια». Η βασική διαφοροποίησή του από το δάσκαλό του ήταν η αλλαγή της ιδέας της βαθμιαίας κατάργησης του κράτους διαμέσου της ανάπτυξης των «εταιρειών αλληλοβοήθειας» με την ιδέα του «εκμηδενισμού του κράτους με εξέγερση». Ουσιαστικά με την άρνηση της πολιτικής δράσης και την αποδοχή των συνδικάτων εγκαινίασε τη λογική αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν αναρχοσυνδικαλισμός. Ωστόσο, πέρα από διάφορες αναφορές που μπορεί να γίνουν για το θεωρητικό του έργο (η υπεράσπιση του αθεϊσμού κόντρα στην καταθλιπτική εξουσία της καθολικής εκκλησίας, η φορτισμένη αντίθεσή του στο κληρονομικό δικαίωμα, που έπαιρνε διαστάσεις δυσανάλογες για να καλύψει το κενό του για τους ιστορικούς όρους δημιουργίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης και η συνακόλουθη αδυναμία του να κατανοήσει την ταξική πάλη), θα είχε αξία μια κάπως πιο εκτεταμένη παρέκβαση στη συνωμοτική-τεροριστική πλευρά του, όπως αυτή εκφράστηκε στην προσπάθειά του με τον Νετσάγεφ να συγκροτήσει ρώσικο τμήμα της Διεθνούς. Πρόκειται για μια απερίγραπτη ιστορία τυχοδιωκτισμού που ξεκινά στις αρχές του 1869 και ολοκληρώνεται στα μέσα του 1870. Η όλη επιχείρηση συνίστατο στο να εμφανιστεί ο Νετσάγεφ στη Ρωσία σαν εκπρόσωπος μιας (ανύπαρκτης) επαναστατικής επιτροπής –που η ύπαρξή της βεβαιωνόταν με χαρτιά γραμμένα από τον Μπακούνιν που καθοδηγούσε το εγχείρημα από τη Γενεύη- και με βάση αυτό να παρασύρει σε εξέγερση σε προγραμματισμένη ημερομηνία (19 Φλεβάρη 1870, επέτειος της εξαγγελίας από τον τσάρο της απελευθέρωσης των δουλοπαροίκων)!
Όλο αυτό το απερίγραπτο σενάριο θα μπορούσε να παραβληθεί με τα σύγχρονα χολιγουντιανά για τη «μεγάλη των γκαφατζήδων σχολή», αν δεν επρόκειτο για μια αληθινή ιστορία με απολογισμό τη διακίνηση κάποιων υλικών που ο Μπακούνιν είχε δώσει στον Νετσάγεφ, τη δολοφονία ενός φοιτητή και την καταδίκη 84 επαναστατών. Ταυτόχρονα οι διάφοροι χειρισμοί που –πάντα από την Ελβετία- έκανε ο Μπακούνιν για να «καθοδηγήσει την εξέγερση» είναι απολύτως αποκαλυπτικοί για το πού οδηγεί η άρνηση της αναγκαιότητας πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης, η άρνηση συνολικά της μαζικής πολιτικής πάλης, η συνακόλουθη λογική του συνωμοτισμού –ως κεντρικού εργαλείου της επανάστασης- και η αδυναμία να προσδιοριστεί το ποιος είναι το επαναστατικό υποκείμενο. Να μερικά αποσπάσματα των κειμένων του Μπακούνιν σχετικά με το εγχείρημα αυτό:
«Η ληστεία είναι μια από τις πιο έντιμες μορφές της ρώσικης λαϊκής ζωής. Ο ληστής είναι ο ήρωας, ο δικαιομάχος, ο εκδικητής του λαού, ο ανειρήνευτος πολέμιος του κράτους και κάθε κοινωνικής και αστικής δομής που ίδρυσε το κράτος, ο μαχητής για ζωή και θάνατο ενάντια στον πολιτισμό των αξιωματούχων, των αυλικών, των γραφειοκρατών και των παπάδων... Ο ληστής στη Ρωσία είναι ο γνήσιος και ο μόνος επαναστάτης, ένας επαναστάτης χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς ρητορίες των βιβλίων, ένας επαναστάτης ανειρήνευτος, ακατάβλητος, ασυγκράτητος στην πράξη, ένας λαϊκός-κοινωνικός επαναστάτης και όχι πολιτικός, ούτε ταξικός... Οι ληστές που μένουν στα δάση, στις πόλεις, στα χωριά, οι ληστές που βρίσκονται έγκλειστοι στα αμέτρητα κάτεργα της αυτοκρατορίας αποτελούν έναν κόσμο αδιαίρετο, σφιχτοδεμένο, τον κόσμο της ρώσικης επανάστασης. Όποιος στη Ρωσία θέλει μια γνήσια συνωμοτικότητα, όποιος θέλει λαϊκή επανάσταση πρέπει να πάει σ' αυτόν τον κόσμο.». Αυτά γράφει ο Μπακούνιν, εξηγώντας στους φοιτητές της Ρωσίας γιατί τους προτρέπει να φύγουν από το πανεπιστήμιο και κυρίως τι εννοεί λέγοντας «να πάνε στο λαό».
«Ποια προνόμια αποκτήσαμε για το ότι σ' όλο το ήμισι του 19ου αιώνα υπήρξαμε το στήριγμα του επανειλημμένα κλονιζόμενου συθέμελα θρόνου; Για το ότι στα 1848, όταν είχαν ξεσπάσει οι άγριες θύελλες του λαϊκού παραλογισμού στην Ευρώπη, εμείς με τα γενναία κατορθώματα μας διασώσαμε το ρώσικο κράτος από την πλημμυρίδα των κοινωνικών ουτοπιών; Τι κέρδος είχαμε που γλιτώσαμε το κράτος από το διαμελισμό και σβήσαμε στην Πολωνία την πυρκαγιά που απειλούσε ν' αγκαλιάσει ολόκληρη τη Ρωσία; Τι ωφεληθήκαμε που δίχως να λυπηθούμε δυνάμεις, με απαράμιλλη τόλμη, εργαζόμαστε ως τη στιγμή αυτή για το ξερίζωμα των επαναστατικών στοιχείων στη Ρωσία; Ποια ήταν η ανταμοιβή μας για όλα αυτά; Για όλες αυτές τις ανεκτίμητες υπηρεσίες μας χάσαμε όλα όσα είχαμε... Το κάλεσμά μας σήμερα είναι μια διακήρυξη της τεράστιας πλειοψηφίας των ρώσων ευγενών, που από καιρό είναι ήδη έτοιμοι και οργανωμένοι. Νιώθουμε στη δεξιά μας τη δύναμη και ρίχνουμε τολμηρά το γάντι κατάμουτρα στο δεσπότη, το γερμανό μικροπρίγκιπα Αλέξανδρο τον Β' Ρομανόφ και τον προκαλούμε σε μια ιπποτική μονομαχία, που θ' αρχίσει το έτος 1870, ανάμεσα στους απογόνους του Ρούρικ και το κόμμα της ανεξάρτητης ρώσικης αριστοκρατίας». Από προκήρυξη με τίτλο «Κάλεσμα στη ρώσικη αριστοκρατία», όπου μας αποκαλύπτει πως λογάριαζε να «ξελογιάσει» τους ρώσους ευγενείς και να τους… παρασύρει στην εξέγερση.
«Όλη αυτή η βρώμικη κοινωνία πρέπει να χωριστεί σε μερικές κατηγορίες: […] Στην Τρίτη κατηγορία ανήκουν ένα σωρό υψηλά ιστάμενα κτήνη ή προσωπικότητες, που δεν διακρίνονται για το πολύ μυαλό, ή την ενεργητικότητα τους, αλλά από τη θέση που κατέχουν διαθέτουν πλούτη, σχέσεις, επιρροή, δύναμη. Πρέπει να τους εκμεταλλευτούμε ολόπλευρα με το να τους τυλίγουμε, να τους μπερδεύουμε, κι αν είναι δυνατόν, μαθαίνοντας τις κρυφές βρωμοδουλειές τους, να τους κάνουμε υποχείριά μας. Η εξουσία που διαθέτουν, η επιρροή, οι σχέσεις και η δύναμή τους γίνονται έτσι ανεξάντλητος θησαυρός και πολύτιμη βοήθεια για διάφορα εγχειρήματα. Η Τέταρτη κατηγορία απαρτίζεται από φιλόδοξους αξιωματούχους και φιλελεύθερους διαφόρων αποχρώσεων. Με αυτούς η συνωμοσία μπορεί να γίνει με βάση το ίδιο το δικό τους πρόγραμμα».
Αυτήν την «κατηγορία» έχει κατά νου ο Μπακούνιν στο «κάλεσμα στη ρώσικη αριστοκρατία» και λίγο μετά στο «προς τους αξιωματικούς του ρώσικου στρατού», όπου πράγματι τους προπαγανδίζει «το ίδιο το δικό τους πρόγραμμα»! «Κάνεις ότι τους ακολουθείς τυφλά, ταυτόχρονα όμως τους βάζεις στο χέρι, τους εκθέτεις ανεπανόρθωτα, ώστε να μην μπορούν πια να κάνουν πίσω και με αυτωνών το χέρι φέρνεις αναστάτωση στο κράτος.» Από το έργο «Κατήχηση του Επαναστάτη», το κεφάλαιο «οι υποχρεώσεις του επαναστάτη απέναντι στην κοινωνία».Είναι μερικές από τις έξι κατηγορίες στις οποίες ο Μπακούνιν χωρίζει την κοινωνία. Θα μπορούσε να επιγράφεται και ως «το κόλπο της επανάστασης».
Αυτήν την «κατηγορία» έχει κατά νου ο Μπακούνιν στο «κάλεσμα στη ρώσικη αριστοκρατία» και λίγο μετά στο «προς τους αξιωματικούς του ρώσικου στρατού», όπου πράγματι τους προπαγανδίζει «το ίδιο το δικό τους πρόγραμμα»! «Κάνεις ότι τους ακολουθείς τυφλά, ταυτόχρονα όμως τους βάζεις στο χέρι, τους εκθέτεις ανεπανόρθωτα, ώστε να μην μπορούν πια να κάνουν πίσω και με αυτωνών το χέρι φέρνεις αναστάτωση στο κράτος.» Από το έργο «Κατήχηση του Επαναστάτη», το κεφάλαιο «οι υποχρεώσεις του επαναστάτη απέναντι στην κοινωνία».Είναι μερικές από τις έξι κατηγορίες στις οποίες ο Μπακούνιν χωρίζει την κοινωνία. Θα μπορούσε να επιγράφεται και ως «το κόλπο της επανάστασης».
«Απευθυνόμενος τώρα σε σας, απλώς εκτελώ εντολή της ίδιας επιτροπής. Δεν μπορώ να σας πω τίποτε παραπάνω. Θα προσθέσω μόνο μια λέξη πάνω σ' αυτό. Έστω κι αν στον επερχόμενο αγώνα το κόμμα του λαού υποστεί μια νέα ήττα, -πράγμα βέβαια που δεν το φοβάται κανένας μας, διότι όλοι μας πιστεύουμε στον επικείμενο θρίαμβο της λαϊκής υπόθεσης- έστω κι αν οι ελπίδες μας δεν πραγματοποιηθούν, πάλι τότε, και μέσα από την πιο καταστρεπτική συμβολή της λαϊκής εξέγερσης και μέσα από την πιο άγρια αντίδραση, η οργάνωση θα παραμείνει σώα και αβλαβής...» περιγράφοντας την επιτροπή –που αποτελείται από τον ίδιο και τον Νετσάγεφ- και τις ιησουίτικες προδιαγραφές λειτουργίας της και αποκαλύπτοντας πως το επαναστατικό υποκείμενο είναι για τον Μπακούνιν έξω από τις μάζες, αφού, ακόμα κι αν «καταστραφεί η λαϊκή εξέγερση», παρ' όλα αυτά «η οργάνωσή μας θα μείνει σώα και αβλαβής»!!!
Με βάση αυτά τα καμώματα και τις απόψεις ο Μπακούνιν διαγράφηκε από την 1η Διεθνή και στη συνέχεια συγκρότησε την «Αντιαυταρχική Διεθνή» μαζί με τους Καφιέρο, Κόστα, Μαλατέστα κ.λπ. Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί πως όλα αυτά τα τραγελαφικά αποτελούσαν ιδιαίτερες προσωπικές αποχρώσεις του Μπακούνιν. Σε όλα τα –πιο «σοβαρά»και πολιτικά- κείμενα, προγράμματα, διαμάχες του χώρου της αναρχίας -αλλά και στις πρακτικές τους επιλογές- προβάλλουν ξανά και ξανά αξεπέραστες αντιφάσεις και αδιέξοδα για όλα τα θεμελιώδη ζητήματα, που η οξύτητά τους και η «τακτοποίησή» τους εξαρτιόταν από τις κάθε φορά συνθήκες και τους ευρύτερους συσχετισμούς. Ποια είναι αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα; Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, όλα! Στο βαθμό που είναι συνολικά λαθεμένη η ανάγνωση της πραγματικότητας, της ιστορίας, των όρων συγκρότησης και εξέλιξης των κοινωνιών. Ωστόσο, αν επιλέγαμε να αναφέρουμε δύο –και σε πλήρη αλληλοσύνδεση μεταξύ τους- αυτά θα ήταν:
- Το ζήτημα του προσδιορισμού του δικού τους ρόλου στο κίνημα. Το τι δηλαδή διεκδικούν να είναι, τι να αποτελέσουν στην πορεία προς την κατάχτηση της αντιεξουσιαστικής, αναρχικής κοινωνίας. Ζήτημα που προφανώς συνδέεται με την ίδια την ανάγνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, του ρόλου της εργατικής τάξης σε αυτήν, του ρόλου της πολιτικής πάλης. Ζήτημα που τους έβγαζε κάθε στιγμή το πρόβλημα της ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, που από τη μια «δεν έπρεπε» να υπάρχει –ως σύμφυτη με τη μισητή ιεραρχία- αλλά από την άλλη δεν μπορεί να μην υπάρχει…
- Το ζήτημα της χωρίς κράτος κοινωνίας που, σύμφωνα με την αναρχική θεωρία, «πρέπει να υπάρξει» αμέσως μετά την επανάσταση. Ακόμα και πριν από την επώδυνη για τους ίδιους εμπειρία του ισπανικού εμφυλίου, στο ζήτημα αυτό η πραγματικότητα ήταν πολύ ισχυρή για να μη φτάνουν ακόμα και σ’ αυτούς μηνύματα για το ανόητο αυτής της κατασκευής τους. Το συζητούν λοιπόν για δεκαετίες –ιδιαίτερα μετά το ’17- σε προγράμματα, συνέδρια κ.λπ., αλλά τους είναι αδύνατο να μετακινηθούν από τη θέση της «αυτόματης εγκαθίδρυσης», της «ελευθερίας και ισότητας στην ολότητά του…»
Ο λόγος είναι πολύ απλός: Η άρση της θέσης τους αυτής ισοδυναμεί με πλήρη (αυτο)αναίρεση της αναρχικής θεωρίας, ισοδυναμεί και προϋποθέτει μια άλλη ανάγνωση του πριν από την επανάσταση και όλων των ζητημάτων που αναφέραμε στο προηγούμενο σημείο. Έχουμε τη γνώμη πως το μόνο πραγματικό αποτέλεσμα των προβληματισμών και των ταλαντεύσεων που η Ιστορία γέννησε στους κόλπους της αναρχίας σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι η σχετικά αθόρυβη απόσυρση ουσιαστικά του οράματος της ελεύθερης κοινωνίας και η αντικατάστασή του με την ενίσχυση του «ρόλου της ηθικής απελευθέρωσης» που παίζει το αναρχικό κίνημα ενόψει των κάθε φορά αποτυχημένων επαναστάσεων. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα αναρχικών κειμένων σχετικά με όλα τα παραπάνω:
«3. Τα νέα μέλη θα γίνονται δεκτά ύστερα από πρόταση ενός παλιού μέλους. Θα ορίζεται μια επιτροπή που θα αναλαμβάνει τη λεπτομερειακή εξέταση του υποψήφιου μέλους. Το νέο μέλος θα πρέπει να γίνει δεκτό από την πλειοψηφία των μελών, αφού πρώτα ληφθεί υπόψη η έκθεση της επιτροπής. 4. Κανένα μέλος δεν μπορεί να γίνει δεκτό αν προηγουμένως δεν αποδεχτεί ειλικρινά και απόλυτα τις αρχές του προγράμματος και δεν υποσχεθεί ότι θα προπαγανδίσει ένθερμα στο περιβάλλον του (τόσο με το παράδειγμά του όσο και με το λόγο) αυτές τις βασικές αρχές.
9. Η πλειοψηφία των μελών (βλ. σημ. 6) μπορεί χωρίς παραπέρα εξηγήσεις να διαγράφει οποιοδήποτε μέλος».
Το απόσπασμα είναι από το Καταστατικό (!) του ισπανικού τμήματος της Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, 1869-1870. Μην αιφνιδιάζεστε! Ναι, πρόκειται για αναρχικούς με ας πούμε «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», στο βαθμό που «οι αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι δεσμευτικές για όλους…»
«Είναι πολύ σημαντικό ότι, παρά τη δύναμη και τον αναμφισβήτητα θετικό χαρακτήρα των ελευθεριακών ιδεών, παρά τη διαύγεια και την ακεραιότητα των αναρχικών θέσεων όσον αφορά την κοινωνική επανάσταση και, τέλος, παρά τον ηρωισμό και τις αμέτρητες θυσίες των αναρχικών στον αγώνα για τον ελευθεριακό κομμουνισμό, το αναρχικό κίνημα εξακολουθεί να είναι αδύνατο […] αυτή η κατάσταση του επαναστατικού αναρχισμού [… ] δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά μόνο σαν κατάσταση χρόνιας και γενικής αποδιοργάνωσης. [...] η μόνη μέθοδος που μπορεί να επιφέρει την επίλυση του προβλήματος της γενικής οργάνωσης είναι η συσπείρωση των δραστήριων αγωνιστών του αναρχισμού με βάση πολύ συγκεκριμένες θέσεις: θεωρητικές, τακτικές και οργανωτικές, δηλαδή, με βάση ένα απόλυτα ομοιογενές πρόγραμμα.» Από την «Οργανωτική Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών» με τις υπογραφές των Μάχνο, Αρσίνοφ, Βαλέφσκι, Λίνσκι, Μετ, στα 1926. Θυμηθείτε την ιδιότητα της «αιώνιας δικαίωσης» αφενός που έχουμε αναφέρει, αλλά προσέξτε και την αγωνία για «πολύ συγκεκριμένες θεωρητικές, τακτικές και οργανωτικές θέσεις». Πιο σημαντικό απ’ όλα ωστόσο, η «κατάσταση της χρόνιας και γενικής αποδιοργάνωσης», λίγα χρόνια μετά την κοσμοϊστορική νίκη της επανάστασης του ’17. Ή μήπως εξαιτίας αυτής; Οι υπογράφοντες είναι ρώσοι αναρχικοί!
«…Και ύστερα, στην επανάσταση, πρέπει να πάρουμε ενεργό μέρος (αν είναι δυνατό πριν και πιο αποτελεσματικά από τους άλλους) στον θεμελιώδη υλικό αγώνα και να τον οδηγήσουμε στα έσχατα όριά του, καταστρέφοντας όλες τις καταπιεστικές δυνάμεις του Κράτους. Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους εργάτες να πάρουν την κατοχή των μέσων παραγωγής (γη, ορυχεία, εργοστάσια και εργαστήρια, μέσα μεταφοράς κ.λπ.) καθώς και των αποθεμάτων των βιομηχανικών αγαθών• να οργανώσουν άμεσα, μόνοι τους, μια δίκαιη διανομή των καταναλωτικών αγαθών και, την ίδια ώρα, να προμηθεύουν προϊόντα για το εμπόριο ανάμεσα στις κομμούνες και τις περιοχές και για τη συνέχιση και ένταση της παραγωγής και όλων των χρήσιμων για το λαό υπηρεσιών. Πρέπει με κάθε δυνατό τρόπο και σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες και δυνατότητες να προωθήσουμε τη δράση των εργατικών ενώσεων, των κοοπερατίβων, των εθελοντικών ομάδων – ώστε να εμποδίσουμε την εμφάνιση νέων εξουσιαστικών δυνάμεων, νέων κυβερνήσεων, να αντιταχθούμε σ’ αυτές βίαια αν χρειαστεί, αλλά, πάνω απ’ όλα, να τις καταστήσουμε άχρηστες. Και όπου δεν βρίσκουμε ικανοποιητική πλειοψηφία ανάμεσα στους ανθρώπους και δεν μπορούμε να εμποδίσουμε την επανεγκαθίδρυση του Κράτους με τους εξουσιαστικούς του θεσμούς και τα εξαναγκαστικά του σώματα, πρέπει να αρνηθούμε να πάρουμε μέρος ή να τα αναγνωρίσουμε, εξεγειρόμενοι ενάντια στην επιβολή τους και απαιτώντας πλήρη αυτονομία για τους εαυτούς μας και για όλες τις διαφωνούσες μειονότητες. Με άλλα λόγια, πρέπει να παραμείνουμε σε μια πραγματική ή δυνητική κατάσταση εξέγερσης, μη δυνάμενοι να κερδίσουμε στο παρόν, αλλά τουλάχιστον να προετοιμαζόμαστε για το μέλλον.» (Από την απάντηση του Ε. Μαλατέστα στον Χ. Μάχνο σχετικά με το ζήτημα της «Πλατφόρμας», δημοσιευμένη το 1929.)
Πρόκειται για μια αναδιατύπωση της αναρχικής ακροβασίας για το αμέσως μετά την επανάσταση, υπό την πίεση της μπολσεβίκικης νίκης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ωστόσο, επειδή προφανώς και ο Μαλατέστα αντιλαμβάνεται πως το «να οργανώσουν άμεσα μόνοι τους μια δίκαιη διανομή των καταναλωτικών αγαθών (…) να προμηθεύονται προϊόντα για το εμπόριο (…) για τη συνέχιση και ένταση της παραγωγής και όλων των χρήσιμων για το λαό υπηρεσιών» είναι μια γενική έκθεση ιδεών που αφήνει αναπάντητα όλα τα κρίσιμα ερωτήματα –τι παράγεται; πόσο παράγεται; ποιες οι σχέσεις ανταλλαγής; ποιος αποφασίζει για όλα αυτά; και πώς σε εθνική κλίμακα;- που παραπέμπουν σε πολιτική-κοινωνική οργάνωση της εργατικής τάξης ή αλλιώς στη δικτατορία του προλεταριάτου, σπεύδει να καταλήξει στο πραγματικό του διά ταύτα «της πραγματικής ή δυνητικής κατάστασης εξέγερσης», δηλαδή στην προαναγγελία της ήττας της επανάστασης που οραματίζεται. Αλλά προσέξτε και το επόμενο που είναι από το ίδιο κείμενο του Μαλατέστα:
«Αλλά όταν βλέπω ότι στην Ένωση την οποία υποστηρίζεις υπάρχει μία Εκτελεστική Επιτροπή για να δίνει ιδεολογική και οργανωτική κατεύθυνση στη οργάνωση προσβάλλομαι από την αμφιβολία ότι θα ήθελες, επίσης, να δεις, μέσα στο γενικό κίνημα, ένα κεντρικό σώμα, το οποίο, με έναν εξουσιαστικό τρόπο, θα υπαγορεύει το θεωρητικό και πρακτικό πρόγραμμα της επανάστασης. Αν αυτό είναι σωστό, απέχουμε παρασάγγες.
Η οργάνωσή σου ή τα διοικητικά σου όργανα ίσως αποτελούνται
από αναρχικούς, αλλά δεν μπορούν να γίνουν τίποτα άλλο από μια κυβέρνηση. Πιστεύοντας, με απόλυτα καλή πίστη, ότι είναι απαραίτητοι για το θρίαμβο της επανάστασης, θα σιγουρευτούν, ως προτεραιότητά τους, ότι είναι σε καλή θέση και αρκετά δυνατοί για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Θα δημιουργήσουν, γι’ αυτό, οπλισμένα σώματα για τη σωματική τους άμυνα καθώς και μια γραφειοκρατία για να εκτελεί τις εντολές τους και στη διαδικασία θα παραλύσουν το λαϊκό κίνημα και θα σκοτώσουν την επανάσταση. Αυτό είναι νομίζω αυτό που συνέβη στους Μπολσεβίκους.Εδώ είμαστε. Πιστεύω ότι το σημαντικό δεν είναι η νίκη των σχεδίων μας, των ιδεών, των ουτοπιών μας, οι οποίες σε κάθε περίπτωση χρειάζονται την επιβεβαίωση της εμπειρίας και μπορεί να τροποποιηθούν από την εμπειρία, ανεπτυγμένη και προσαρμοσμένη στις πραγματικές ηθικές και υλικές συνθήκες του χρόνου και του τόπου. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι ότι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, χάνουν τα αγελαία ένστικτα και συνήθειές τους που χιλιάδες χρόνια σκλαβιάς τους έχουν ενσταλάξει και μαθαίνουν να σκέφτονται και να δρουν ελεύθερα. Και πάνω ειδικά σ’ αυτό το μεγάλο έργο της ηθικής απελευθέρωσης πρέπει να αφιερώσουν τους εαυτούς τους οι αναρχικοί.».
Δηλαδή: επειδή το «κεντρικό σώμα» σημαίνει εξουσία που θα «σκοτώσει την επανάσταση», έχουμε πλατιά-φαρδιά την ομολογία: «το σημαντικό δεν είναι η νίκη των σχεδίων μας, των ιδεών, των ουτοπιών μας» (!!!), αλλά «το μεγάλο έργο της ηθικής απελευθέρωσης». Και ποιος ο λόγος αυτά που μας διδάσκουν αιώνες οι αστοί –για το αδύνατο της ισότητας και της ελευθερίας, για την ουτοπία του κομμουνισμού- να ψάξει να τα βρει ο λαός και η εργατική τάξη ξανά τα ίδια μέσα σε απελπισμένες συγκρούσεις και προαναγγελθείσες σφαγές; θα ρωτούσαμε εμείς.
Τέλος, ας δούμε ένα απόσπασμα από ένα πιο σύγχρονο κείμενο (1976), από το «Πρόγραμμα των Ομοσπονδιών Αναρχικών Ομάδων Ιταλίας» που, απ’ όσο αντιλαμβανόμαστε, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στους αναρχικούς κύκλους:
«Οι αναρχικοί δεν είναι μια καθοδηγητική μειονότητα, αλλά, απεναντίας, μια απόλυτα συνειδητή και ενεργός μειονότητα. Δεν είναι επομένως η πρωτοπορία των καταπιεσμένων τάξεων, αλλά ένα στοιχείο του επαναστατικού αναβρασμού που επικρατεί στη ζωή των μαζών […]
Οι αναρχικές οργανώσεις, ομάδες, ομοσπονδίες ή συντονιστικά θα πρέπει να θυσιάζουν κάπως την αποτελεσματικότητα στο όνομα της συνοχής τους, γιατί σ΄ αυτήν ακριβώς τη συνοχή τους έγκειται και η αποτελεσματικότητά τους. Μόνο μ΄ αυτό τον τρόπο, μέσα από οριζόντιες αντιιεραρχικές διαδικασίες μπορούμε να αποφύγουμε τους κινδύνους του εξουσιασμού και της γραφειοκρατίας και μπορούν να φιλοδοξούν οι αναρχικοί να γίνουν η κριτική συνείδηση των ελευθεριακών πλατιών οργανώσεων ενάντια στην υπερβολική φροντίδα για την επίτευξη της “αποτελεσματικότητας’’ […]
Με λίγα λόγια, η αναρχική δραστηριότητα σήμερα – ξεκινώντας απ΄ την άμεση πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της, χωρίς να καταφεύγει σε ψευδαισθήσεις ή στον πεσιμισμό πρέπει να στραφεί ενάντια στη φυσική εξέλιξη του συστήματος, που είναι ολοκληρωτική, και ταυτόχρονα να διαφυλάξει κάθε τι που τείνει προς την ισότητα και την ελευθερία στα εργοστάσια, στα σχολεία, στις εργατικές γειτονιές, σ΄ όλη την ύπαιθρο, σε κάθε πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης, υποστηρίζοντας, ενισχύοντας και διευρύνοντας τους υπάρχοντες αγώνες και υποκινώντας νέους. Στο άμεσο μέλλον το καθήκον μας πρέπει να είναι να κρατήσουμε ζωντανό το πνεύμα της εξέγερσης που έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα μεταξύ των νέων τα τελευταία χρόνια και να τονίσουμε, να διασαφηνίσουμε τον αρχικό και ουσιαστικό ελευθεριακό χαρακτήρα της.»
Πρόκειται για έναν «ειλικρινή» αυτοπροσδιορισμό των αναρχικών, όχι κυρίως για το ποσοτικό (μειονότητα), αλλά για το ποιοτικό («ένα στοιχείο του αναβρασμού»). Εδώ προφανώς έχει εγκαταλειφθεί ακόμη και το «αν είναι δυνατόν πιο πριν και πιο αποτελεσματικά από τους άλλους» του Μαλατέστα και επικρατούν οι προσγειώσεις. Τόσο, που να δηλώνεται ανοιχτά πως πραγματικός στόχος είναι η καθεαυτή αναπαραγωγή των αναρχικών ομάδων, καθώς «πρέπει να θυσιάζουν την αποτελεσματικότητα στο όνομα της συνοχής τους». Εξάλλου, αποτελεσματικότητα για ποιο σκοπό; Αυτός, από την εποχή του Μπακούνιν, δεν έχει ακόμη «αποσαφηνιστεί».
Δύο ακόμη επισημάνσεις: Η μία για το ότι έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται ο ευρύτερος «ελευθεριακός χώρος», «σκληρό πυρήνα» του οποίου αποτελούν οι αναρχικοί. Για καθεαυτόν τον «ελευθεριακό χώρο» θα μιλήσουμε παρακάτω. Ωστόσο εδώ δεν αντέχουμε να μη σχολιάσουμε το περί «κριτικής συνείδησης»: Δεν τους «εξουσιάζουμε», λένε οι αναρχικοί για τους ευρύτερους του ελευθεριακού χώρου, απλώς επιδιώκουμε να καθορίσουμε τη συνείδησή τους!
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το «ενάντια στην Ιστορία». Αν και προσπαθούν να το διατυπώσουν κομψά, «ούτε ψευδαισθήσεις ούτε πεσιμισμός», τελικά το ξεφουρνίζουν: «Η αναρχική δραστηριότητα πρέπει να στραφεί ενάντια (…) στη φυσική εξέλιξη του συστήματος που είναι ολοκληρωτική (…)» Αναρωτιόμαστε: Μήπως τελικά την πατρότητα του ιδεολογήματος της «παγκοσμιοποίησης» τη δικαιούνται οι αναρχικοί που ήδη από το 1976 –αν όχι από τις απαρχές τους- διείδαν ότι οι αγώνες και η επαναστατική υπόθεση είναι «ενάντια στην Ιστορία», αφού η «φυσική εξέλιξη» είναι ο «ολοκληρωτισμός του συστήματος»;
ΑΥΤΟΝΟΜΟΙ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΙ: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ
Υπάρχουν κι άλλες ρητές ομολογίες της ίδιας περιόδου ότι στη βάση των αδιεξόδων του το αναρχικό ρεύμα καταφεύγει στους κόλπους του ευρύτερου «ελευθεριακού χώρου», με τελευταία γραμμή άμυνας την προσπάθεια αναπαραγωγής των αναρχικών ομάδων. Στο ίδιο κείμενο που αναφέραμε προηγούμενα («Πρόγραμμα Ομοσπονδιών Αναρχικών Ομάδων Ιταλίας» του 1976), διαβάζουμε: «Το ελευθεριακό κίνημα είναι το σύνολο των οργανώσεων που αποτελούνται όχι από αναρχικούς –οι αναρχικοί μπορεί να αποτελούν μια μειοψηφία– αλλά από όλους εκείνους που συμμερίζονται, έστω και εν μέρει, τα μέσα και τους σκοπούς του αναρχισμού. Μ’ άλλα λόγια πρόκειται για οργανώσεις που, ενώ δεν είναι απαραίτητο να αποδέχονται τον αναρχισμό συνολικά, αποδέχονται σε σημαντικό βαθμό την αντιεξουσιαστική βάση τόσο ως προς τη θεωρία όσο και ως προς την πρακτική, μολονότι με ιδιότυπο τρόπο και με τη μορφή ενός συμβιβασμού με την πραγματικότητα των κοινωνικών αγώνων […]
Απ΄ την άλλη μεριά, πιστεύουμε ότι αυτές οι σχέσεις ανάμεσα στο αναρχικό κίνημα και το ελευθεριακό κίνημα δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι θεσμοποιημένες και επιπλέον δεν θα πρέπει ποτέ να δημιουργείται καμιά ιεραρχική σχέση με βάση τη σύνδεσή τους (π.χ. όπως οι σχέσεις ανάμεσα σε μια συνδικαλιστική οργάνωση και ένα πολιτικό κόμμα). Η μόνη σύνδεση, που πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρή, ανάμεσα στις ομάδες και τις αναρχικές ομοσπονδίες απ΄ τη μια και τις ελευθεριακές οργανώσεις από την άλλη, πρέπει να είναι η ενεργός παρουσία των αναρχικών αγωνιστών και η επιρροή που μπορούν να έχουν στους συντρόφους τους στον αγώνα εξαιτίας της καθημερινής δράσης τους.» Καθόλου τυχαία, το παράδειγμά μας βρίσκεται στην Ιταλία, μιας και είναι από τις περιπτώσεις των ευρωπαϊκών χωρών όπου κατ’ εξοχήν συνέβη η «συνάντηση» για την οποία κάνουμε λόγο στον τελευταίο τίτλο. Ποια είναι αυτή η «συνάντηση»; Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη από τη δεκαετία του ’60, στη βάση της στροφής στη Σ.Ε., στο κομμουνιστικό κίνημα υπάρχουν μια σειρά σημαντικά γεγονότα και εξελίξεις που εκτός των άλλων αναδεικνύουν τάσεις προβληματισμού και κριτικής –και εκτός του μ-λ κινήματος- και κατ’ αρχήν από μια επαναστατική σκοπιά ή τουλάχιστον από την πραγματική ανάγκη διαφοροποίησης-απάντησης στη δεξιά στροφή και στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Πολλές και διάφορες οι αποχρώσεις αυτών των τάσεων που στο σύνολό τους δεν έδωσαν απάντηση στο πραγματικό πρόβλημα. Κάποιες δυνάμεις εκφυλίστηκαν σε «στρατιωτικές απαντήσεις», κάποιες άλλες διαμόρφωσαν την «εργατική αυτονομία» με πολλαπλές υποδιαιρέσεις (π.χ. «Δημιουργική Αυτονομία» που διαχωρίστηκε στους «Κύκλους Προλεταριακής Νεολαίας» και στους «Ινδιάνους των Μητροπόλεων» κ.λπ.). Αυτές οι δυνάμεις είναι που –αδυνατώντας να απαντήσουν στο κεντρικό πρόβλημα και από κάποιο σημείο και μετά ξεχνώντας το κιόλας- εγκαινιάζουν τις πρακτικές της κατάληψης των «κοινωνικών κέντρων», τα «προλεταριακά ψώνια», την «εναλλακτική διατροφή» κ.ο.κ. Αυτό το δυναμικό αποτελεί και τον ευρύτερο «ελευθεριακό-αυτόνομο χώρο», στον οποίο οι αναρχικοί προσβλέπουν κάλυψη, συμπόρευση και βέβαια τσιμπολόγημα.
Αν επιχειρούσαμε μ’ έναν γενικό τρόπο να επισημάνουμε τη βασική –ιδεολογική, θεωρητική- διαφορά μεταξύ αυτών των δύο δυνάμεων θα λέγαμε πως το αυτόνομο δυναμικό -έχοντας ξεχάσει το γιατί διαχωρίστηκε και από το ευρωκομμουνιστικό και από το σοβιετόφιλο ρεύμα- επανέφερε τον Προυντόν, χωρίς να χρειαστεί να περάσει απ’ τον Μπακούνιν! Πράγματι, η βασική λογική της αυτονομίας ουσιαστικά συνίσταται στη δημιουργία «εναλλακτικών δομών» εντός του καπιταλισμού, που ενδεχομένως να… αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό. Αυτά ακριβώς δηλαδή που με τις «εταιρείες αλληλοβοήθειας» κήρυττε ο Προυντόν, πριν ο Μπακούνιν τού προσθέσει τη «βίαιη καταστροφή του κράτους».
Έτσι, η συνάντηση των (ηττημένων) αναρχικών με τους αυτόνομους-ελευθεριακούς είχε (και έχει) ισχυρή ιδεολογική-θεωρητική βάση. Γιατί οι ίδιοι οι αναρχικοί –όπως είδαμε- είχαν λιγότερο ή περισσότερο σιωπηρά δει και αποδεχθεί πως ούτε το κράτος μπορούν να «καταστρέψουν» ούτε την αναρχική κοινωνία θα μπορούσαν να είχαν αμέσως μετά. Ουσιαστικά λοιπόν βρέθηκαν και βρίσκονται όλοι μαζί στην κοινή βάση της «αυτοδιαχείρισης», που είναι ίσως έπαινος να την πει κανείς ρεφορμισμό, στο βαθμό που δεν αφορά καν τη διαμόρφωση ρεφορμιστικών στόχων για τη νεολαία ή τους εργαζόμενους, αλλά την αυτοδιαχείριση της δικιάς τους πολιτικής υπόστασης.
Όπως είναι φυσικό, στη διαδρομή αυτού του δυναμικού που συμπλέχτηκε και διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του ’60 –διαδρομή αποσυγκρότησης και ήττας συνολικά για το κίνημα- υπήρξαν και άλλες «συναντήσεις». Μια περίπτωση ήταν ο Πανεκούκ (1873-1960), που, ξεκινώντας από τις περιπέτειες της Β’ Διεθνούς, πέρασε γρήγορα στη δεκαετία του 1920 στην καταγγελία της Σ.Ε. ως «καπιταλιστικής», για να καταλήξει στην άρνηση της αναγκαιότητας του κόμματος και στη θεωρία του «συμβουλιακού κομμουνισμού». Αλλά και αυτήν πρόλαβε να την «αποκαθάρει» περισσότερο και να τη μετατρέψει σε «συμβουλιακή ιδεολογία», όπως εξάλλου και την επανάσταση που την αντικατέστησε με μια «μαζική δημοκρατική διαδικασία». Έτσι σήμερα έχει τις προδιαγραφές για να αποτελέσει και αυτός μια αναφορά των α/α ομάδων.
Μια άλλη περίπτωση –ιδιαίτερα χαρακτηριστική για την όλη διαδρομή και διαμόρφωση του σημερινού δυναμικού των α/α ομάδων- είναι ο Μάρεϊ Μπούκτσιν (1921-2006). Αντίθετος ήδη από τα 18 του στο σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, αλλά και σχετικά γρήγορα «απογοητευμένος τροτσκιστής» -όπως αναφέρουν οι οπαδοί του- υιοθέτησε τις θεωρητικές παραδοχές των αναρχικών-αντιεξουσιαστών. Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο του ήταν ότι αντιλήφθηκε τη «θεωρητική φτώχεια» που αυτές είχαν και έσπευσε να τις εμπλουτίσει με τη θεωρία της «κοινωνικής οικολογίας» και με αντίστοιχο πολιτικό περιεχόμενο τον «ελευθεριακό κοινοτισμό». Αυτόν τον έκανε και πράξη με το «Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας» που όχι μόνο έδινε πτυχιακούς και μεταπτυχιακούς τίτλους, αλλά εφάρμοζε και την «ελευθεριακή εκπαίδευση» σε μια «καταπράσινη πλαγιά που περιτριγυριζόταν από λίμνες και με λίγη τύχη μπορούσες να συναντήσεις κάποιο ελάφι…». Προς άρση πάντως πιθανόν «παρεξηγήσεων», ο ελευθεριακός κοινοτισμός προτάθηκε από τον Μπούκτσιν γιατί δεν ήθελε «η γη, τα εργοστάσια να ελέγχονται από το κράτος-έθνος, αλλά ούτε από τους εργάτες-παραγωγούς», γιατί αυτοί οι τελευταίοι θα μπορούσαν «να αναπτύξουν ένα ιδιοκτησιακό συμφέρον μέσα σ’ αυτά…» όπως ο ίδιος έσπευδε να επισημάνει…
Τέλος, μια τρίτη περίπτωση συνάντησης και αναφοράς για τους αυτόνομους-ελευθεριακούς είναι ο «δικός μας» Καστοριάδης (1922-1997). Παρουσίασε και αυτός από νωρίς τα ίδια αντικομμουνιστικά πλεονεκτήματα με τον Μπούκτσιν, βέβαια όχι στις ΗΠΑ, αλλά στην Ελλάδα του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Π.χ. κατήγγειλε το Δεκέμβρη του ’44 ως «πραξικόπημα του ΚΚΕ»(!!!) και, αφού έκανε και αυτός την απαραίτητη τροτσκιστική θητεία, άνοιξε τα πανιά του στο πέλαγος της υπηρεσίας του ιμπεριαλισμού της Δύσης. Υπηρεσία που την πρόσφερε με πολλούς τρόπους: ως διευθυντικό στέλεχος του ΟΟΣΑ (από το 1948 ως το 1970), με τις πολιτικές του θέσεις (π.χ. υποστήριξη της αμερικανονατοϊκής επιδρομής στον Περσικό το 1991), με τις σταθερές διακηρύξεις υπέρ των δυτικών «φιλελεύθερων ολιγαρχιών» έναντι των «ολοκληρωτικών γραφειοκρατιών» της Ανατολής και με όλο το θεωρητικό του έργο (π.χ. «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας», η ανακάλυψη στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία των «σπερμάτων ενός προτάγματος κοινωνικής αυτοθέσμισης και αυτονομίας» κ.λπ.). Δίκαια λοιπόν η εφημερίδα Le Monde ανήγγειλε πρωτοσέλιδα το θάνατο του «επαναστάτη-αντιμαρξιστή», η Ιταλική Republica με τον τίτλο «ο φιλόσοφος που αψήφησε το Κρεμλίνο» και στην Ελλάδα ο αστικός κόσμος τον εγκωμίασε ως «εθνικό κεφάλαιο». Άδικα παραπονιέται και στρέφεται ενάντια σε όλα αυτά τα εγκώμια ο Τ. Φωτόπουλος («Περιεκτική Δημοκρατία») που προφανώς ήθελε μόνος αυτός να εξυμνεί τον Καστοριάδη λέγοντας πως «το έργο του συνιστά βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος» και ότι «η συμβολή του στην αυτόνομη δημοκρατική παράδοση υπήρξε αποφασιστική».
ΜΕΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ
Είναι περίπου αδύνατο να αναφερθεί κανείς στις θέσεις και στις επιλογές όλων των σημερινών ομάδων του χώρου της αναρχίας-αυτονομίας και μάλιστα σε αναφορά με το σύνολο των κινηματικών και πολιτικών γεγονότων των τελευταίων χρόνων. Από γενική άποψη, αυτό το 'χουμε ήδη κάνει με όσα αναφέρουμε στις προηγούμενες σελίδες, καθώς όλες οι θέσεις και οι επιλογές του χώρου βρίσκονται στο πλαίσιο των αντιλήψεων που έχουμε αναφέρει. Οι αποχρώσεις και οι αποκλίσεις που εμφανίζονται δεν φεύγουν απ’ το γενικό πλαίσιο, απλώς αναδεικνύουν κατά περίπτωση πιο οξυμένα αυτή ή την άλλη αντίφαση, αυτό ή το άλλο αδιέξοδο. Ωστόσο θα επιχειρήσουμε μια εντελώς «δειγματοληπτική» αναφορά σε συγκεκριμένες θέσεις-στάσεις, συγκεκριμένων ομάδων, σε κάποια ζητήματα. Μια τέτοια προσπάθεια έχει μια συγκεκριμένη σημασία. Μπορεί να δείξει για συγκεκριμένα ζητήματα –που ο καθένας έχει ζήσει και άρα τα ελέγχει καλύτερα- στις σημερινές συνθήκες πώς εκφράζεται το γενικότερο πλαίσιο αντιλήψεων του χώρου, πώς από αυτό προκύπτουν –ανεξάρτητα από προθέσεις- οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα που αναφέραμε. «Ομολογούμε» ταυτόχρονα ότι δεν είχαμε κανένα ιδιαίτερο κριτήριο επιλογής για τα παραδείγματα με τα οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω, ανάμεσα στα δεκάδες άλλα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το έκτο τεύχος του περιοδικού «το Κιβώτιο», που επιχειρεί –αντιπαρατιθέμενο σε αυτούς που «παίζουν στο δρόμο με μολότωφ»- έναν απολογισμό του φοιτητικού ξεσηκωμού το Μάη-Ιούνη του 2006, παραθέτοντας μερικά αποσπάσματα από αυτό:
«Η δημιουργία κάποιων “ελεύθερων πανεπιστημίων” με την εφαρμγή ριζοσπαστικών προγραμμάτων σπουδών και με αυτοδιαχειριστική λειτουργία ήταν το σημαντικότερο αποτέλεσμα των αγώνων των ριζοσπαστών φοιτητών μέσα στις σχολές. Η συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων (“συνδιαχείριση”) και ο περιορισμός της καθηγητικής εξουσίας, η παροχή δωρεάν συγγραμμάτων και η μερική χορήγηση στέγης και σίτισης, το δικαίωμα πρόσβασης στην ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης και μελών των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων, ήταν μερικά από τα δευτερεύοντα αποτελέσματα αυτών των αγώνων, όπως εκφράστηκαν μέσα από τη “δικαίωση” των αιτημάτων της αριστεράς.»
Το κομμάτι αυτό, παρ' όλο που αναφέρεται σε αποτελέσματα αγώνων προηγούμενων περιόδων –όπως «Το Κιβώτιο» τα εκτιμά-, προϊδεάζει και για τη συνέχεια. Είναι τα «ελεύθερα πανεπιστήμια» με την «αυτοδιαχειριστική τους λειτουργία» το «σημαντικότερο αποτέλεσμα» των αγώνων! Οι «νησίδες αυτοδιαχειριστικής ελευθερίας» είναι λοιπόν το κεντρικό ζητούμενο των αγώνων; Κι ας έχουν γράψει μόλις μερικές σειρές πριν πως «η ανατροπή της καπιταλιστικής εκπαίδευσης και δημιουργία ενός νέου θεσμού ριζικά διαφορετικού δεν μπορεί παρά να πηγαίνει χέρι με χέρι με την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνικής θέσμισης». Φαίνεται πως η «άλλη κοινωνική θέσμιση» καθόλου δεν είναι η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, με την εργατική τάξη στην εξουσία, μετά την επαναστατική ανατροπή. Μάλλον είναι κάτι σαν τα προτάγματα της «Περιεκτικής Δημοκρατίας» που προβλέπει «δημοτικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν έξω από την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς», αλλά θα «συμβιώνουν αναγκαστικά με τον καπιταλισμό»! Κάπου γύρω από αυτό θα υπάρχει και το «ελεύθερο πανεπιστήμιο» κι έτσι ο Προυντόν, ο Καστοριάδης και ο Μπούκτσιν θα διαψεύσουν την… καπιταλιστική πραγματικότητα και την –αμείλικτη- καθολική πολιτική και οικονομική κυριαρχία της. Αξιοπρόσεκτο -και αναμενόμενο- στο κομμάτι αυτό είναι επίσης το πώς η «συνδιοίκηση» εντάσσεται στα θετικά των κατακτήσεων και μάλιστα πριν από τα δωρεάν συγγράμματα, στέγη, σίτιση, μιας και αποτελεί «περιορισμό της καθηγητικής εξουσίας» και προφανώς –μικρό έστω- βήμα προς την «αυτοδιαχειριστική λειτουργία»! Άραγε έχουν υπόψη τους το ρόλο και το έργο των τμημάτων (τα τελευταία 27 χρόνια) που είναι «συνδιοικητικά»;
Ας προχωρήσουμε όμως στις εκτιμήσεις που «το Κιβώτιο» διατυπώνει για τον αγώνα του Μάη-Ιούνη του 2006: «Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δημιούργησαν ανοιχτά συντονιστικά κατάληψης στις σχολές τους, που σε γενικές γραμμές λειτούργησαν με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο. Όπου ο συσχετισμός μέσα στις σχολές ήταν υπέρ των “ανένταχτων” φοιτητών και κατά των οργανωμένων φοιτητικών παραρτημάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όπου δηλαδή απουσίαζαν οι συνδικαλιστικοί ιμάντες μεταβίβασης της κεντρικής γραμμής, οι διαδικασίες αυτές κατάφεραν να λειτουργούν με περισσότερο αμεσοδημοκρατικό τρόπο και παράλληλα να βάζουν γενικότερα ζητήματα επεξεργασίας και συζήτησης που ξέφευγαν από τη μιζέρια της υπεράσπισης της κρατικά εγγυημένης εκπαίδευσης.»
Στο κομμάτι αυτό «το Κιβώτιο» παρουσιάζει ως βασικό πρόβλημα που περιόρισε την κινητοποίηση την «κυριαρχία της κεντρικής συνδικαλιστικής γραμμής» έναντι της «αμεσοδημοκρατικής λειτουργίας». Ουσιαστικά λέει έναν κενό λόγο, μπερδεύοντας τη μορφή με το περιεχόμενο. Γιατί, τελικά, αν ήταν αλλιώς ο συσχετισμός –όπως προφανώς θα τον ήθελε «το Κιβώτιο»- με ισχυρή και εκτεταμένη στις σχολές την παρουσία υπέρ των «ανένταχτων φοιτητών», σε τι πάνω απ’ όλα θα συνίστατο αυτή η παρουσία; Μα ακριβώς σε μια «κεντρική γραμμή» που θα είχαν και θα πάλευαν πιο αποτελεσματικά αυτοί οι «ανένταχτοι φοιτητές» (θυμηθείτε τον Ένγκελς: «αυτοί οι κύριοι νομίζουν ότι με το να αλλάζουν τα ονόματα των πραγμάτων αλλάζουν τα πράγματα τα ίδια»). Άρα οι «ανένταχτοι φοιτητές» δεν θα ήταν «ανένταχτοι» στο βαθμό που συντονισμένα και συγκροτημένα θα πάλευαν για τα ίδια πράγματα, θα «εντάσσονταν» στην ίδια κατεύθυνση πάλης. Και αυτό βέβαια δεν αλλάζει ούτε όταν η κατεύθυνση πάλης περιλαμβάνει περισσότερο από έναν στόχους και υλοποιείται με διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες της σχολής, της συγκυρίας κ.λπ. κ.λπ. Αυτό λοιπόν το κεντρικό ζήτημα που η αυτόνομη αντίληψη και δυνάμεις θέτουν πάντα και παντού ως το πρόβλημα των προβλημάτων, δηλαδή η μη υλοποίηση της «αμεσοδημοκρατίας», είναι από μόνο του ένα απόλυτο τίποτα! Γιατί όμως τέτοια κενολογία; Η απάντηση βρίσκεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν:
«Το γεγονός ότι η κινητοποίηση δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον ορίζοντα της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιδεολογική κυριάρχηση της αριστεράς (κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής) στο περιεχόμενο της διαμαρτυρίας. Μια αριστερά απόλυτα προσαρμοσμένη στο πολιτικό παιχνίδι του καπιταλιστικού κόσμου και άρα ανίκανη -και χωρίς τη θέληση- να ερμηνεύσει τη σημερινή πραγματικότητα και να προτείνει οποιοδήποτε σχέδιο για την αλλαγή αυτού του κόσμου, πέρα από την υπεράσπιση «του δημόσιου και δωρεάν» χαρακτήρα της κρατικής εκπαίδευσης. Αυτός άλλωστε είναι ο πραγματικός της ρόλος: ο εξανθρωπισμός του συστήματος, στόχος που πιστεύει ότι μπορεί να περάσει μέσα από την ισχυροποίησή της […]
Πράγματι, αν μέναμε στα παραπάνω θα λέγαμε τη μισή αλήθεια. Οι άνθρωποι, οι φοιτητές στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρόβατα να καθοδηγούνται από μειοψηφίες, αριστερές ή δεξιές, όσο και αν η παραδοσιακή αριστεροαναρχική αντίληψη τους αντιμετωπίζει έτσι. Οι φοιτητές-τριες κινητοποιήθηκαν από συμφέροντα και επιθυμίες […] Αν λοιπόν ήθελαν θα αναζητούσαν κάτι περισσότερο από “δημόσια-δωρεάν παιδεία” ή “διασφάλιση του πτυχίου” και “δουλειά”. Αν οι φοιτητές-τριες ήθελαν, οι αριστεροί γραφειοκρατίσκοι των αμφιθεάτρων καθώς και οι αναρχικοί εργολάβοι της εξέγερσης δεν θα είχαν κανένα ρόλο στην κινητοποίησή τους. Με άλλα λόγια, η έλλειψη πολιτικής πείρας εξηγεί κάποια πράγματα, αλλά αφήνει ανερμήνευτα κάποια άλλα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών δεν πήγε πουθενά αλλού, δεν αμφισβήτησε δηλαδή συνολικά το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής γνώσης, όπως και το ίδιο το σύστημα του καταμερισμού εργασίας, όπως το έκαναν παλιότερες γενιές, επειδή δεν επιθυμούσε να αμφισβητήσει αυτό το πράγμα […]
Πράγματι, αν μέναμε στα παραπάνω θα λέγαμε τη μισή αλήθεια. Οι άνθρωποι, οι φοιτητές στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρόβατα να καθοδηγούνται από μειοψηφίες, αριστερές ή δεξιές, όσο και αν η παραδοσιακή αριστεροαναρχική αντίληψη τους αντιμετωπίζει έτσι. Οι φοιτητές-τριες κινητοποιήθηκαν από συμφέροντα και επιθυμίες […] Αν λοιπόν ήθελαν θα αναζητούσαν κάτι περισσότερο από “δημόσια-δωρεάν παιδεία” ή “διασφάλιση του πτυχίου” και “δουλειά”. Αν οι φοιτητές-τριες ήθελαν, οι αριστεροί γραφειοκρατίσκοι των αμφιθεάτρων καθώς και οι αναρχικοί εργολάβοι της εξέγερσης δεν θα είχαν κανένα ρόλο στην κινητοποίησή τους. Με άλλα λόγια, η έλλειψη πολιτικής πείρας εξηγεί κάποια πράγματα, αλλά αφήνει ανερμήνευτα κάποια άλλα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών δεν πήγε πουθενά αλλού, δεν αμφισβήτησε δηλαδή συνολικά το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής γνώσης, όπως και το ίδιο το σύστημα του καταμερισμού εργασίας, όπως το έκαναν παλιότερες γενιές, επειδή δεν επιθυμούσε να αμφισβητήσει αυτό το πράγμα […]
Με αυτήν την έννοια το στοίχημα δημιουργίας μιας νέας κοινότητας συμφερόντων και επιθυμιών των φοιτητών με τους άλλους εκμεταλλευόμενους, που θα συντρίβει στην πράξη κάθε συντεχνιακό περιεχόμενο αμφισβήτησης και κάθε γραφειοκρατική μορφή οργάνωσης του αγώνα, στοίχημα που θα πρέπει να περάσει αναγκαστικά πάνω από το πτώμα κάθε διαμεσολάβησης, παραμένει ανοιχτό. Αυτό ας γίνει συνείδηση σε όλους αυτούς τους φοιτητές που επιθυμούν περισσότερα πράγματα από την απόσυρση ενός νομοσχεδίου και μέχρι τώρα σέρνονταν πίσω από την ουρά της αριστεράς ή σπαταλούσαν χρόνο μόνο για την καλύτερη οργάνωση της σύγκρουσης με τους μπάτσους.»
Εδώ «το Κιβώτιο» υπερασπίζεται τις πολιτικές αντιλήψεις-θέσεις αυτών που θεωρεί ότι αντιστρατεύεται, χωρίς προφανώς να το καταλαβαίνει! Απαξιώνοντας πλήρως τα αιτήματα για «δημόσια-δωρεάν παιδεία», για «διασφάλιση πτυχίου» και «δουλειά», που αποτελούσαν τους πραγματικούς όρους κίνησης της φοιτητικής μάζας. Θεωρώντας πως –σήμερα!- αυτά βρίσκονται μέσα στον «ορίζοντα της σοσιαλδημοκρατίας». Τελικά και πάνω απ’ όλα, «ξεχνώντας» πως το αίτημα που συγκρότησε και ανέδειξε το κίνημα ήταν το «ΚΑΤΩ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΛΑΙΣΙΟ», ξεχνώντας το τόσο όσο το προβοκάρισε από την αρχή το ΚΚΕ και το «ξέχασαν» ο ΣΥΝ και τα ΕΑΑΚ, στην αρχή διακριτικά και στο τέλος πολύ πολύ καθαρά! Στην ουσία «το Κιβώτιο» συντάσσεται με τις αντιλήψεις αυτών ακριβώς των δυνάμεων που στον α’ ή β’ βαθμό κριτικάρισαν έντονα (και χυδαία) τη νεολαία ακριβώς γιατί δεν «αναζητούσε κάτι περισσότερο» από αυτά τα «ταπεινά». Δεν «αναζητούσε» τη «λαϊκή εξουσία» του ΚΚΕ (γι’ αυτό το κίνημα ήταν «ΠΑΣΟΚικό», έλεγε η Παπαρήγα, όπως και «το Κιβώτιο»). Δεν αναζητούσαν την «οικονομία των αναγκών», που σερβίρει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και τη χάρτα της «απελευθερωτικής παιδείας» των ΕΑΑΚ! Επέμεναν στα «ταπεινά» τους, που συγκροτούσαν στις δοσμένες συνθήκες πολιτικό μέτωπο απέναντι στο σύστημα και αποτελούσαν έκφραση της ταξικής αντιπαράθεσης με κρίσιμα διακυβεύματα για το κίνημα απ’ τη μια και το σύστημα απ’ την άλλη.
Να λοιπόν γιατί η διαφοροποίηση που θέτει «το Κιβώτιο» αρχίζει και τελειώνει στην «αμεσοδημοκρατική» του γκρίνια. Έχοντας αρνηθεί πολιτικό ρόλο στο κίνημα της νεολαίας, έχοντας αρνηθεί γενικά τον πολιτικό αγώνα, την οργάνωση του κινήματος και των συλλόγων του, με πυρήνα τη λογική της «αυτοδιαχείρισης» που είναι πιο ευθέως ομολογημένος ρεφορμισμός, φτάνει να κάνει κριτική από τα δεξιά στους πιο κλασικούς εκπροσώπους του ρεφορμισμού. Και στο τέλος να τα βάζει με τους ίδιους τους φοιτητές και τον αγώνα τους, σχεδόν όμοια με τους δεξιούς και επίσημους αναλυτές των ΜΜΕ, καταγγέλλοντάς τους για «συντεχνιακό περιεχόμενο αμφισβήτησης», αφού δεν «επιθυμούν περισσότερα πράγματα από την απόσυρση ενός νομοσχεδίου…» και δεν συμμερίζονται τις δικές του θέσεις αμφισβήτησης «συνολικά… της καπιταλιστικής γνώσης… και το σύστημα καταμερισμού εργασίας…».
Ακόμα πιο ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά είναι τα όσα γράφτηκαν –και οι επιλογές που έγιναν- από το χώρο των α/α ομάδων για την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Καθώς στο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν χωράει μια αναλυτική παρουσίαση, θα καταθέσουμε μια γενική επισήμανση και ελάχιστα χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Ξεκινώντας από την επισήμανση, θα λέγαμε ότι προφανώς το σύνολο του δυναμικού αυτού θεωρεί ότι ο Δεκέμβρης ήταν «η απόλυτη δικαίωσή του», στο βαθμό που ξεπέρασε κάθε οργανωμένη αριστερή δύναμη, ήταν «αδιαμεσολάβητος» και «γκρέμισε κάθε κανονικότητα». Ήταν, με άλλα λόγια, Η ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ της άποψής τους. Προσπερνώντας πολλές απαντήσεις που πρέπει να δοθούν σε σχέση με όλα αυτά, θα σταθούμε σε ένα βασικά ζήτημα: Όσο αιφνιδίασε οποιαδήποτε άλλη δύναμη που αναφέρεται στο κίνημα άλλο τόσο και περισσότερο ο Δεκέμβρης αιφνιδίασε τις α/α ομάδες. Γιατί δεν συνιστά προετοιμασία και ετοιμότητα για το Δεκέμβρη η πάγια επίκληση της «ανάγκης για εξέγερση», που μάλιστα συνοδεύεται από τις διαπιστώσεις για τον «κόσμο που βρίσκεται στα κλουβιά του» και άρα δεν καταλαβαίνει και δεν υιοθετεί το εγερτήριο σάλπισμα του α/α χώρου. Πολύ περισσότερο, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς –με βάση την υπόθεση εργασίας ότι ήταν μια «δικιά τους» εξέγερση- ως πού τον πήγαν το Δεκέμβρη; Φυσικά το ερώτημα δεν είναι σωστό γιατί πριν απ’ όλα αδικεί τον ίδιο το Δεκέμβρη, δηλαδή τους χιλιάδες νέους, εργαζόμενους, μετανάστες που βγήκαν στους δρόμους και αγωνίστηκαν, ψάχνοντας να ορίσουν τους αντιπάλους τους και τους δρόμους της πάλης που έχουν μπροστά τους. Ωστόσο το θέτουμε μόνο και μόνο σαν έναν τρόπο για να δείξουμε πως κι αν ακόμα υποθέταμε ότι ο Δεκέμβρης ήταν η πραγμάτωση των α/α αντιλήψεων, ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΤΙ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΥΝ! Δεν είχαν ουσιαστικά άποψη ούτε για το από πού ερχόταν ο ξεσηκωμός αυτός, ούτε τι μπορεί να παλέψει και να διεκδικήσει, ούτε τι μπορεί να δημιουργήσει.
Η συμμετοχή τους σε αυτόν ήταν μια εξαιρετικά αποκαλυπτική φωτογραφία της πολιτικής τους φτώχειας, του πιο κοντόθωρου αυθορμητισμού που στις πιο πολλές περιπτώσεις λειτούργησε πολιτικά, αλλά και πρακτικά, σε βάρος της διεύρυνσης του ξεσηκωμού, σε βάρος της προοπτικής του από κάθε άποψη. Ο «μέσος όρος» των τοποθετήσεών τους, όταν αυτές υπήρχαν, άρχιζε και τελείωνε με τη βουλησιαρχία, με την ανακήρυξη του «πάθους» ως κινητήριας δύναμης της ταξικής πάλης.
«Για τους αναρχικούς η κοινωνική εξέγερση είναι ένας σημαντικός σταθμός. Υπενθυμίζει στους ανθρώπους τη σημασία της δράσης ενάντια σε κράτη, θεσμούς, μηχανισμούς και στηρίγματα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Αναζωπυρώνει το πάθος για έναν κόσμο λεύτερο. Αυτό το πάθος, η αψηφισιά στην κρατική βία, η επιμονή, η διάρκεια, η καταστροφικότητα είναι που έδειξαν πως κάθε ένας είχε άπειρους λόγους να δράσει. Και περισσότερο απ’ όλους οι πλέον στερημένοι και κατατρεγμένοι που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους μετανάστες. Ιδιαίτερα οι τελευταίοι έδωσαν το παρών συνθέτοντας μια πρωτόγνωρη για τον ελλαδικό χώρο πραγματικότητα. Άλλωστε, θα ήταν ντροπή, ιδιαίτερα για τους τελευταίους, να μην ξεσηκωθούν, να κάψουν, να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν κάποια ψίχουλα από τον τεράστιο πλούτο που βρίσκεται γύρω τους.» (Συσπείρωση Αναρχικών)
«Υπάρχει μόνο η εξάπλωση της οργής, η όξυνση των απαντήσεων που δίνονται στους δρόμους, η επιθυμία μας η κοινωνική-ταξική οργή να στραφεί συνολικά και ανατρεπτικά ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα και τις εξουσιαστικές σχέσεις πάνω στις οποίες δομείται η καταπιεστική πραγματικότητα που όλοι αντιλαμβανόμαστε.» (Ανακοίνωση Κατάληψης ΑΣΟΕΕ)
«Κι αν εκείνες τις μέρες του Δεκέμβρη αγγίξαμε τα όνειρά μας, ζώντας λίγη από τη μαγεία τους, είναι βέβαιο ότι την επομένη σκοπεύουμε να τα αρπάξουμε και να γίνουμε ένα μαζί τους. Και φυσικά, ως τότε δεν θα περιμένουμε. Μιας και πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχιση μιας κοινής ιστορίας. Μιας ιστορικής διαδρομής, ενός κοινού αργαλειού από το παρελθόν που υφαίνει ακατάπαυστα, με τα νήματα μιας σειράς κοινωνικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων, τα κομμάτια ενός κοινού υφαντού. Και που πρέπει να εκπληρώσει σύντομα το σκοπό του. Πριν προλάβει αυτός ο πολιτισμός να μας συμπαρασύρει στο βέβαιο της καταστροφής του […]
Να παραμείνουμε ζωντανοί και να κάνουμε το βήμα απέναντι σε αυτό που μπορεί να μας προστάξει, τρομάξει, περιορίσει, καταναλώσει, βιάσει. Ας περπατήσουμε σε μια λεπτή και μαγική γραμμή. Εξάλλου, το ξέρεις. Είμαστε όλοι παίκτες στο ίδιο παιχνίδι, όπου πραγματικοί θεατές δεν υπάρχουν.» (ΡΕΣΑΛΤΟ)
Όλα λοιπόν μπορούν να γίνουν με το «πάθος» και την «εξάπλωση της οργής»! Ακόμη και η «ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος» και εν γένει των «εξουσιαστικών σχέσεων». Είναι τόσο ισχυρό το «πάθος», που αρκεί να το επικαλεστούμε, να ρίξουμε και το σύνθημα της «εξέγερσης» και τότε οι μάζες «οφείλουν» να 'ρθουν να μας βρουν στις καταλήψεις μας, για να πραγματώσουμε τα όνειρά μας. Αν παρ' όλα αυτά δεν τα πραγματώσουμε… τελείως, δεν πειράζει, τα «αγγίξαμε» και περιμένουμε την «επόμενη φορά» για να «γίνουμε ένα μαζί τους».
Ή μάλλον δεν θα περιμένουμε! Αλλά θα «περπατάμε σε μια λεπτή μαγική γραμμή». Αλλά γιατί είναι «λεπτή» και όχι πλατιά η γραμμή; Γιατί είναι «μαγική» και όχι πραγματική; Δεν τα βάζουμε με τις λογοτεχνικές επιδόσεις των συντακτών! Αλλά καθώς πρόκειται για πολιτικό κείμενο, οι προσδιορισμοί –έστω έμμεσα- αποδίδουν την άποψη των συντακτών τους για την ιστορία και την «ιστορική διαδρομή». Των αναρχικών και όχι του κινήματος. Των απόψεών τους και όχι των μαζών. Της γραμμής που βρίσκεται στο περιθώριο των πραγματικών και μεγάλων αντιθέσεων, κινήσεων, κινημάτων. Και που πριν απ’ όλα δεν θέλει ούτε μπορεί να ερμηνεύσει και να μετασχηματίσει αυτές τις αντιθέσεις, αυτές τις κινήσεις σε επαναστατική ανατροπή και στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας. Γι’ αυτό κιόλας αρκεί «να μείνουμε ζωντανοί», να αναπαραχθούμε. Με βάση αυτά γνωρίζουμε ότι είναι «πολύ» -έξω από τη «φύση» και τα πολιτικά όρια αυτών των απόψεων- να θέσουμε ερωτήματα για το ποιοι πολιτικοί στόχοι θα ήταν αυτοί που θα «διεύρυναν» το Δεκέμβρη ή για το ποιοι στόχοι πρέπει να τεθούν σήμερα στο λαό και στη νεολαία ώστε να προετοιμαστούν νέοι αγώνες, ώστε να διεκδικηθούν νίκες, ώστε να συγκροτείται ένα κίνημα που πραγματικά να κινείται στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής.
Εξάλλου, και μέσα στο Δεκέμβρη όποιες ομάδες του χώρου επιδίωξαν να μιλήσουν πιο συγκεκριμένα και πολιτικά, να υπερβούν τη «λογική» τού «εδώ και τώρα όλα κάτω», μάλλον αυτό που κατάφεραν ήταν να δείξουν με πιο πολιτικούς όρους τα αδιέξοδα του χώρου. Ας δούμε δύο τελευταία παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την «Πρωτοβουλία Αυτόνομων Κέρκυρας», που η ανακοίνωσή της με τίτλο «Από την άμεση δράση (100), να περάσουμε στην άμεση δημοκρατία (10000000)» της 29/12/08, καταλήγει στο ακόλουθο πολιτικό διά ταύτα:
«Η ανάγκη της δημιουργίας νέων θεσμών είναι επιτακτική. Η ένδεια του καθεστώτος και των εκπροσώπων του, η αδυναμία τους να κατανοήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης μάλλον συρρικνώνει το ενδεχόμενο να προβούν σε υποχωρήσεις, σε δημιουργική σύνθεση, “αφομοίωση”, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μια νέα ισορροπία. Η παρακμή του καθεστώτος έχει φτάσει σε σημείο τέτοιο, που έχει καταστεί πλέον ανίκανο ακόμη και να παράγει διαχειριστές του στοιχειωδώς διορατικούς και σώφρονες, ώστε να επιτύχουν τη συνέχισή του ως έχει. Επομένως, ακόμη και στο πιθανό ενδεχόμενο κατά το οποίο η παρούσα κινητικότητα ατονήσει, εξακολουθούμε να μένουμε με δύο επιλογές: μπορούμε είτε να αφεθούμε να συμπαρασυρθούμε από την επερχόμενη κατολίσθηση που θα προξενήσει η κατάρρευση της παρηκμασμένης υφιστάμενης κοινωνικής θέσμισης, η οποία, επιδιώκοντας την επιβολή του «ορθολογικού ελέγχου», δημιουργεί καταστάσεις που διαφεύγουν από το στοιχειώδη έλεγχο (π.χ. οικονομική, οικολογική κρίση) ή να εργαστούμε στην κατεύθυνση μιας νέου είδους κοινωνικής θέσμισης. Τώρα, ναι, έχουμε κρίση…».
Ακόμα και αν προσπεράσουμε τις υποδείξεις προς το σύστημα («να προβούν σε υποχωρήσεις, σε δημιουργική σύνθεση, “αφομοίωση”, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μια νέα ισορροπία») (!!!) που είναι η πρώτη «συρρικνωμένη» ελπίδα της «Πρωτοβουλίας», δεν μπορεί παρά να αναρωτηθούμε ποιοι είναι οι «νέοι θεσμοί» που «επιτακτικά» πρέπει να δημιουργηθούν – χωρίς να ξεχνάμε πως όλα αυτά λέγονται σαν συμπέρασμα της έκρηξης του Δεκέμβρη. Την απάντηση λοιπόν για τη «νέα θέσμιση» την έχει δώσει σε προηγούμενες παραγράφους η ίδια ανακοίνωση. Να από τι πρέπει να εμπνευστούμε, αλλά και τι να «καταραστούμε»:
«Ας ανατρέξουμε για λίγο στο παρελθόν. Στην αρχαία Αθήνα ως αφετηρία όπου για πρώτη φορά έχουμε μια κοινότητα, η οποία αναγνωρίζει τους θεσμούς της και τους νόμους της ως δημιουργήματα δικά της. Έχουμε τη διάρρηξη της κλειστότητας, την ανάδυση της δημοκρατίας. Η άμεση δημοκρατία –η δημοκρατία σκέτο, μόνο άμεση μπορεί να είναι η δημοκρατία και οτιδήποτε άλλο αποτελεί απάτη– εν συνεχεία επανεμφανίζεται. Σπέρματά της συναντούμε στις κορυφαίες εκφάνσεις του εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Από την κομμούνα των Παρισίων, στα σοβιέτ, προτού το οκτωβριανό πραξικόπημα των μπολσεβίκων τα καταστρέψει, ως την ισπανική επανάσταση. Πρόκειται για παραδείγματα που μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και, ασφαλώς, όχι πρότυπα προς αντιγραφή.»
Τον χυδαίο αστικό αντικομμουνισμό δεν θα τον σχολιάσουμε. Αλλά γιατί τονίζεται ότι η αρχαία Αθήνα… αναγνωρίζει τους θεσμούς της και τους νόμους της ως δημιουργήματα δικά της; Μήπως η καπιταλιστική κοινωνία –π.χ. στη σημερινή Ελλάδα- δεν αναγνωρίζει ως «δικούς της» τους θεσμούς, τους νόμους, τις λειτουργίες της; Ακόμη καλύτερα, δεν είναι δικά της όλα αυτά; Ποια είναι η ουσία της «ετερονομίας» που σήμερα υφίσταται, αλλά δεν υπήρχε στην αρχαία Αθήνα; Δεν αναγνωρίζει σήμερα η αστική τάξη ως δικιά της την κοινωνία και την κάθε πτυχή της; Το πολύ που θέτει αυτή η κριτική είναι η αναζήτηση μιας πιο εύρυθμης αστικής κοινωνίας, που θα «αφομοιώνει» πιο αποτελεσματικά τις αντιφάσεις της, θα καταφέρνει μια πιο «δημιουργική σύνθεση» των ακροτήτων της. Γι’ αυτό ακριβώς και οι υποδείξεις στο σύστημα, γι’ αυτό ακριβώς και η «δυνατότητα» εντός της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας να οικοδομηθούν «νέοι θεσμοί», που θα φέρουν –μέσα σ’ αυτήν- την πολυπόθητη «ισορροπία». Γι’ αυτό και είναι «πραξικόπημα» η επανάσταση των μπολσεβίκων που επιδίωξαν την επαναστατική ανατροπή και όχι τις «θεσμίσεις» εντός του καπιταλισμού. Αλλά μιας και φτάσαμε σε τέτοιο «βάθος», καλό είναι οι… επαναστατούντες νέοι να ξέρουν και κάτι παραπάνω:
«Γιατί είναι τόσο σπάνιες οι στιγμές εκείνες στη διάρκεια της ιστορίας, κατά τις οποίες οι κοινωνίες έρχονται στο προσκήνιο και ασκούν πραγματική πολιτική; Η απάντηση που δίδεται στο ερώτημα αυτό από τον ίδιο τον Καστοριάδη είναι ότι, αντίθετα με τα όσα ισχυρίζονταν η οντολογία του συνόλου σχεδόν των παραδοσιακών επαναστατικών κινημάτων, η ετερονομία είναι πολύ πιο συμβατή με την ανθρώπινη φύση από ό,τι η αυτονομία. Οι κοινωνίες οι βασιζόμενες στις αρχές των προνομίων και της ανισότητας ανταποκρίνονται καλύτερα στον πρωταρχικό πυρήνα αποκλειστικότητας που διέπει τα ανθρώπινα όντα. Παρ' όλα αυτά, παραδείγματα στην ιστορία από την αρχαία Αθήνα ως την κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία το '36 δείχνουν ότι ο πυρήνας αυτός δεν είναι μη αναστρέψιμος.» (Εισήγηση της Πρωτοβουλίας Αυτόνομων Κέρκυρας, σε εκδήλωση για τον Καστοριάδη, 21/3/2007). Να μην το ζορίζουμε πολύ δηλαδή! «Κανένα από τα πέντε δάχτυλα δεν είναι ίσα», έλεγαν παλιά οι παπάδες στο κατηχητικό. «Η ετερονομία είναι πολύ πιο συμβατή με την ανθρώπινη φύση από ό,τι η αυτονομία» αναπαράγει σε λόγιο ύφος ο μέγιστος Κορνήλιος. Ως εκ τούτου, ας δεχθούμε ως «ανθρώπινη φύση» την ανισότητα, την εκμετάλλευση, την καταπίεση στην κοινωνία. Αν παρ' όλα αυτά –επειδή οι νέοι κάνουν και… Δεκέμβρηδες- ξεσπάσετε, να ξέρετε: «μακριά από τους κομμουνιστές», γιατί έχουν στο «αίμα» τους την… ετερονομία.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά ανακοίνωση της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης» (Αθήνα 28/12/2008) με τίτλο «Ανοιχτή επιστολή προς την πολιτική εξουσία της Ελλάδας». Ας δούμε: «Η κοινωνία δεν παρακολουθεί απλώς την εκπτωτική πορεία του κράτους. Συντονίζεται διαρκώς για τη συμμετοχή της στους θεσμούς διαχείρισης. Διεκδικεί δικαίωμα στην απόφαση, παρακάμπτοντας το κομματικό-κοινοβουλευτικό σύστημα…». Τι να καταλάβουμε εδώ; Μήπως η ζητούμενη θέσμιση που έθετε η «Πρωτοβουλία Αυτόνομων Κέρκυρας» έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται; Έτσι φαίνεται και παρακάτω: «Διανύουμε το πεδίο μιας μάχης στην οποία η κυβέρνηση και η πολιτική εξουσία δεν κατέχουν κάποια θέση ισχύος (!!!). Χρησιμοποιούν την αστυνομία για να φοβίσουν, τρομοκρατήσουν… ποιος όμως τους φοβάται;». ( τα θαυμαστικά είναι δικά μας)
Μάλλον, λοιπόν, το μόνο που είχε απομείνει στην πολιτική εξουσία ήταν οι δυνάμεις καταστολής, ενώ η «κοινωνία» έφτιαχνε τους θεσμούς της και περιθωριοποιούσε το… σύστημα. Ως εκ τούτου, να και η πρόταση στην πολιτική εξουσία –διαμέσου της «ανοιχτής επιστολής»: «Αν σε αυτή την εξέγερση ασκήθηκε η ελάχιστη κοινωνική βία που θα μπορούσε να ασκηθεί, η ελάχιστη αντίδραση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί παρά να είναι η πτώση του καθεστώτος των δολοφόνων και η δικαίωση των άμεσων αιτημάτων»!!! Εδώ είμαστε λοιπόν!! Το γνωστό (από ΣΥΡΙΖΑ κ.ά.) «ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ» με την ορολογία της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης. Ίσως και πιο «προχωρημένο», αφού η «κοινωνία συντονίζεται κ.λπ.» και άρα περίπου «δεν σας χρειαζόμαστε». Ωστόσο μένει η απορία, από ποιον ζητάμε τη «δικαίωση των άμεσων αιτημάτων»; Τι είναι όλος αυτός ο μύλος; Σύγχυση; Συνδυασμός ιδεολογικών δανείων και πολιτικών πιέσεων από την πραγματικότητα; Συγκαλυμμένη απελπισία;
Αν κανείς ζητούσε βοήθεια από ένα πιο αναλυτικό άρθρο της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης («Η φωτιά που θρυμμάτισε τη σιωπή», 29/12/2008), θα μπερδευόταν χειρότερα. Δείτε, ξεκινάει κάπως στρωτά: «Είμαστε μπροστά σε μια τεράστια πολιτική εξέγερση, μια έκρηξη οργής. Μια γενιά που της τάζουν ανεργία, της στερούν κάθε ελπίδα, την ωθούν από τώρα στο περιθώριο, την αποξενώνουν από το φως, το νερό, τον αέρα, τον έρωτα, αυτή η γενιά έχει τον δικό της νεκρό». Όμως, επειδή δεν πρέπει να μας περάσουν για μαρξιστές, ας δηλώσουμε ότι δεν είμαστε και ας φύγουμε από το πεδίο των ταξικών αντιθέσεων: «…Η διεκδίκηση της ισότητας βρίσκεται εκτός πλαισίου του κινήματος. Γι’ αυτό οι μαρξιστικές αναλύσεις έχουν χάσει κάθε ικανότητα ανάλυσης. Ο λούμπεν εργαζόμενος βρίσκεται μέσα στη φωτιά αλλά δεν θέλει να προσδιορίζεται ως τέτοιος. Το νήμα που συνδέει την εξέγερση της Αθήνας με το Λος Άντζελες και τα παρισινά προάστια είναι το νήμα της απόλυτης βίας του κράτους, μια απώλεια πολιτική που, ενώ στα πρώτα δύο είχε κάποια φυλετικά χαρακτηριστικά, εδώ έλαβε ευρύτερες διαστάσεις. Η εξέγερση αυτή διεκδίκησε την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και πήγε πολύ μακρύτερα από αναλύσεις που αναζητούσαν πάλι το υποκείμενο σε ξεπερασμένες ταυτότητες.» Ο (λούμπεν) εργαζόμενος δεν είναι εργαζόμενος. Οι μαρξιστές δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Ενώ εμείς ανακαλύψαμε πως η βάση των ξεσηκωμών δεν είναι οι ταξικές αντιθέσεις, είναι η αντίθεση «κράτος-κοινωνίας». Ξεχάστε τα επαναστατικά υποκείμενα. Αν η «κοινωνία» αρχίσει να «διεκδικεί δικαίωμα στην απόφαση», τότε θα πούμε του καθεστώτος να φύγει και να μας αφήσει ήσυχους! Το μόνο βέβαιο είναι πως κάπως έτσι –ακόμα και όταν δεν ξεκινάει κανείς με αυτή την πρόθεση- καταλήγει να βλέπει ως ρόλο του κινήματος το να είναι ο «Απάτσι», σ’ έναν ατελείωτο «κλεφτοπόλεμο» φθοράς από κάθε άποψη. Εξάλλου, την ομολογία της φθοράς και της ουσιαστικής απελπισίας τη δίνει και ο επίλογος του ίδιου άρθρου: «[…] Ο Δον Κιχώτης δεν ανήκε σε εκείνους που απλώς παρατηρούσαν την πραγματικότητα και αναρωτιούνταν “γιατί;” Ήταν από εκείνους (ίσως ο πρώτος) που φαντάζονταν την πραγματικότητα έτσι όπως αυτή δεν υπήρξε ποτέ και αναρωτιούνταν, γιατί όχι; […]
»Η απελπισία δεν μπορεί να εκφραστεί με ιδεολογικούς όρους, μόνο με οριστική ανταρσία. Δεν είναι μονόδρομος ο θάνατος και η παθητικότητα. Χρειάζεται κοινωνική δράση ενάντια στο γενικευμένο φόβο.» Πρόκειται για ατόφιο ιδεαλισμό, με ολόκληρο τον πολιτικό απομονωτισμό που αυτός συνεπάγεται. Γιατί η μαζική πάλη και η επαναστατική ανατροπή δεν πατάει σε μια αυριανή πραγματικότητα που κάποιος Δον Κιχώτης θα φανταστεί. Θεμελιώνεται στα υλικά δεδομένα αυτής της κοινωνίας. Κι αυτό που πρέπει και μπορεί να εκφραστεί δεν είναι η «απελπισία», αλλά οι αντιθέσεις ή, αλλιώς, το δίκιο και το δικαίωμα των μαζών σήμερα. Μια τέτοια κίνηση είναι που συνθέτει και το αύριο. Αλλά, ξεχάσαμε, «οι μάζες» δεν αφορούν αυτές τις αντιλήψεις. Απλώς, όταν «τυχαίνει» να συμβαίνουν ξεσηκωμοί κάποιας κλίμακας –που μάλιστα να τους θεωρούν «δικούς τους»- τότε αισθάνονται την ανάγκη να πουν μια συνολικότερη κουβέντα που να αφορά όλη την «κοινωνία». Και τότε απλώς εκτίθενται.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, η καπιταλιστική παλινόρθωση μετά την πρώτη έφοδο στον ουρανό της εργατικής τάξης και των λαών αποτελούν αναμφίβολα –όπως ήδη αναφέραμε στην εισαγωγή- το κεντρικό ζήτημα της αναμέτρησης που βρίσκεται μπροστά μας, που εξελίσσεται καθημερινά στα πολλαπλά στιγμιότυπα της ταξικής πάλης. Είναι, με μια έννοια, ο κόμβος γύρω από τον οποίο χρειάζεται να συντεθεί εκ νέου η επαναστατική απάντηση. Ταυτόχρονα, η ίδια η παλινόρθωση και η ήττα εμφανίζεται ως το «πεδίο δικαίωσης» των α/α/ε ομάδων και απόψεων και θα λέγαμε ουσιαστικά κατά τον ίδιο τρόπο που είναι «δικαίωση» για τον καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό κόσμο.
Βέβαια, οι απόψεις αυτές εμφανίζονται δικαιωμένες από την ήττα και την παλινόρθωση από… «αριστερά» ή μάλλον από… «αντιεξουσιαστικά», στο βαθμό που «δικαιώνονται» οι απόψεις τους για το κόμμα, τη δικτατορία του προλεταριάτου, που από «τη φύση τους» θα οδηγήσουν σε μια εξουσιαστική-καταπιεστική κοινωνία. Είναι κι αυτή μια κατ’ εξοχήν περίπτωση της ιδιότητας της «αιώνιας δικαίωσης» που έχουν οι απόψεις αυτές. Και αρκεί απέναντί της σαν απάντηση μία και μόνη ερώτηση: Ποια είναι η δική σας πρόταση-κατεύθυνση για τους αγώνες, για την πάλη; Ποια είναι η δική σας προοπτική, η δική σας κοσμοθεωρία, που ανοίγει μια επαναστατική προοπτική στα εκατομμύρια των μισθωτών σκλάβων και των λαών που στενάζουν από την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν έχουν, δεν υπάρχει, δεν υπήρξε σ’ όλη την ιστορική διαδρομή αυτών των θεωριών και απόψεων.
Πώς τίθεται λοιπόν στην πραγματικότητα σήμερα το ζήτημα της σχέσης αυτών των απόψεων με την παλινόρθωση και την ήττα και στη βάση των δεδομένων των τελευταίων 150 χρόνων; Όπως ήδη είδαμε, η καθαυτή αναρχική θεώρηση, ηττημένη ήδη από την Α’ Διεθνή, βρέθηκε από το ’17 κιόλας στο περιθώριο της ταξικής πάλης. Το ’36-39 επικύρωσε επώδυνα και δραματικά πως δεν μπορεί να διεκδικήσει ρόλο και προοπτική μέσα σε αυτήν. Όλα αυτά τα χρόνια το μόνο που της «έμενε» ήταν η καταγγελία της «σφαγής της Κροστάνδης» σαν γραφικό σιγόντο στις εφημερίδες των λευκοφρουρών που προπαγάνδιζαν την Κροστάνδη και σαν απολογητής των μεγάλων τραπεζών που διοργάνωναν εράνους για την υποστήριξη της Κροστάνδης. Ουσιαστικά, με αυτήν την γκρίνια οι αναρχικοί απάλλαξαν τον εαυτό τους από την υπόθεση της πάλης για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού μιας και εξαρχής, όταν η υπόθεση αυτή τέθηκε στην ημερήσια διάταξη των εργατών και των λαών του κόσμου.
Με αυτούς τους όρους συνάντησαν τους αυτόνομους-ελευθεριακούς που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και ως υπερασπιστές της. Υπερασπιστές της ήττας, στο βαθμό που οι θεωρητικές κατασκευές τους πολύ γρήγορα την αποδέχονται και κινούνται με δεδομένη την ήττα αυτή, δηλαδή με τη λογική της υποταγής στο νικητή καπιταλισμό που «δεν ανατρέπεται». Με βάση όλα αυτά, ποιος ακριβώς είναι ο αντίλογος στην παλινόρθωση από τις δυνάμεις αυτές; Τι μπορούν να αντιπαλέψουν απέναντι στα ζητήματα που αυτή θέτει θεωρητικά, φιλοσοφικά, ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά στην καθημερινή πάλη; Σε τι μπορούν να συνεισφέρουν ώστε η επαναστατική θεωρία να αναπτυχθεί παραπέρα και η επαναστατική κατεύθυνση να συγκροτήσει εκ νέου τους σημερινούς αγώνες στη βάση των οξύτατων σημερινών αντιθέσεων; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι κατηγορηματικά… μηδενική!
α) Γιατί ακριβώς με βάση την αρχική τους συγκρότηση, οι θεωρητικές απόψεις της αναρχίας-αυτονομίας και σε όλες τους τις εκδοχές έχουν «απαντήσει» λαθεμένα ζητήματα που το κομμουνιστικό κίνημα απάντησε και θεμελίωσε ήδη από τον 19ο αιώνα. Όταν ακόμη δεν μπορούν ή δεν θέλουν να βρουν το επαναστατικό υποκείμενο της καπιταλιστικής κοινωνίας (εργατική τάξη), την ανάγκη οργάνωσής της και συγκρότησής της και πολιτικά, όταν ακόμα δεν έχουν βγάλει συμπεράσματα από την Παρισινή Κομμούνα και όλα τα επόμενα ως τη… Χιλή του 1973, για την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής και της συγκρότησης της δικτατορίας του προλεταριάτου, πώς να μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν προτάσεις και διέξοδο για τις καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες;
β) Στη βάση αυτή φυσικά «δεν παρακολούθησαν» την ιστορική πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ού αιώνα, δεν επιδίωξαν να δουν τον πλούτο των θετικών και αρνητικών κληρονομιών του πρώτου μισού αυτού του αιώνα, μιας και επρόκειτο από την αρχή για μια «λάθος υπόθεση». Πρόκειται πραγματικά για τραγέλαφο. Σήμερα μαζί με τους αστούς σηκώνουν το δάχτυλο για να επιτιμήσουν και να λοιδορήσουν ολόκληρη αυτή την Ιστορία, ολόκληρη αυτή την υπόθεση. Δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν τα βάζουν απλώς με τους κομμουνιστές, αλλά με τους λαούς, της εργατική τάξη, την Ιστορία της πάλης τους και των πιο πρωτόγνωρων κατακτήσεών τους! Πού καταλήγουν; Μα, στο να αναζητούν το… Μάχνο της Κροστάνδης για να αναδείξουν την υπόστασή τους ή οι πιο «πολιτικοί» να κάνουν σημείο αναφοράς τους καθηγητές του ΜΙΤ –σαν τον Τσόμσκι- για να ασκήσουν «κριτική» στις ΗΠΑ. (Βλέπετε, ο Όργουελ, που έχει πολυχρησιμοποιηθεί, «εξαντλήθηκε» ιδιαίτερα από τότε που «βρέθηκε» στις λίστες μισθοδοσίας της CIA.) Ταυτόχρονα, για τις πιο προωθημένες προσπάθειες απάντησης του ζητήματος και με όρους μαζών και ταξικής πάλης, όπως η ΜΠΠΕ, είτε δεν ξέρουν είτε, όταν «ξέρουν», συντάσσονται με τις πιο χυδαίες αστικές συκοφαντίες.
Με βάση όλα αυτά, είναι λίγο και άστοχο να μιλήσει κανείς για θεωρητική φτώχεια και καθυστέρηση για τις δυνάμεις αυτές. Βλέποντάς τες να καταφεύγουν σε αναπαλαιώσεις των πιο ξεφωνημένων ρεφορμιστικών αντιλήψεων για τις νησίδες της ελευθερίας εντός του καπιταλισμού, να αντιγράφουν την απογοήτευση του ’70 με τα θεαματικά «προλεταριακά ψώνια» και τις καταλήψεις των «κοινωνικών κέντρων» ή τους πολύ «θυμωμένους» να αναζητούν στον Νετσάγεφ κουράγιο και θεωρητικά αποφθέγματα για τις ληστείες, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τη σχέση τους με την παλινόρθωση: Είναι η δικαίωση της απελπισίας τους, είναι η αναπαραγωγή της δυνατότητάς τους μέσα στον άγριο καπιταλιστικό κόσμο και την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα να θρηνούν για μια «ελευθερία» που δεν μπορεί να έρθει. Δεν μπορεί να έρθει γιατί οι ίδιοι την έχουν προσδιορίσει ως μια «δική τους ιδέα», έξω από τους εργαζόμενους και τη νεολαία που κινούνται στους καθημερινούς συρμούς «σπίτι-δουλειά-σπίτι» και όχι στη «μαγική λεπτή γραμμή» όπου οι ίδιοι ακροβατούν.
Το τελικό ερώτημα που αντικειμενικά τίθεται από το ίδιο το κίνημα, τους αγώνες και τη βαρβαρότητα του συστήματος προς όλους αυτούς –ή όσους μπορούν να ακούσουν και δεν έχουν πνιγεί στην εκκωφαντική απομόνωσή τους- είναι και το πρωταρχικό ερώτημα της σημερινής κατάστασης: Θα 'ρθουν στον μαζικό πολιτικό αγώνα, στη μεγάλη υπόθεση της λαϊκής-νεολαιίστικης πάλης, στην υπόθεση της οργάνωσης από τα κάτω ενός ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΝ που ανοίγει δρόμο για την επαναστατική προοπτική; Ή θα ξοδεύονται ενάντια σε αυτήν την κατεύθυνση;
Μάρτης 2009
Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
μετάφραση Δημήτρης Δημούλης
"Η εργατική τάξη δεν πρέπει να συγκροτηθεί σε πολιτικό κόμμα, δεν πρέπει για κανένα λόγο να έχει πολιτική δράση, διότι το να πολεμάς το κράτος σημαίνει ότι αναγνωρίζεις το κράτος και αυτό είναι αντίθετο στις αιώνιες αρχές. Οι εργάτες δεν πρέπει να κάνουν απεργίες. Διότι το να επιδιώκει κανείς να αυξήσει το μισθό του ή να εμποδίσει τη μείωσή του σημαίνει ότι αναγνωρίζει το Μισθό και αυτό είναι αντίθετο στις αιώνιες αρχές της χειραφέτησης της εργατικής τάξης!
Αν στην πολιτική δράση ενάντια στο αστικό κράτος οι εργάτες επιτυγχάνουν μόνον να αποσπάσουν ορισμένες παραχωρήσεις, τότε προβαίνουν σε συμβιβασμούς --και αυτό είναι αντίθετο στις αιώνιες αρχές. Πρέπει λοιπόν να περιφρονούμε κάθε ειρηνική κίνηση ανάλογη με αυτές που έχουν την κακή συνήθεια να οργανώνουν οι άγγλοι και αμερικανοί εργάτες. Οι εργάτες δεν πρέπει να επιδιώκουν να καθορισθεί ένα νομοθετικό όριο της εργάσιμης μέρας, γιατί αυτό είναι ένα είδος συμβιβασμού με τα αφεντικά, τα οποία δεν θα μπορούν πλέον να τους εκμεταλλεύονται παρά 10 ή 12 ώρες αντί για 14 ή 16. Οι εργάτες δεν πρέπει καν να επιδιώξουν να απαγορευθεί με νόμο η πρόσληψη παιδιών κάτω των 10 ετών στα εργοστάσια, γιατί με τον τρόπο αυτό δεν παύει η εκμετάλλευση των παιδιών άνω των 10 ετών και έτσι κάνουν έναν νέο συμβιβασμό που αμαυρώνει την καθαρότητα των αιώνιων αρχών!
Κατά μείζονα λόγο, οι εργάτες δεν πρέπει να θέλουν να υποχρεωθεί το κράτος --του οποίου ο προϋπολογισμός τροφοδοτείται από την εργατική τάξη-- να παρέχει στα παιδιά των εργατών στοιχειώδη εκπαίδευση, όπως συμβαίνει στην Αμερικανική Δημοκρατία γιατί η στοιχειώδης εκπαίδευση δεν είναι πλήρης εκπαίδευση. Είναι καλύτερο οι εργάτες και οι εργάτριες να μη γνωρίζουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική παρά να εκπαιδεύονται από δασκάλους των κρατικών σχολείων. Είναι καλύτερο να αποβλακώνονται οι εργαζόμενες τάξεις από την αμάθεια και την καθημερινή εργασία επί 16 ώρες, παρά να παραβιασθούν οι αιώνιες αρχές.
Αν η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης πάρει βίαιες μορφές, αν οι εργάτες αντικαταστήσουν τη δικτατορία της αστικής τάξης με τη δική τους επαναστατική δικτατορία, τότε διαπράττουν το φρικτό έγκλημα της προσβολής αρχών. Διότι, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις βέβηλες και πεζές καθημερινές τους ανάγκες και να συντρίψουν την αντίδραση της αστικής τάξης, δίνουν στο κράτος μια επαναστατική και μεταβατική μορφή αντί να κατεβάσουν τα όπλα και να καταργήσουν το κράτος. Οι εργάτες δεν πρέπει να ιδρύουν ξεχωριστά σωματεία για κάθε επάγγελμα διότι έτσι διαιωνίζουν τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όπως υπάρχει στην αστική κοινωνία, ενώ αυτός ο καταμερισμός διασπά τους εργάτες και αποτελεί στην πραγματικότητα τη βάση της σημερινής σκλαβιάς τους.
Με μια λέξη, οι εργάτες πρέπει να σταυρώσουν τα χέρια και να μην χάνουν το χρόνο τους με πολιτικές και οικονομικές κινήσεις. Αυτές οι κινήσεις δεν μπορούν να τους προσφέρουν παρά άμεσα αποτελέσματα. Ως ειλικρινά θρησκευόμενοι άνθρωποι πρέπει να περιφρονήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες και να φωνάξουν γεμάτοι πίστη: 'Ας σταυρωθεί η τάξη μας, ας χαθεί η γενιά μας, αν είναι να μείνουν αμόλυντες οι αιώνιες αρχές'. Ακριβώς όπως οι ευσεβείς χριστιανοί, πρέπει να πιστέψουν στα λόγια του παπά, να περιφρονήσουν τα αγαθά του κόσμου τούτου και να σκέφτονται μόνο το πώς θα κερδίσουν τον Παράδεισο. Αντικαταστήστε το Παράδεισος με το ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΥΣΗ, η οποία θα επέλθει κάποτε, σε κάποια γωνιά της γης, χωρίς να ξέρουμε πώς και χάρη σε ποιον, και το παραμύθι θα είναι ακριβώς το ίδιο.
Αναμένοντας λοιπόν αυτή την περίφημη κοινωνική διάλυση, η εργατική τάξη πρέπει να συμπεριφέρεται κοσμίως σαν καλοβοσκημένο κοπάδι προβάτων, να αφήνει ήσυχη την κυβέρνηση, να φοβάται την αστυνομία, να σέβεται τους νόμους, να παρέχει αδιαμαρτύρητα κρέας για τα κανόνια.
Στην πρακτική ζωή της κάθε μέρας οι εργάτες πρέπει να είναι οι πιο πειθήνιοι υπηρέτες του κράτους, αλλά εσωτερικά πρέπει να διαμαρτύρονται ενεργητικά ενάντια στην ύπαρξή του και να του διαδηλώνουν τη βαθιά θεωρητική τους περιφρόνηση με την προμήθεια και μελέτη φιλολογικών πραγματειών περί καταργήσεως του κράτους. Θα πρέπει δε να αποφεύγουν με κάθε τρόπο να προβάλλουν στο καπιταλιστικό σύστημα οποιαδήποτε αντίδραση εκτός των αναφωνήσεων περί μελλοντικής κοινωνίας, στην οποία αυτό το μισητό καθεστώς θα έχει πάψει να υπάρχει!"
Κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αν οι απόστολοι της αδιαφορίας για την πολιτική εκφράζονταν τόσο καθαρά, η εργατική τάξη θα τους έστελνε στο ανάθεμα και θα ένιωθε ότι χλευάζεται από αυτούς τους δογματικούς αστούς και τους ξεπεσμένους ευγενείς που είναι τόσο ανόητοι ή αφελείς ώστε να της απαγορεύουν κάθε πραγματικό μέσο πάλης, ενώ όλα τα όπλα της πάλης πρέπει να τα παίρνει κανείς από την υπάρχουσα κοινωνία και οι μοιραίοι όροι αυτής της πάλης έχουν το κακό να μην προσαρμόζονται στις ιδεαλιστικές φαντασιώσεις που αυτοί οι διδάκτορες κοινωνικών επιστημών θεοποίησαν με τα ονόματα Ελευθερία, Αυτονομία, Αναρχία. Αλλά το κίνημα της εργατικής τάξης είναι σήμερα τόσο ισχυρό, ώστε αυτοί οι σεχταριστές φιλάνθρωποι δεν τολμούν πια να επαναλάβουν σχετικά με την οικονομική πάλη τις μεγάλες αλήθειες που ακούραστα διακήρυσσαν για την πολιτική πάλη. Είναι αρκετά φοβιτσιάρηδες για να εξακολουθήσουν να τις εφαρμόζουν στις απεργίες, στα συνδικάτα, στα επαγγελματικά σωματεία, τους νόμους για την εργασία των γυναικών και των παιδιών, τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας κ.λπ.
Ας εξετάσουμε τώρα αν οι άνθρωποι αυτοί είναι σε θέση να επικαλούνται τις καλές παραδόσεις, την αιδώ, την καλή πίστη και τις αιώνιες αρχές!
Για τους πρώτους σοσιαλιστές (Φουριέ, Όουεν, Σαιν-Σιμόν κλπ.) ήταν μοιραίο να περιοριστούν σε όνειρα για την υποδειγματική κοινωνία του μέλλοντος και να καταδικάσουν κάθε προσπάθεια που έκαναν οι εργάτες για να βελτιώσουν έστω και λίγο την τύχη τους (απεργίες, συνδικάτα, πολιτικές κινήσεις). Και αυτό ήταν μοιραίο διότι οι κοινωνικές συνθήκες δεν είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξης, ώστε να επιτρέπουν στην εργατική τάξη να συγκροτηθεί σε μαχόμενη τάξη. Αν όμως δεν μας επιτρέπεται να αποκηρύξουμε αυτούς τους πατριάρχες του σοσιαλισμού, όπως δεν επιτρέπεται στους χημικούς να αποκηρύξουν τους πατέρες τους, τους αλχημιστές, θα πρέπει πάντως να αποφύγουμε να πέσουμε ξανά στα σφάλματά τους, που θα ήταν ασυγχώρητα αν διαπράττονταν από μας.
Αργότερα πάντως, το 1839 --όταν η πολιτική και οικονομική πάλη της εργατικής τάξης είχε λάβει αρκετά οξύ χαρακτήρα στην Αγγλία-- ο Bray, ένας από τους μαθητές του Όουεν και ένας από αυτούς που είχαν ανακαλύψει την αλληλοβοήθεια αρκετά πριν από τον Προυντόν, εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο LABOUR'S WRONGS AND LABOUR'S REMEDY (Τα δεινά και τα μέσα θεραπείας της εργασίας).
Σε ένα από τα κεφάλαια που αναφέρεται στην αναποτελεσματικότητα όλων των μέσων θεραπείας που μπορεί να προσφέρει η παρούσα μορφή πάλης, ασκεί σκληρή κριτική σε όλες τις κινήσεις, πολιτικές και οικονομικές, των άγγλων εργατών. Καταδικάζει το πολιτικό κίνημα, τις απεργίες, τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας, τη ρύθμιση της εργασίας των γυναικών και των παιδιών στις βιομηχανίες διότι, κατά την άποψή του, όλα αυτά όχι μόνον δεν μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε από το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς, αλλά και μας κρατούν δέσμιους σ' αυτό και εντείνουν ακόμη περισσότερο τους ανταγωνισμούς.
Φτάνουμε τώρα στον Προυντόν, τον προφήτη αυτών των διδακτόρων κοινωνικών επιστημών. Ο δάσκαλος είχε το θάρρος να εκφρασθεί ρητά ενάντια σε όλες τις οικονομικές κινήσεις (συνδικάτα, απεργίες κλπ.) που ήταν αντίθετες στις μεσσιανικές θεωρίες του περί αλληλοβοήθειας και ενθάρρυνε με τα γραπτά και την προσωπική συμμετοχή του το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης. Αντίθετα οι μαθητές του δεν τολμούν να εκφρασθούν ανοιχτά ενάντια στο κίνημα. Ήδη το 1847, στιγμή κατά την οποία εκδίδεται το μεγάλο έργο του δασκάλου: Οι οικονομικές αντιφάσεις, αντέκρουσα τις σοφιστείες του που στρέφονταν ενάντια στο εργατικό κίνημα2. Πάντως το 1864, μετά το νόμο Ollivier που παρείχε στους γάλλους εργάτες το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι με μεγάλους περιορισμούς, ο Προυντόν επανήλθε στο ίδιο θέμα με το βιβλίο του Πολιτικές ικανότητες των εργαζόμενων τάξεων, το οποίο εκδόθηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του.
Οι επιθέσεις του δασκάλου ταίριαζαν τόσο πολύ στα γούστα των αστών ώστε οι Times με αφορμή τη μεγάλη απεργία των ραφτάδων του Λονδίνου το 1866 έκαναν στον Προυντόν την τιμή να τον μεταφράσουν και να καταγγείλουν τους απεργούς με τα ίδια του τα λόγια. Ιδού ορισμένα δείγματα.
Οι ανθρακωρύχοι του Rive-de-Gier έκαναν απεργία. Οι στρατιώτες έσπευσαν να τους επαναφέρουν στην τάξη. "Η κρατική αρχή, φωνάζει ο Προυντόν που διέταξε να εκτελεσθούν οι ανθρακωρύχοι του Rive-de-Gier έκανε αχάριστο έργο. Έδρασε ωστόσο όπως ο αρχαίος Βρούτος που έπρεπε να διαλέξει μεταξύ της πατρικής αγάπης και του καθήκοντός του ως Υπάτου: έπρεπε να θυσιάσει τα παιδιά του για να διασώσει τη Δημοκρατία. Ο Βρούτος δεν δίστασε και οι επόμενες γενιές δεν τολμούν να τον καταδικάσουν"3. Οι προλετάριοι δεν θυμούνται κάποιον αστό που να δίστασε να θυσιάσει τους εργάτες του προκειμένου να διασώσει τα συμφέροντά του. Πόσο Βρούτοι4 είναι οι αστοί!
"Και όμως όχι: δεν υπάρχει το δικαίωμα δημιουργίας συνδικάτων, όπως δεν υπάρχει το δικαίωμα της απάτης ή της κλοπής, όπως δεν υπάρχει το δικαίωμα της αιμομιξίας και της μοιχείας"5. Πρέπει πάντως να πούμε ότι αναμφίβολα υπάρχει το δικαίωμα της ανοησίας.
Ποιες είναι λοιπόν οι αιώνιες αρχές, στο όνομα των οποίων ο δάσκαλος εξαπολύει τους αλλοπρόσαλλους αφορισμούς του;
Πρώτη αιώνια αρχή: "Το ύψος του μισθού καθορίζει την τιμή των εμπορευμάτων".
Και αυτοί ακόμη που δεν έχουν καμιά γνώση πολιτικής οικονομίας και αγνοούν ότι ο μεγάλος αστός οικονομολόγος Ricardo αντέκρουσε οριστικά αυτό το παραδοσιακό λάθος στο βιβλίο του Αρχές της πολιτικής οικονομίας που εκδόθηκε το 1817, γνωρίζουν το τόσο αξιοσημείωτο παράδειγμα της αγγλικής βιομηχανίας, η οποία μπορεί να πουλά τα προϊόντα της σε τιμές αρκετά χαμηλότερες από εκείνες οποιασδήποτε άλλης χώρας, ενώ οι μισθοί είναι στην Αγγλία συγκριτικά υψηλότεροι απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Δεύτερη αιώνια αρχή: "Ο νόμος που επιτρέπει τα συνδικάτα είναι εξαιρετικά αντινομικός, αντιοικονομικός, αντίθετος σε κάθε κοινωνία και τάξη". Με μια λέξη είναι "αντίθετος στο οικονομικό Δικαίωμα του ελεύθερου ανταγωνισμού". Αν ο δάσκαλος ήταν κάπως λιγότερο σωβινιστής, θα διερωτάτο πώς εξηγείται το ότι στην Αγγλία εκδόθηκε σαράντα χρόνια νωρίτερα ένας νόμος τόσο αντίθετος στα οικονομικά δικαιώματα του ελεύθερου ανταγωνισμού και πώς γίνεται αυτός ο νόμος --που είναι τόσο αντίθετος σε κάθε κοινωνία και τάξη να επιβάλλεται ως αναγκαιότητα ακόμη και για τα ίδια τα αστικά κράτη, στο βαθμό που αναπτύσσεται η βιομηχανία και μαζί με αυτή ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Τότε θα ανακάλυπτε ίσως ότι αυτό το Δικαίωμα (με Δ κεφαλαίο) υπάρχει μόνο στα Οικονομικά εγχειρίδια που συγγράφουν οι αδελφοί Αδαείς της αστικής πολιτικής οικονομίας και στα οποία βρίσκονται μαργαριτάρια όπως το παρακάτω: H ιδιοκτησία είναι καρπός της εργασίας... των άλλων παρέλειψαν να προσθέσουν.
Τρίτη αιώνια αρχή: "Συνεπώς με το πρόσχημα να ανυψωθεί η εργατική τάξη από τη λεγόμενη κοινωνική κατωτερότητα, πρέπει να αρχίσουμε να καταγγέλλουμε μια ολόκληρη τάξη πολιτών: την τάξη των κυρίων, επιχειρηματιών, εργοδοτών και αστών: πρέπει να ωθήσουμε την εργατική δημοκρατία στο να περιφρονεί και να μισεί αυτούς τους ανάξιους συμπολίτες της μεσαίας τάξης. Πρέπει να προτιμήσουμε τον εμπορικό και βιομηχανικό πόλεμο από την έννομη καταστολή και τον ανταγωνισμό των τάξεων από την κρατική αστυνομία"6.
Για να εμποδίσει την εργατική τάξη να ξεφύγει από τη λεγόμενη κοινωνική κατωτερότητά της, ο δάσκαλος καταδικάζει τα συνδικάτα που συγκροτούν την εργατική τάξη σε τάξη ανταγωνιστική προς την αξιοσέβαστη κατηγορία των εργοδοτών, επιχειρηματιών, αστών, οι οποίοι αναμφίβολα προτιμούν, όπως και ο Προυντόν, την κρατική αστυνομία από τον ταξικό ανταγωνισμό. Για να αποφευχθεί κάθε ενόχληση αυτής της αξιοσέβαστης τάξης, ο καλός μας Προυντόν προτείνει στους εργάτες --μέχρις ότου φτάσει το αλληλοβοηθητικό καθεστώς και παρά τα μειονεκτήματά της-- "την ελευθερία ή ανταγωνισμό, τη μοναδική εγγύησή μας"7.
Ο δάσκαλος κήρυσσε την αδιαφορία για τα οικονομικά ζητήματα προκειμένου να προστατέψει την ελευθερία ή τον αστικό ανταγωνισμό, τη μοναδική εγγύησή μας. Οι μαθητές του διδάσκουν την αδιαφορία για τα πολιτικά ζητήματα για να προστατέψουν την αστική ελευθερία, τη μοναδική εγγύησή τους. Αν οι πρώτοι χριστιανοί που επίσης κήρυσσαν την αδιαφορία για τα πολιτικά ζητήματα χρειάστηκαν τη συνδρομή ενός αυτοκράτορα για να μεταμορφωθούν από καταπιεζόμενους σε καταπιεστές, οι σύγχρονοι απόστολοι της αδιαφορίας για τα πολιτικά ζητήματα δεν πιστεύουν ότι οι αιώνιες αρχές τους επιβάλλουν και σ' αυτούς τους ίδιους την αποχή από τις κοσμικές απολαύσεις και τα πρόσκαιρα προνόμια της αστικής κοινωνίας. Πάντως πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι υπομένουν με στωικότητα αντάξια των χριστιανών μαρτύρων το ασήκωτο φορτίο των 14 ή 16 ωρών εργασίας που φέρουν οι βιομηχανικοί εργάτες!
Λονδίνο, Ιανουάριος 1873
1. Το κείμενο γράφτηκε από τον Μαρξ στα γαλλικά μεταξύ Δεκεμβρίου 1872 και Ιανουαρίου 1873. Δημοσιεύθηκε στο Almanacco Repubblicano per l'anno 1874 σε ιταλική μετάφραση Εnrico Bignami. Το γαλλικό χειρόγραφο του Μαρξ δεν έχει βρεθεί. Η μετάφραση γίνεται από τα ιταλικά σύμφωνα με την έκδοση MEGA-2 (τ. 24, σ. 105-109) (Στμ).
2. Βλ. το κεφάλαιο ΙΙ παρ. V με τίτλο Οι απεργίες και τα εργατικά συνδικάτα στο τομίδιο Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, απάντηση στη Φιλοσοφία της Αθλιότητας του κυρίου Προυντόν (Παρίσι 1847 -εκδόσεις Frank).
3. Π. Ζ. Προυντόν, Περί της πολιτικής ικανότητας των εργαζόμενων τάξεων, Παρίσι, εκδόσεις Lacroix και σία, 1868, σελ. 327.
4. 'Che Bruti', το οποίο είναι ομόηχο με το 'che bruti' (τι κτήνη) και περίπου ομόηχο με το 'che brutti' (πόσο αποκρουστικοί) (Στμ).
5. Ό.π., σελ. 333.
6. Ό.π., σελ. 337-38.
7. Ό.π., σελ. 334.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ , Φ.ΈΝΓΚΕΛΣ 1872
Πλήθος Σοσιαλιστών έχει εσχάτως εξαπολύσει μια συστηματική εκστρατεία ενάντια σε αυτό που αποκαλούν αρχή της εξουσίας. Επαρκεί να τους πούμε ότι κάθε πράξη είναι εξουσιαστική για αυτό καταδικαστέα. Αλλά επειδή αυτή η διαδικασία της κριτικής της εξουσίας έχει καταχραστεί τόσο, ώστε είναι πλέον απαραίτητο να δούμε το θέμα πιο συγκεκριμένα.
Η εξουσία με την έννοια που χρησιμοποιείται η λέξη εδώ σημαίνει η επιβολή της θέλησης ενός πάνω στην δίκη μας επιπρόσθετα η εξουσία προϋποθέτει την υποταγή. Τώρα, μιας και αυτές οι δύο λέξεις ακούγονται κάπως άσχημες, και η σχέση που αντιπροσωπεύουν είναι δυσμενής για το υποταγμένο μέρος, το ερώτημα είναι να εξακριβώσουμε αν υπάρχει τρόπος να απαλλαχτούμε από αυτήν, με δοσμένες τις συνθήκες της υπάρχουσας κοινωνίας, αν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο η εξουσία δεν θα έχει κανένα σκοπό και κατά συνέπεια θα εξαφανιστεί.
Εξετάζοντας τις οικονομικές, βιομηχανικές και αγροτικές συνθήκες που διαμορφώνουν την βάση της σημερινής αστικής κοινωνίας βρίσκουμε ότι τείνουν ολοένα και περισσότερο να αντικαθιστούν την μεμονωμένη πράξη με την συνδυασμένη πράξη ατόμων. Η σύγχρονη βιομχανία με τα μεγάλα εργοστάσια όπου εκατοντάδες εργάτες επιτηρούν πολύπλοκες μηχανές κινούμενες με ατμό έχει υπερβεί τα μικρά εργαστήρια των μεμονωμένων παραγωγών, τα κάρα και οι άμαξες των λεωφόρων έχουν αντικατασταθεί από τα σιδηροδρομικά τραίνα, όπως και οι μικρές βάρκες από ατμόπλοια. Ακόμα και η γεωργία υποκύπτει στην κυριαρχία της μηχανής και του ατμού που αργά αλλά αμείλικτα βάζει στην θέση του μικρού ιδιοκτήτη μεγάλους καπιταλιστές που με την βοήθεια μισθωμένων εργατών καλλιεργεί μεγάλες εκτάσεις γης.
Παντού η συνδυασμένη πράξη, η πλοκή διαδικασιών που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, εκτοπίζει την ανεξάρτητη δράση από μεμονωμένα άτομα. Αλλά οποιοσδήποτε μιλά για συνδυασμένη πράξη μιλάει για οργάνωση. Είναι δυνατόν να έχεις οργάνωση χωρίς εξουσία;
Υποθέτοντας ότι μια κοινωνική επανάσταση ανέτρεπε τους καπιταλιστές που τώρα ασκούν την εξουσία τους πάνω στην παραγωγή και διανομή του πλούτου. Υποθέτοντας ότι υιοθετώντας πλήρως την θέση των αντιεξουσιαστών ότι η γη και τα εργαλεία της εργασίας γινόντουσαν συλλογική ιδιοκτησία των εργατών που τα χρησιμοποιούν. Μήπως τότε η εξουσία θα εξαφανιζόταν ή θα άλλαζε μόνο μορφή ; Για να δούμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο. Το βαμβάκι πρέπει να περάσει τουλάχιστον από 6 διαδοχικές διαδικασίες προτού καταλήξει στην μορφή της κλωστής και αυτές οι διαδικασίες λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο σε διαφορετικά δωμάτια. Επιπλέον κρατώντας σε λειτουργία τις μηχανές απαιτεί έναν μηχανικό που θα επιβλέπει την ατμομηχανή, τεχνικούς να κάνουν τις επιδιορθώσεις και πολλούς άλλους εργάτες που η δουλειά τους θα είναι να μεταφέρουν τα προϊόντα από ένα δωμάτιο στο άλλο και ούτω καθεξής. Όλοι αυτοί οι εργάτες, άνδρες γυναίκες παιδιά είναι υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν και να τελειώσουν την δουλειά τους υπό την εξουσία του ατμού που ποσώς τον ενδιαφέρει για την προσωπική ανθρώπινη αυτονομία. Οι εργάτες πρέπει εκ τούτου να εξετάσουν τις κατάλληλες ώρες εργασίας/χρονοδιάγραμμα και εφόσον αυτές οι ώρες ορισθούν οφείλουν να τηρούνται από όλους χωρίς εξαίρεση.
Όσο συγκεκριμένα ζητήματα ανακύπτουν σε κάθε δωμάτιο ανά πάσα στιγμή σε σχέση με τον τρόπο παραγωγής, διανομής του υλικού κτλ. πρέπει να λύνονται από μια απόφαση ενός εκπρόσωπου τοποθετημένου σε κάθε κλάδο εργασίας ή αν είναι δυνατόν με μια ψηφοφορία με όρους πλειοψηφίας. Η θέληση του ατόμου θα πρέπει πάντα να υποτάσσεται σε αυτήν την απόφαση που σημαίνει ότι τα ζητήματα του τρόπου παραγωγής θα λύνονται με εξουσιαστικό τρόπο. Η αυτόματη μηχανή του μεγάλου εργοστασίου είναι πολύ πιο δεσποτική από όσο ήταν οι μικροί καπιταλιστές που έχουν υπάλληλους. Σε σχέση με τις ώρες εργασίας κάποιος θα μπορούσε να γράψει στην πύλη αυτών των εργοστασίων Lasciate ogni autonomia, voi che entrate! “Άφησε, εσύ που μπαίνεις, κάθε αυτονομία πίσω σου!.”
Αν ο άνθρωπος με την γνώση του και το εφευρετικό του πνεύμα έχει καθυποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, οι τελευταίες παίρνουν εκδίκηση υποβάλλοντας τον, όσο τις χρησιμοποιεί, σε έναν αληθινό δεσποτισμό ανεξάρτητο από κάθε κοινωνική οργάνωση. Το να θέλεις να καταργήσεις την εξουσία στην μεγάλη βιομηχανία είναι ισάξιο με το να θέλεις να καταργήσεις την βιομηχανία καθεαυτή να καταργήσεις την ατμομηχανή για να γυρίσεις στον τροχό.
Ας πάρουμε άλλο ένα παράδειγμα, τον σιδηρόδρομο. Εδώ και πάλι η συνεργασία ενός άπειρου αριθμού ατόμων είναι απολύτως απαραίτητη και αυτή η συνεργασία πρέπει να ασκείται με ακριβείς καθορισμένες ώρες έτσι ώστε να μην γίνουν ατυχήματα. Εδώ πάλι η κύρια συνθήκη της δουλειάς είναι η κυρίαρχη θέληση που καθορίζει όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είτε είναι η θέληση ενός εκπροσώπου είτε μιας επιτροπής υπεύθυνης με την εκτέλεση των αποφάσεων μιας πλειοψηφίας ατόμων. Όποια και αν είναι η περίπτωση υπάρχει μια σαφής εξουσία. Επιπλέον τι θα γινόταν αν η εξουσία των υπαλλήλων πάνω στους επιβάτες καταργηθεί;
Αλλά η αναγκαιότητα της εξουσίας, και δεσποτική μάλιστα, δεν θα μπορούσε να βρεθεί περισσότερο παρά σε ένα καράβι εν πλω. Εκεί σε συνθήκες κινδύνου, οι ζωές όλων στηρίζονται στην ακαριαία και απόλυτη πειθαρχία στην θέληση του ενός.
Όταν υπέβαλα αυτά τα επιχειρήματα στους πιο λυσσαλέους αντιεξουσιαστές την μόνη απάντηση που μπορούσαν να δώσουν ήταν η ακόλουθη. Ναι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι εξουσία που παραχωρούμε στους διαμεσολαβητές μας αλλά μια εντολή εμπιστοσύνης. Αυτοί οι κύριοι νομίζουν ότι με το να αλλάζουν τα ονόματα των πραγμάτων αλλάζουν και τα πράγματα τα ίδια. Έτσι κοροϊδεύουν τον κόσμο αυτοί οι βαθυστόχαστα διανοητές.
Είδαμε λοιπόν, ότι από τη μια, κάποια εξουσία, ανεξαρτήτως πόσο διαμεσολαβημένη, και από την άλλη μια κάποια υποταγή είναι πράγματα που ανεξαρτήτως όλων των κοινωνικών οργανώσεων επιβάλλονται πάνω μας μαζί με τις υλικές συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγουμε και διανέμουμε προϊόντα.
Είδαμε, εξάλλου, ότι οι υλικές συνθήκες παραγωγής και διανομής αναπόφευκτα αναπτύσσονται με την μεγάλη βιομηχανία και την μεγάλης κλίμακας γεωργία και αυξανόμενα τείνουν να μεγεθύνουν το εύρος της εξουσίας. Εκ τούτου είναι παράλογο να θεωρείς ότι η αρχή της εξουσίας είναι απόλυτα κακή και η αρχή της αυτονομίας απόλυτα καλή. Η εξουσία και η αυτονομία είναι σχετικά πράγματα που οι σφαίρες του κυμαίνονται μαζί με τις διάφορες φάσεις της ανάπτυξης της κοινωνίας. Αν οι αυτόνομοι περιορίζονταν στο να πουν ότι η μελλοντική κοινωνική οργάνωση θα περιορίσει την εξουσία μέσα στα όρια των συνθηκών παραγωγής που την καθιστούν αναπόφευκτη, θα μπορούσαμε να το κατανοήσουμε, αλλά είναι τυφλοί σε όλα τα στοιχεία που την κάνουν απαραίτητη και με πάθος πολεμάνε την ίδια την πραγματικότητα.
Γιατί οι αντιεξουσιαστές δεν περιορίζονται με το να ωρύονται ενάντια στην πολιτική εξουσία και το κράτος; Όλοι οι Σοσιαλιστές συμφωνούν ότι το πολιτικό κράτος και μαζί με αυτό η πολιτική εξουσία θα εξαφανιστούν ως τελικό αποτέλεσμα της επικείμενης κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή, οι δημόσιες υποθέσεις θα χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα και θα μεταμορφωθούν σε απλές διοικητικές λειτουργίες που θα συμβάλλουν στα πραγματικά συμφέροντα της κοινωνίας. Αλλά οι αντιεξουσιαστές απαιτούν το πολιτικό κράτος να καταργηθεί με ένα χτύπημα, ακόμη και πριν οι κοινωνικές συνθήκες που το γέννησαν έχουν καταστραφεί. Απαιτούν η πρώτη πράξη της κοινωνικής επανάστασης να είναι η κατάργηση της εξουσίας. Αυτοί οι κύριοι έχουν δει ποτέ τους μια επανάσταση; Η επανάσταση είναι σίγουρα το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει, είναι η πράξη όπου μια μερίδα του πληθυσμού επιβάλλει την θέληση του στην άλλη μερίδα, με τουφέκια, ξιφολόγχες και κανόνια, εξουσιαστικά μέσα, και εφόσον η νικήτρια μερίδα δεν θελήσει ο αγώνας της να είναι μάταιος, θα πρέπει να διατηρήσει την εξουσία της μέσω του τρόμου που αποθαρρύνει τους αντιδραστικούς. Θα είχε κρατήσει η Παρισινή Κομμούνα έστω μια μέρα αν δεν είχε χρησιμοποιήσει την εξουσία του οπλισμένου λαού ενάντια στην αστική τάξη; Μήπως αντίθετα θα πρέπει να την κατακρίνουμε που δεν την χρησιμοποίησε τόσο ελεύθερα όσο χρειαζόταν;
Κατά συνέπεια, συμβαίνει ένα από τα δύο , είτε οι αντιεξουσιαστές δεν ξέρουν γιατί μιλάνε, σε αυτήν την περίπτωση σπέρνουν σύγχυση είτε όντως ξέρουν και σε αυτήν την περίπτωση προδίδουν το προλεταριακό κίνημα. Όπως και να έχει εξυπηρετούν την αντίδραση.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ορισμένα βιβλία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην παρακολούθηση –εμβάθυνση του θέματος, είναι:
1. «Η Ιστορία των τριών Διεθνών» (Ουίλλιαμ Φόστερ), ιδιαίτερα ο Α’ τόμος σελίδες 35-154 και ο Β τόμος σελίδες 517-529 (εκδόσεις ΑΘΗΝΑ 1975)
2. Ισπανικός εμφύλιος – Η Ιστορία «ξαναγράφεται» στις Κάννες, φύλλα Π.Σ. 304, 305, 307
3. Αναρχισμός ή σοσιαλισμός Ι.Β. Στάλιν , εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ
4. Για τον αναρχισμό, Κ. Μάρξ, Φ. Ένγκελς- εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑ
5. Η αθλιότητα της φιλοσοφίας (Κ. Μάρξ)
6. Η Γερμανική ιδεολογία (K. Μάρξ-Φ. Ένγκελς)
7. Η Διεθνής Ένωση Εργατών και η Συμμαχία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (K. Μάρξ-Φ. Ένγκελς)
8. Η Αριστερά απέναντι στον εαυτό της Β. Σαμαράς - ιδιαίτερα οι σελίδες 413-425
9. Τι να κάνουμε, Β. Ι. Λένιν (σελ.28-79 και 136-145, εκδόσεις ΜΙΚΡΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ)
10. Κράτος και επανάσταση, Β. Ι. Λένιν (σελ. 57-67 και 102-119, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ)
11. Για το φόρο σε είδος, Β. Ι. Λένιν