Το 1964, ο ανταποκριτής του γνωστού αμερικάνικου περιοδικού «Τάιμ» γράφει για τις Γαλλικές Αντίλλες: «4.250 μίλια από το Παρίσι, ιθαγενείς και τουρίστες κάθονται στα ηλιόλουστα τραπεζάκια μασουλώντας κρουασάν και πίνοντας γαλλική μπίρα. Χαμός γίνεται από τα κορναρίσματα των Σίμκα και Πεζώ στους στενούς δρόμους. Τώρα που ο Ντε Γκώλ θα έρθει […] θα βρει τον πληθυσμό -ακόμα και τους κομμουνιστές- αγχωμένο να διατηρήσει τους δεσμούς με τη Γαλλία, όχι να τους χαλαρώσει». Φασαρία λοιπόν και όχι φασαρίες, το ιδανικό κλίμα για επενδύσεις και τουρισμό που άντε να το χαλούσαν πρόσκαιρα οι τυφώνες που τακτικά χτυπούσαν τα νησιά.
Την εγγύηση της ευδαιμονίας για την άρχουσα τάξη την παρείχε ο υποτιθέμενος εχθρός της, η επίσημη Αριστερά. Δηλαδή, το γαλλικό ΚΚ που την εποχή εκείνη έπαιρνε 40% στη Γουαδελούπη, και το Σοσιαλιστικό Κόμμα που σιγά σιγά αντικαθιστούσε το πρώτο, φτάνοντας σταδιακά να κυριαρχήσει στο αρχιπέλαγος. Το δημοψήφισμα στο τέλος του 2003, που θα οδηγούσε -δήθεν- σε περισσότερη αυτονομία, απορρίφθηκε με 72%, συνεπώς η βιτρίνα της πολιτικής ζωής στα νησιά παρέμενε με την ίδια «διαρρύθμιση», όπως ακριβώς τη χάζευαν οι ανταποκριτές πριν από 45 χρόνια. Η εκκωφαντική γενική απεργία και στα δύο μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους, που ουσιαστικά μεταβλήθηκε σε παλλαϊκό ξεσηκωμό, απέδειξε όμως τις υπόγειες διεργασίες οι οποίες αρχικά εκδηλώθηκαν στις πολύνεκρες απεργίες του 1952 και 1967 και κορυφώθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2009, διεργασίες που ελάχιστοι είχαν σημειώσει. Τις απέδωσαν στην τωρινή οικονομική κρίση και τελείωσαν. Πράγματι, η κρίση έπαιξε τεράστιο ρόλο στο ξέσπασμα, όμως τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα.
Η Μαρτινίκα και η Γουαδελούπη είναι τα μεγαλύτερα νησιά στο σύμπλεγμα που ονομάζεται Γαλλικές Αντίλλες και κατοικούνται από περίπου τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους η καθεμία. Βρίσκονται στην Καραϊβική και ανήκουν στο γαλλικό κράτος από τους πειρατικούς χρόνους. Πρόεδρός τους δηλαδή είναι ο Νικολά Σαρκοζί και, αφού αποτελούν υπερπόντιες κτήσεις (D.O.M. σε συντομία) της Γαλλίας, ανήκουν και στην Ε.Ε. Αν και η πιο κοντινή τους ηπειρωτική χώρα είναι η... Βενεζουέλα. Η στρατηγική τους σημασία έγκειται στο ότι είναι τα μάτια της Γαλλίας στην Καραϊβική, αλλά και ένας εμπορικός σταθμός που παλιότερα κατείχε σημαντικό μερίδιο στην εξαγωγή ζάχαρης.
Σταδιακά, βέβαια, η ζάχαρη έδωσε τα σκήπτρα στην μπανάνα που με τη σειρά της παραχώρησε έδαφος στη λεγόμενη τουριστική βιομηχανία. Πάντως, η οικονομία των νησιών διατηρεί τον εξαγωγικό της χαρακτήρα. Το (καθόλου) παράδοξο είναι πως ό,τι εξάγουν τα νησιά το εισάγουν κιόλας. Για παράδειγμα, η κατεργασία της ζάχαρης δεν γίνεται στη Γουαδελούπη. Αποστέλλεται στη Γαλλία για το σκοπό αυτό, για να επιστρέψει στα ράφια των σούπερ μάρκετ με το «απαραίτητο» καπέλο το οποίο ξεπερνά κατά πολύ το 10% που οι ειδικοί υπολογίζουν πάνω-κάτω τη λογική προσαύξηση.
Η αισχροκέρδεια δεν εξαντλείται στο παραπάνω παράδειγμα. Οι τιμές όλων των βασικών ειδών, είτε εισάγονται είτε παράγονται εκεί, τη διετία 2007-2008 αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη, από 60% έως 150%, ενώ οι μισθοί καθηλώθηκαν. Για όποιον φυσικά παίρνει μισθό, αφού η ανεργία αγγίζει κατά τις επίσημες έρευνες το ένα τέταρτο του ενεργού πληθυσμού. Ειδικά στη Γουαδελούπη καταγράφεται ανεργία στους νέους πάνω από 50%. Επιπρόσθετα, εκατοντάδες θέσεις εργασίας άρχισαν να χάνονται με την «επίσημη» έναρξη της οικονομικής κρίσης, δηλαδή τα κραχ στα διεθνή χρηματιστήρια. Μόνο στη Μαρτινίκα, για φέτος, προβλέπουν την απώλεια εννιά χιλιάδων θέσεων. Η εξαιρετικά δύσκολη αυτή κατάσταση αφορά το φτωχό μαύρο πληθυσμό που αποτελεί την πλειονότητα των κατοίκων και είναι αυτός που βγήκε στο προσκήνιο. Τα διάφορα επιδόματα δεν μπόρεσαν τελικά να συγκρατήσουν το ορμητικό ποτάμι της λαϊκής οργής.
Αυτοί που επίσης βγήκαν στον αφρό, αλλά με την αρνητική έννοια, ήταν οι «Μπεκέ», δηλαδή οι λευκοί απόγονοι των γάλλων δουλοκτητών, εμπόρων και γαιοκτημόνων, που αποτελούν την αστική τάξη, την άρρηκτα συνδεδεμένη με το γαλλικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους Γάλλους, δεν είναι όμως παρά το 5% του πληθυσμού. Οι μαύροι, το 80% του πληθυσμού, λέγονται κρεολοί και ανήκουν στην εργατική τάξη που απασχολείται στις βιοτεχνίες και στην οικοδομή ή ανήκουν στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα που κάνουν μικροεμπόριο, δουλειές του ποδαριού, είναι ψαράδες, αγρότες κ.λπ.
Ορισμένοι από τους κρεολούς κατάφεραν να γίνουν επιχειρηματίες, όμως οι βασικοί τομείς της οικονομίας ελέγχονται από τη λευκή μπουρζουαζία. Λίγες φαμίλιες των Μπεκέ ασκούν το μονοπώλιο στα εισαγόμενα είδη, με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να έχουν σχηματίσει καρτέλ για να πουλάνε σε «τουριστικές» τιμές, τις οποίες δεν μπορεί να αντέξει η φτωχολογιά. Μονοπώλιο ασκεί και η πετρελαϊκή εταιρία SARA, θυγατρική της γαλλικής Τοτάλ, ελέγχοντας τα εφτά στα δέκα βενζινάδικα των νησιών και πουλώντας τα καύσιμα μιάμιση φορά πάνω από ό,τι στη Γαλλία.
Στα χέρια των θυγατρικών του γαλλικού κεφαλαίου, οι οποίες διευθύνονται από τους Μπεκέ, έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος της γης. Οι μικροκαλλιεργητές δέχτηκαν τεράστιο πλήγμα τη δεκαετία του '80, όταν τα χωράφια τους δηλητηριάστηκαν από τα φυτοφάρμακα των μπανανοφυτειών. Ηταν το σκάνδαλο της κεπόνης -από το ομώνυμο φυτοφάρμακο- που αποκαλύφθηκε το 2005 και προκάλεσε αντιδράσεις, όχι όμως σοβαρές, από τις τοπικές διοικήσεις που τελικά κάλυψαν τους μεγαλοπαραγωγούς. Πολλοί αγρότες λοιπόν ξεριζώθηκαν και τα οικόπεδά τους χρησίμευσαν για την ανέγερση νέων ξενοδοχειακών μονάδων, στα οποία τελικά αυτοί θα αναζητούσαν δουλειά. Οι κτηματομεσίτες όλου του κόσμου βρήκαν άλλον έναν παράδεισο.
Εν ολίγοις, οι οικονομίες της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας μπορούν να χαρακτηριστούν και αποικιακές. Σε απόλυτους αριθμούς: το 1% του πληθυσμού κατέχει το 50% της γης και το 90% του πλούτου. Τα πάντα σχεδόν εξάγονται στο Παρίσι, το εσωτερικό εμπόριο είναι υποτυπώδες. Η άρχουσα τάξη απολαμβάνει προνόμια που της έχει παραχωρήσει το μητροπολιτικό κεφάλαιο, απομυζώντας τον ιδρώτα των μαύρων εργαζομένων. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός αναπτύσσει τεράστια κερδοφορία και καλύπτει και κάποιες δημοσιονομικές τρύπες στο Παρίσι, εφαρμόζοντας σκληρό φορολογικό σύστημα στα νησιά, με αντάλλαγμα βασικές υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Ετσι είναι όμως ο καπιταλισμός, δεν αναπτύσσεται ισομερώς και με την ίδια μέθοδο σε όλη την επικράτεια.
Η φορολογία, από την άλλη, τσούζει και τους Μπεκέ, αλλά μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος! Πάντως, κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων με τους απεργούς, όπως θα δούμε, κάποιες ντόπιες εργοδοτικές οργανώσεις αποδέχτηκαν τα αιτήματά τους με τον όρο να μειωθούν οι φόροι, ασκώντας έτσι μια πρόσθετη -παράπλευρη- πίεση στον Σαρκοζί. Γενικά στα DOM, ο ντόπιος πληθυσμός βρίσκεται από όλες τις απόψεις στο περιθώριο. Αντιμετωπίζεται ρατσιστικά όταν αιτείται μια θέση στο δημόσιο ή στις ιδιωτικές εταιρίες, αν δεν είναι αυτή θέση εργάτη. Ο πολιτισμός του προβάλλεται μόνο στις φολκλορικές εκδηλώσεις προς τέρψη των τουριστών και, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, διαστρεβλωμένος. Αν η φτώχεια και η ανεργία ήταν οι βασικοί λόγοι που γέννησαν τον ξεσηκωμό, αναμφίβολα και τα παραπάνω έπαιξαν τον καταλυτικό τους ρόλο. Ηταν, σαν να λέμε, η γαρνιτούρα στο κρύο πιάτο που σέρβιρε ο κρεολικός λαός στο γαλλικό κράτος.
Αναπόφευκτα, αλλά και σωστά, τονίστηκε και αυτή η όψη από τους απεργούς, γιατί όχι μόνο έσφιξε την ενότητα του λαού, τοποθετώντας την απεργία για οικονομικά αιτήματα σε μια γενικότερη διαμαρτυρία για την πολιτική του ιμπεριαλισμού, που δεν αφορά μόνο τους χαμηλόμισθους, αλλά και διότι άνοιξε νέους διεκδικητικούς δρόμους, αρκεί κάποιος να θέλει να τους διασχίσει ως το τέλος. Εν πάση περιπτώσει, ο διαχωρισμός, που ακούστηκε και ως σύνθημα, «εμείς» (οι φτωχοί) κρεολοί και «αυτοί» οι (αστοί) Γάλλοι, φαίνεται ότι νομιμοποίησε τον αγώνα στα μάτια της πλατιάς μάζας και κατατρόμαξε τα ντόπια και μητροπολιτικά επιτελεία.
Το γαλλικό κράτος έδειξε να αιφνιδιάζεται από την τροπή που πήραν τα πράγματα, γιατί μάλλον είχε εφησυχάσει από την απουσία ισχυρής αριστερής αντιπολίτευσης. Το γεγονός που διέφυγε της προσοχής των αστικών κομμάτων ήταν η σοβαρότητα της χρεοκοπίας της παραδοσιακής εργατικής αριστοκρατίας στις Αντίλες, συγκεκριμένα της μεγαλύτερης συνομοσπονδίας, της CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών). Η χρεοκοπία αυτή προήλθε από τη συρρίκνωση της επιρροής του ΓΚΚ, από τη συμβιβαστική πολιτική που ασκούσε επί δεκαετίες, από την αδυναμία να δώσει μια έστω απάντηση στις αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς, δηλαδή στις ελαστικές σχέσεις εργασίας, στη γενίκευση της απασχολησιμότητας κ.λπ.
Στη Γουαδελούπη το μεγαλύτερο μέρος των συνδικαλιστών της CGT αποχώρησε για να ιδρύσει την UGTG (Γενική Ενωση Εργατών Γουαδελούπης), με επικεφαλής τον Ελι Ντομοτά, που τροποποίησε λίγο την προηγούμενη γραμμή πλεύσης, προβάλλοντας πλέον και εθνικά ζητήματα. Δεν γινόταν αλλιώς. Το προηγούμενο σχήμα απέτυχε παταγωδώς να διατηρήσει ένα μαζικό χαρακτήρα. Ετσι, η UGTG, αν και δεν έδειξε μέχρι φέτος περισσότερη μαχητικότητα από την προκάτοχό της, κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις της. Η μειοψηφία της GGT πριν από λίγα χρόνια πέρασε στην πολιτική επιρροή μιας τροτσκιστικής οργάνωσης που διατηρεί δεσμούς με τη γαλλική «Εργατική Πάλη» τής (παραγκωνισμένης διεθνώς μπροστά στη «λάμψη» του Ολιβιέ Μπεζανσενό) Αρλέτ Λαγκιγιέ και μετονομάστηκε σε CGTG. Το δε ΚΚ Γουαδελούπης ήδη από τη δεκαετία του '70 είχε διαλέξει αυτόνομη από το γαλλικό κέντρο πορεία, χωρίς βέβαια να σταματήσει να συγγενεύει πολιτικά και ιδεολογικά με το «πατρικό» του και τελικά να αποτελεί σοβαρό αντίπαλο για τον ιμπεριαλισμό. Μετά από διασπάσεις και αποχωρήσεις παρέμεινε ένα κόμμα που πόνταρε στην αίγλη του παρελθόντος των 1.500 μελών, που προσπαθούσε πια και αυτό να προβάλει τον ντόπιο χαρακτήρα του, δίχως όμως σπουδαία αποτελέσματα.
Αν διάβαζε κανείς τον πολιτικό χάρτη της Γουαδελούπης θα έβλεπε: την απουσία συγκροτημένου κομμουνιστικού πυρήνα, τον έλεγχο της περιφερειακής διοίκησης από τους (μπουρζουάδες) σοσιαλιστές, τις σκόρπιες αριστερές ομάδες τροτσκιστών που κάνουν εισοδισμό σε κόμματα και συνδικάτα, τις αδύναμες αυτονομιστικές φωνές από μια εργατική αριστοκρατία πρώην κεντρικά καθοδηγούμενη. Λίγο-πολύ αυτή ήταν η κατάσταση και στη Μαρτινίκα. Οι διαθέσεις του λαού, ο κλασικός άγνωστος Χ, ήταν που δεν έγινε δυνατό να χαρτογραφηθούν.
Τα μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν ήδη από το 2008. Η οικονομική κρίση -όπως σε όλα τα κράτη- φορτώθηκε στην πλάτη του εργαζομένου της Γουαδελούπης που, όπως είδαμε, βρισκόταν σε δυσχερέστερη θέση από το Γάλλο συνάδελφο του στην Ευρώπη. Η UGTG, η CGTG και μερικά μικρότερα σωματεία συμφώνησαν σε ένα διεκδικητικό πλαίσιο που είχε 140 σημεία, χωρισμένα σε δέκα ενότητες. Ο βασικός άξονας ήταν οι αυξήσεις 200 ευρώ καθαρά για όλους τους χαμηλόμισθους και μειώσεις τουλάχιστον κατά 20% σε εκατό βασικά αγαθά. Οι υπόλοιπες ενότητες αφορούσαν προτάσεις για την εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση, τη μεταρρύθμιση των δημοσίων υπηρεσιών, την προβολή του κρεολικού πολιτισμού, το περιβάλλον, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, το καθεστώς της περιοχής κ.λπ. Τις προτάσεις αυτές συνυπέγραψαν πολιτικές δυνάμεις από το ΚΚΓ μέχρι τους Πράσινους. Γιατί όμως διανθίστηκε το άμεσο αίτημα των Αυξήσεων-Τώρα! με μια σειρά (ορισμένων καθαρά ρεφορμιστικών) προτάσεων, που οι περισσότερες ήταν άσχετες κιόλας με το στίγμα που έδωσε η απεργία; Υπήρχαν τρεις απόψεις: η «παναριστερή», η άποψη κάποιων πολιτικών συντακτών των ΜΜΕ και η τρίτη. Η πρώτη λέει ότι ήταν αναγκαίο για τη συνένωση του λαού, για να προβληθούν όλες οι απόψεις που αντιπολιτεύονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τον Σαρκοζί. Η δεύτερη επέμεινε ότι όλα αυτά που ακολούθησαν ήταν η είσοδος στο προσκήνιο ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, συντεταγμένου και με το πρόγραμμά του. Η τρίτη μπορεί να πάρει και τις δυο υπόψη, αλλά και τονίζει τη ρεφορμιστική προέλευση των οργανισμών που έδωσαν ζωή στο πρόγραμμα, άσχετα αν η ταξική πάλη ανέδειξε ως σχεδόν αποκλειστικό το βασικό αίτημα των αυξήσεων και μάλιστα στο πεδίο της σύγκρουσης.
Η συμφωνία έδωσε ζωή στη νέα οργάνωση με το όνομα LKP που στα κρεολικά σημαίνει Λίγκα Ενάντια στην Εκμετάλλευση. Μετά τις νικηφόρες απεργίες στη Γουιάνα και στη Γουαδελούπη, με αίτημα τη μείωση των καυσίμων, τα συνδικάτα του νησιού κάλεσαν σε διαδήλωση ενάντια στην ακρίβεια στις 16 Δεκέμβρη, στην οποία συμμετείχαν 10.000 άνθρωποι. Κατόπιν η LKP έδωσε τις προτάσεις της στον περιφερειάρχη. Αυτός αρνήθηκε να συζητήσει. Ετσι η LKP κήρυξε τη γενική απεργία για τις 20 Γενάρη του νέου έτους.
Η πρώτη μέρα απεργίας πλαισιώθηκε από μια ογκώδη διαδήλωση για τα δεδομένα της Γουαδελούπης με τη συμμετοχή περίπου 15.000 ατόμων. Τέσσερεις μέρες αργότερα ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο νομάρχη και το LKP. Κάτω από την πίεση του κόσμου, οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σε ζωντανή μετάδοση. Το επίσημο κάλεσμα της LKP ήταν: «Σήμερα στο Νομαρχιακό Μέγαρο θα γίνει η συζήτηση […] ανοιχτή για οποιονδήποτε, αλλιώς θα μπορεί να την παρακολουθήσει στο ράδιο ή στο κανάλι 10». Πολύς κόσμος κατέφτασε για να δώσει δύναμη στα συνδικάτα κατά τη διαπραγμάτευση, χιλιάδες την παρακολούθησαν και εντέλει το γεγονός της ανοιχτής ακρόασης αποδείχτηκε καταστροφικό για το αστικό μπλοκ. Ο νομάρχης κάτι μασουλούσε για οικονομική κρίση, υπερβολικά αιτήματα, «Δεν ξέρω τι θα πει το Παρίσι, πείτε μου πώς θα γίνει κ.λπ.», με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να κατέβουν 40.000 στο δρόμο για να του δείξουν «πώς θα γίνει». Η κουβέντα κράτησε μέχρι τις 28 Γενάρη, οπότε διακόπηκε χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Σαρκοζί, από τις πρώτες μέρες, δέσμευσε στο νησί πάνω από δυο χιλιάδες CRS (τα γαλλικά ΜΑΤ), τα οποία κατέλυσαν στα ξενοδοχεία που έμειναν άδεια από τις ακυρώσεις των τουριστών. Πολλοί ανεξάρτητοι ανταποκριτές σημείωσαν το ρατσιστικό μίσος των λευκών ματατζήδων πάνω στα κεφάλια και τα σώματα των μαύρων απεργών. Ο συνδικαλιστής Αλεξ Λολιά περιγράφει το παραλίγο λιντσάρισμά του: «Είδαμε τη νέγρικη βρομόφατσά σου στην τηλεόραση και τώρα θα σ'τη διαλύσουμε. Βρομερέ σκυλάραπα!»
Η αντίδραση του κράτους ήταν η προβλεπόμενη για τέτοιες περιπτώσεις, όμως η ορμή της απεργίας δεν μπορούσε να ανακοπεί. Είχε συσσωρευτεί τόση οργή, που τα αστυνομικά μέτρα συσπείρωσαν το λαό αντί να τον τρομοκρατήσουν, έφεραν δηλαδή το αντίθετο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Ελί Ντομοτά, επικεφαλής πλέον και του LKP, η γαλλική κυβέρνηση διάβασε λάθος την κατάσταση: «Αν όλοι είχαν διαπραγματευτεί από την αρχή, θα μπορούσαμε να είχαμε επιλύσει τη σύγκρουση σε λιγότερο από δέκα μέρες». Ισως όμως και ο ίδιος αιφνιδιάστηκε και δεν περίμενε ότι η φωτιά θα γίνει πυρκαγιά, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο επόμενος μεσολαβητής που κατέφτασε στη Γουαδελούπη αυτή τη φορά ήταν… αρμόδιος. Ο Ιβ Γιεγκό είναι ο υπουργός υπερπόντιων κτήσεων, και στις αρχές Φλεβάρη ξαναξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις παρουσία των εργοδοτικών οργανώσεων. Από τα πρώτα πράγματα που ζήτησε και κέρδισε ήταν να σταματήσουν οι ζωντανές μεταδόσεις. Το LKP διαμαρτυρήθηκε χλιαρά, αλλά το αποδέχτηκε. Ο υπουργός και η εργοδοσία, ενώ αρχικά αρνούνταν τα πάντα, μετά από λίγες μέρες συμφώνησαν για την αύξηση που πρότειναν τα συνδικάτα και 10% μείωση στα είδη πρώτης ανάγκης με τον όρο να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία. Η στάση άλλαξε γιατί από τις 5 Φλεβάρη η Μαρτινίκα κατέβαινε επίσης σε γενική απεργία με τα ίδια αιτήματα. Και εκεί συγκροτήθηκε μια ομοσπονδία οργανώσεων και συνδικάτων, η «Κολεκτίβα 5 Φλεβάρη». Η γαλλική κυβέρνηση όμως διαμήνυσε ότι η προκαταρκτική συμφωνία δεν θα γίνει αποδεκτή, οπότε ο υπουργός στις 8 Φλεβάρη γύρισε άρον άρον στο Παρίσι.
Ξεκινούσε μια κούρσα αντοχής. Από τη μια, το Παρίσι είχε επιπλέον να αντιμετωπίσει την αποχή των φοιτητών και του εκπαιδευτικού προσωπικού, αλλά και την απεργία για την ακρίβεια, που έγινε στις 29 Γενάρη, με δυο εκατομμύρια απεργούς, ενόψει της επόμενης που έμενε να καθοριστεί η ημερομηνία της. Από την άλλη, οι απεργοί της Γουαδελούπης ήταν ήδη τρεις εβδομάδες στους δρόμους. Τα κανάλια έδειχναν άδεια ράφια των σούπερ μάρκετ και όσα από αυτά είχαν ακόμη κάποια αγαθά άνοιγαν για λίγα λεπτά από απεργοσπάστες υπό την κάλυψη της αστυνομίας. Μέχρι να επιτεθούν οι απεργοί.
Το LKP φρόντισε όμως να λειτουργούν οι λαϊκές και μάλιστα σε τιμές σχεδόν του κόστους. Το σπουδαιότερο όμως; Η απεργία στη Μαρτινίκα και το αλληλέγγυο μήνυμα που έστελνε πολλαπλασίασαν τη δυναμική των απεργών και στα δυο νησιά. Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο. Πλέον οι διαδηλωτές έφταναν τους εκατό χιλιάδες, καταλήφθηκαν δημόσιες υπηρεσίες και για λίγο το αεροδρόμιο, σούπερ μάρκετ λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, οι συγκρούσεις με την αστυνομία απλώθηκαν σε όλο το Πουάντ-α-Πιτρ, την πρωτεύουσα. Στήθηκαν παντού οδοφράγματα. Σε κάποιες περιοχές ακούστηκε ότι ανταλλάχτηκαν πυροβολισμοί. Στις 17 Φλεβάρη δολοφονείται από «αγνώστους» ο Ζακ Μπινό, συνδικαλιστής της CGTG, μέσα στο αυτοκίνητό του. Η προβοκάτσια δεν μένει αναπάντητη. Δεκάδες χιλιάδες κατακλύζουν τους δρόμους. Οι συλληφθέντες είναι δεκάδες, αλλά οι διαδηλώσεις στα αστυνομικά τμήματα πετυχαίνουν την άμεση απελευθέρωση των περισσοτέρων. Το LKP κάνει έκκληση για ηρεμία και το πολιτικό προσωπικό της γαλλικής αστικής τάξης δείχνει τα πρώτα σημάδια πανικού. Ο Σαρκοζί δεσμεύεται ότι σύντομα θα ανακοινωθούν οι προτάσεις του, αλλά εν τω μεταξύ στέλνει άλλους τριακόσιους της Ειδικής Αστυνομίας. Η αρχηγός των σοσιαλιστών Μαρτίν Ομπρί δηλώνει λίγο πιο πριν ότι ο πρόεδρος κωφεύει στις προσδοκίες των Γάλλων και πως αυτή φοβάται τη διάδοση των γεγονότων των Αντιλών και άρα πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατό για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό.
Τρεις-τέσσερεις μέρες μετά τη δολοφονία του Μπινό έρχονται στην εξεγερμένη Γουαδελούπη οι παράγοντες της αντιπολίτευσης, η Σεγκολέν Ρουαγιάλ από το ΣΚ, ο Ολιβιέ Μπεζανσενό από το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα, ο Ζοζέ Μποβέ -«αντιπαγκοσμιοποιητής»- και εκπρόσωπος του ΓΚΚ. Η Ρουαγιάλ ήρθε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, καθώς οι δικοί της άνθρωποι στο νησί στις 15 Φλεβάρη πρότειναν το εξευτελιστικό επίδομα των 100 ευρώ για τρεις μήνες, που απορρίφθηκε ασυζητητί από τους απεργούς. Ακόμα κι έτσι, κατήγγειλε τα μονοπώλια που διαχειρίζονται το εμπόριο στις Αντίλες καθώς και τη στάση της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις. Ζήτησε περισσότερο έλεγχο στις τιμές, μια δήλωση εξαιτίας της οποίας, όταν γύρισε στο Παρίσι, μόνο με τα αβγά δεν την πήρανε. Οι αρχές του νησιού ελέγχονται από τους Σοσιαλιστές και τώρα θυμήθηκαν να διαμαρτυρηθούν!
Ο Μπεζανσενό, από την άλλη, εξέφρασε την αλληλεγγύη του και αφέθηκε στο βερμπαλισμό: «Αυτό που κάνετε εσείς εδώ θα το κάνουμε και εμείς στη Γαλλία». Η στήριξη που παρείχε το Ν.Α.Κ. μπορεί να θεωρηθεί ως «εντός αποδεκτού πλαισίου» και καθυστερημένη. Κάποιες εκδηλώσεις, ένα μικρό συλλαλητήριο από κοινού με το ΓΚΚ και τη CGT και συμμετοχή στις διαδηλώσεις αλληλεγγύης που διοργάνωσαν στις 28 Φλεβάρη στις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας οι κρεολικές κοινότητες είναι το μίνιμουμ για το «κόμμα που ίσως θα ανέτρεπε στις ευρωεκλογές το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία».
Ηλθαν, είδαν και απήλθαν. Η αντιπολίτευση ουσιαστικά δήλωσε το παρών για να καλύψει εσωτερικές της ανάγκες, παρά για να πιάσει στα χέρια την καυτή πατάτα της εξέγερσης. Γι’ αυτό άλλωστε κατηγορήθηκε για ανευθυνότητα από την κυβέρνηση και όχι για ενεργό συμμετοχή στην αναταραχή. Το ότι δεν θα ρίξουν λάδι στη φωτιά φρόντισαν να το αποδείξουν με την απόφαση που πήραν τα οχτώ βασικά συνδικάτα μετά τη συνάντηση των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων, δηλαδή της κυβέρνησης, των συνδικάτων και της εργοδοσίας, στις 18 Φλεβάρη: 24ωρη γενική απεργία για τη φτώχεια και τις απολύσεις στις… 19 του Μάρτη.
Ο Σαρκοζί στις 20 Φλεβάρη ανακοινώνει τα μέτρα που προτίθεται να πάρει. Εκτακτη επιδότηση 580 εκατ. ευρώ για τα DOM, εκ των οποίων τα μισά για τη Γουαδελούπη, για να τονωθεί η αγορά, και μέτρα για τον έλεγχο των τιμών. Η πρόταση δεν μπαίνει καν στο τραπέζι γιατί απαντά στο αίτημα της τοπικής εργοδοσίας και όχι των απεργών. Η παγίδα παραήταν προφανής, αν και το μήνυμα είχε και άλλους αποδέκτες. Στις 24 Φλεβάρη ξεκινάει ο τελευταίος, όπως αποδείχτηκε, κύκλος διαπραγματεύσεων όπου η κυβέρνηση χρησιμοποίησε δύο τρικ, βλέποντας την επιθυμία του LKP να τελειώνει αυτή η ιστορία. Εγινε δεκτό το βασικό αίτημα για αύξηση 200 ευρώ σε όσους αμείβονταν με μέχρι μιάμιση φορά τον κατώτατο μισθό κάθε κατηγορίας, για γενικές αυξήσεις στους υπόλοιπους και μείωση των τιμών των βασικών αγαθών έως 20%. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για προσλήψεις κ.λπ. καθώς και ότι τα σημεία του προγράμματος του LKP θα γίνουν αντικείμενο συζήτησης («υιοθετήθηκαν», κατά τους τροτσκιστές).
Απ’ τα 200 ευρώ, τα 50 θα τα έδινε το κράτος, 50 η τοπική αυτοδιοίκηση και 100 η εργοδοσία για τρία χρόνια. Μετά θα αναλάβει μόνη της η εργοδοσία. Αλλά μέχρι τότε βλέπουμε… Το δεύτερο τρικ ήταν ότι το παράρτημα του γαλλικού ΣΕΒ, η MEDeF, αρνήθηκε να υπογράψει τη συμφωνία, αντίθετα από τις τοπικές εργοδοτικές οργανώσεις, υπονοώντας ότι ανά πάσα στιγμή, όταν ο συσχετισμός το επιτρέψει, θα την προσβάλει. Κάτι που έτσι κι αλλιώς θα μπορούσε να πράξει ακόμα και αν υπέγραφε. Ο Ντομοτά καθησύχασε πάντως γι’ αυτό το λαό λέγοντας ότι «δεν έχει τόση σημασία που η MEDeF δεν υπέγραψε γιατί εκπροσωπεί 450 εταιρίες και λιγότερους από 4.000 υπαλλήλους. Τις επόμενες μέρες θα ζητήσουμε την επέκταση και σ’ αυτές».
Στις 4 Μάρτη υπογράφεται η συμφωνία που ονομάστηκε «Ζακ Μπινό» και παύει η γενική απεργία. Συνεχίζουν λίγα σωματεία, αυτά που δεν καλύφθηκαν από τη συμφωνία. Μία εβδομάδα μετά λήγει νικηφόρα και η γενική απεργία της Μαρτινίκας. Για 44 και 38 μέρες αντίστοιχα, ο λαός των Αντιλών έδειξε μια πρωτοφανή μαχητικότητα και προσήλωση στο στόχο του, τέτοια που προκάλεσε τριγμούς στο αστικό πολιτικό οικοδόμημα, μα, το κυριότερο για σήμερα, οδήγησε στην επιτυχία. Μερικοί είπαν ότι τόσες μέρες απεργίας ήταν πολλές για 200 ευρώ (λίγα είναι;) ή ονειρεύονταν μια άλλη κατάληξη. Ο λαός, όμως, μέσα από το μαζικό του αγώνα, ανάγκασε σε υποχώρηση την αστική τάξη και έκανε ένα βήμα μπροστά για να μπορέσει να περιφρουρήσει τις κατακτήσεις του, να τις διευρύνει και κάποια στιγμή να διεκδικήσει την πρόοδό του. Από την εξέγερση φάνηκε και κάτι άλλο. Η ενότητα δεν γεννήθηκε από το LKP, αλλά από τις αντικειμενικές συνθήκες. Το LKP, ο «υποκειμενικός» παράγοντας, δεν κήρυξε ξαφνικά και απ’ το πουθενά την απεργία με το συγκεκριμένο αίτημα, απλώς κατάφερε και κωδικοποίησε σ’ αυτό τη γενικότερη επιθυμία του λαού για αυξήσεις και τη διάθεση να αγωνιστεί γι’ αυτό τώρα.
Το αν το βασικό αίτημα συμπληρώθηκε με κάτι σαν πρόγραμμα είναι άλλο ζήτημα. Εξέφραζε την επιθυμία κάποιων πολιτικών δυνάμεων του νησιού να διεκδικήσουν μεγαλύτερη τοπική συμμετοχή στις αποφάσεις και να διαχειριστούν σε μεγαλύτερο βαθμό την ανάπτυξη του νησιού. Σύμφωνα με τον Ελί Ντομοτά: «Για αργότερα έχουμε και αιτήματα για την εκπαίδευση, την απασχόληση και το περιβάλλον.[…]Πρέπει να δημιουργήσουμε μια πραγματική πολιτική για τον τουρισμό και να διαφημίσουμε τη Γουαδελούπη ως προορισμό. Να αναπτύξουμε και τουρισμό πολυτελείας, όχι με τον τρόπο που γίνεται στην Κούβα και στο Σάντο Ντομίνγκο…».
Θα μπορούσε να γίνει κάτι ακόμα περισσότερο; Απ’ τη στιγμή που κατά τη διάρκεια των γεγονότων το LKP κράτησε μέχρι τέλους τον έλεγχο του κινήματος και δεν αναδείχθηκε τότε ένα νέο υποκείμενο, η επιτυχία στην οποία έφτασε ο αγώνας θεωρήθηκε σχεδόν απ’ όλους αρκετή. Το ερώτημα λοιπόν αφορά το μέλλον. Οι λαοί της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας κατέγραψαν μια σημαντική επιτυχία που προήλθε από σκληρό αγώνα. Ο αγώνας αυτός καθαυτός και οι διαδικασίες του θα αποτελέσουν μια σημαντική παρακαταθήκη για τη συνέχεια.