Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

1-9-1939, 70 χρόνια μετά: Η ιδεολογική τρομοκρατία του καπιταλιστικού μονόδρομου έχει ανάγκη τη «διόρθωση» της ιστορίας

Την ίδια ώρα που 70 χρόνια πριν, την 1-9-1939, τα γερμανικά κανόνια έβαλλαν κατά του οχυρού Βέστερπλατε έξω από το Γκντανσκ της Πολωνίας, ξεκινούσε η εκδήλωση για την επέτειο της έναρξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με τη συμμετοχή του Βλαντιμίρ Πούτιν, της Αγκελα Μέρκελ, του γάλλου πρωθυπουργού Φρανσουά Φιγιόν, του Μπερλουσκόνι και πολλών άλλων.
Αυτό που σχολιάστηκε ιδιαίτερα ήταν η μεθοδευμένη παρέμβαση του Πούτιν, που περιγράφηκε και σαν άνοιγμα της Ρωσίας προς την αστική τάξη της Πολωνίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο (εντυπωσιάζοντας πολλούς), πρώτη φορά ο Πούτιν στην ιστορική του διήγηση συμπεριέλαβε (ανιστόρητα αλλά συνειδητά) στις πολιτικές «κατευνασμού» των Ναζί -όπως τις ονόμαζε η Δύση τότε και τις πολέμησε επίμονα η Σοβιετική Ενωση- το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Δεν είμαστε βέβαια απ’ αυτούς που θα περίμεναν από τον Πούτιν να υπερασπιστεί τους αγώνες των λαών ενάντια στο ναζιφασισμό. Ούτε αντίστοιχα να υπερασπιστεί την εποποιία, τις ηρωικές θυσίες του λαού της Σοβιετικής Ενωσης και το σπουδαίο ρόλο της τότε ηγεσίας του. Η μπροσούρα του σ. Βασίλη Σαμαρά με τίτλο «Από το Μόναχο στο Πότσνταμ 1938-1945», παραθέτοντας τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα πριν και μετά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, καταδεικνύει πως η σπουδαία αυτή ταχτική της Σοβιετικής Ενωσης και του Στάλιν χάλασε τα σχέδια των καιροσκόπων της πολιτικής του κατευνασμού (Αγγλία – Γαλλία - Η.Π.Α.). «Πολιτική κατευνασμού» ονόμαζαν οι δυνάμεις της Δύσης την προκλητική ανοχή τους στην άνοδο και την προέλαση του ναζιφασισμού προκειμένου να τους απαλλάξει από την παρουσία στην Ευρώπη του σοσιαλιστικού κράτους της Ε.Σ.Σ.Δ. που προέκυψε μετά την επανάσταση του 1917.
Του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης στις 23-08-39 προηγήθηκαν μια σειρά γεγονότα που έκαναν φανερές τόσο τις διαθέσεις και τους προσανατολισμούς της ναζιστικής Γερμανίας όσο και τον καιροσκοπισμό των Δυτικών. Οταν η ηγεσία της Ε.Σ.Σ.Δ. υπέγραφε το σύμφωνο μη επίθεσης, ζητούμενο ήταν αφενός το κέρδισμα χρόνου, μα κυρίως επιδίωκε να χαλάσει όσο μπορούσε τα καιροσκοπικά σχέδια των Δυτικών και να διασφαλίσει τους καλύτερους δυνατούς πολιτικοστρατιωτικούς όρους για τη συντριβή του ναζιφασισμού στον πόλεμο που ουσιαστικά είχε ξεκινήσει αρκετά πριν την 1-09-1939. Και, όπως συνέβη, στην ιστορία που οι σύγχρονοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού θέλουν να «διορθώσουν», οι λαοί με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές και βαρύνοντα το ρόλο της Ε.Σ.Σ.Δ. και του Κόκκινου Στρατού συνέτριψαν το ναζιφασισμό και η σημαία με το σφυροδρέπανο υψώθηκε στο Ράιχσταγκ. Η ανθρωπότητα απαλλάχτηκε από τη φρίκη του φασισμού, το κομμουνιστικό κίνημα, με βάση το ρόλο του και στον πόλεμο, είχε μια δεύτερη νίκη μετά το 1917 που επέφερε μια σειρά κέρδη και σε μια σειρά επίπεδα για όλους τους λαούς του κόσμου.
Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ακόμη κι εκεί που οι αστικές τάξεις μετά το 1945 συγκρατούν την εξουσία, αναγκάζονται με βάση την πραγματικότητα και όχι πλέον το φάντασμα του κομμουνισμού να κάνουν μια σειρά παραχωρήσεις στην εργατική τάξη και στους λαούς. Παραχωρήσεις που εδώ και χρόνια πασχίζουν επίμονα και λυσσαλέα να τις πάρουν πίσω, μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση και την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος.
Οπως έχουμε ξαναεπισημάνει, η απάντηση του συστήματος στην κρίση του 1929 και της δεκαετίας του '30 δεν ήταν οι κεϊνσιανές πολιτικές. Η απάντηση ήταν ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Αυτές τις πολιτικές του κοινωνικού κράτους και των παροχών αναγκάστηκε να τις κάνει και τις έκανε κυρίως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά που υψώθηκε το σφυροδρέπανο στο Ράιχσταγκ.
Να λοιπόν γιατί η ιστορία πρέπει να «διορθωθεί»… Να φορτωθούν όλα από πλευράς καπιταλισμού στον τρελό Χίτλερ και ύστερα, αφού η μεταφυσική πάρει τη θέση της ορθολογικής αντίληψης, με απίθανα ψέματα, διαστρεβλώσεις και αποσιωπήσεις, με τις παρακαταθήκες του Γκέμπελς και τις σύγχρονες μεταμοντέρνες μικρές αφηγήσεις, φτάνουμε βήμα το βήμα στην εξίσωση κομμουνισμός = φασισμός. Στην εξίσωση που προσβάλλει την ανθρώπινη λογική, ιστορία και μνήμη και που όμως έχει αξία χρήσης για το σύστημα και πρέπει να διατυπωθεί.
Το πράγμα έχει ιστορία. Αλλωστε ο αντικομμουνισμός εμφανίζεται από τα πρώτα βήματα του κομμουνιστικού κινήματος και ξεκινά και βασίζεται πάντα στη συκοφαντία και το ψέμα, για να πάρει σε μια σειρά περιπτώσεις τη μορφή διώξεων, τρομοκρατίας και δολοφονιών. Μια ιδιαίτερη σελίδα του αντικομμουνισμού ανοίγει μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ με την αντισταλινική προπαγάνδα της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής ηγεσίας. Μα αυτό που κύρια θρέφει τα επόμενα χρόνια την αντικομμουνιστική προπαγάνδα είναι η ίδια η πραγματικότητα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και η αποδόμηση των σοσιαλιστικών χωρών.
Οι εξελίξεις του 1989-1990 αποθεώνουν τους επαγγελματίες του είδους, ενώ βρίσκουν (συχνά ακριβοπληρωμένη) δουλειά ακόμη και οι πιο αδαείς μα πρόθυμοι για να δημιουργηθεί η γνωστή αντικομμουνιστική υστερία της δεκαετίας του 1990 που, προσαρμοσμένη στις εξελίξεις, συνεχίζεται και δεν λέει να σταματήσει. Και, όπως έχουμε πει, ο στόχος δεν είναι ο «νεκρός» κομμουνισμός και η «διόρθωση» της ιστορίας για ιστορικούς λόγους. Στόχος είναι η παραγωγή πολιτικών αξιών χρήσης στο σήμερα…
Οι τυχάρπαστες, ανιστόρητες και θλιβερές ηγεσίες των χωρών της ανατολικής Ευρώπης μετά το '89-90 ξερνούν μίσος για την ιστορία των χωρών τους και ουσιαστικά για τους λαούς τους και υποθηκεύουν το παρόν και το μέλλον για να έχουν την εύνοια των ιμπεριαλιστών της Δύσης. Χαϊδεύτηκαν και με όρους ανταγωνισμού από Ε.Ε. και Η.Π.Α. Από τη μια τα χάδια, από την άλλη ο φόβος των λαών τις έκανε να έχουν τον αντικομμουνισμό σαν βασικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Βέβαια, τα χάδια και τα ευφυολογήματα περί νέας Ευρώπης του Μπους τα προηγούμενα χρόνια έπιασαν τα όριά τους ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της κρίσης η οποία κόβει τα χάδια και οδηγεί κάθε κατεργάρη στον πάγκο του.
Την ίδια ώρα οξύνεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός Η.Π.Α.-ΡΩΣΙΑΣ, ενώ παράλληλα κάποια σημάδια αφύπνισης των λαών εντείνουν την ανασφάλεια σ’ αυτές τις νεόκοπες αστικές τάξεις. Ολα αυτά σ’ αυτές τις χώρες έχουν δημιουργήσει ένα ντελίριο αντικομμουνισμού στις αστικές τάξεις, το οποίο αξιοποιείται ιδιαίτερα από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Την ώρα μάλιστα που όλοι διαβλέπουν πως οι συνέπειες της κρίσης θα φορτώνονται για χρόνια στους λαούς, την ίδια ώρα που το σύστημα στην Ευρώπη και παγκόσμια βρίσκει ευκαιρία για να επιβάλει βαριές διαρθρωτικές αλλαγές και αντιμεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της στρατηγικής του επίθεσης σε βάρος των λαών, καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλη πολιτική αξία χρήσης έχει ο αντικομμουνισμός και η «διόρθωση»-διαστρέβλωση της λαμπρής ιστορίας του μεγαλύτερου απελευθερωτικού κινήματος που γνώρισε η ιστορία της ανθρωπότητας.
Το ζήτημα σε ό,τι μας αφορά δεν είναι ιστορικό ή θεωρητικό. Το ζήτημα της ουσιαστικής υπεράσπισης του κομμουνιστικού κινήματος είναι αναγκαιότητα της πάλης των λαών απέναντι στη σύγχρονη καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Και αυτή η αναγκαιότητα κάθε άλλο παρά υπηρετείται από την Αριστερά που αναμασάει τις μικρές ή τις μεγάλες αφηγήσεις του συστήματος. Ούτε από κόμματα σαν το ΚΚΕ που, 50 χρόνια μετά και αφού δεν μπορεί αλλιώς, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για το ρόλο του όλα αυτά τα χρόνια, εμφανίζεται υπερασπιστής του κομμουνιστικού κινήματος.
Η ένταση της ταξικής πάλης τις μέρες που έρχονται θα ενισχύει την ανάγκη των λαϊκών μαζών ν’ αναζητούν την Αριστερά. Κι εκείνοι που θα τολμούν να μπαίνουν θαρρετά και μ’ όλα τα ρίσκα και τις συνέπειες στην πρώτη γραμμή της λαϊκής πάλης στις συγκρούσεις που έρχονται θα είναι αυτοί που θα μπορέσουν πραγματικά να εμπνεύσουν την κομμουνιστική προοπτική και να την κάνουν σε μια πορεία ξανά υπόθεση των μαζών. Αυτοί που αφενός θ’ αντικρούουν τις αφηγήσεις του συστήματος και ταυτόχρονα δεν θα αρκούνται σε εύκολες απαντήσεις στα ζητήματα που μένουν αναπάντητα και καλείται να τ’ απαντήσει το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας.
Κλείνοντας, θα επιχειρήσουμε μια αναφορά με αφορμή την εξίσωση κομμουνισμού-φασισμού που επιχειρήθηκε να διατυπωθεί και στην εκδήλωση στο Γκντανσκ με τη σχετική πρόταση της τσέχικης προεδρίας της Ε.Ε., που ψηφίστηκε τον Απρίλη από το Ευρωκοινοβούλιο για την καθιέρωση της 23ης Αυγούστου ως μέρας μνήμης των θυμάτων ναζιστικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Στο φόντο των τελευταίων εξελίξεων και μέσα από τη συζήτηση των προηγούμενων ευρωεκλογών αποκαλύφθηκε πλατιά ο διακοσμητικός ρόλος του Ευρωκοινοβουλίου στο επίπεδο των πολιτικών αποφάσεων. Στο επίπεδο όμως της αντικομμουνιστικής δράσης είναι υπερδραστήριο. Τα αντικομμουνιστικά μνημόνια διαδέχονται το ένα το άλλο και εναλλάσσονται με ψηφίσματα, διακηρύξεις και μια σειρά αντικομμουνιστικές πρωτοβουλίες στον ευρωπαϊκό χώρο εντός ή εκτός και παράλληλα με το Ευρωκοινοβούλιο. Το ΚΚΕ, παρ' όλα αυτά, μπροστά στην εκλογική του αγωνία βρίζει τον κόσμο ακόμη και της επιρροής του που απαξίωσε μαζικά την απάτη του Ευρωκοινοβουλίου με τη στάση της αποχής.
Εμείς αντίθετα χαιρόμαστε ιδιαίτερα γι’ αυτή την απαξίωση των θεσμών του συστήματος σαν το Ευρωκοινοβούλιο και όχι μόνο. Θεωρούμε ότι ο λαός μέσα από την πάλη του θα απαξιώσει παραπέρα και τους θεσμούς και τη βρόμικη προπαγάνδα του συστήματος. Θα φτιάξει μέσα από μια πορεία (διόλου εύκολη αλήθεια) ξανά τις δικές του αξίες. Και οι αριστεροί που θέλουν να είναι εκεί θα συμβάλουν να βρει η λαϊκή πάλη πιο γρήγορα το δρόμο και τις αξίες που της ταιριάζουν.
Μέσα από μια τέτοια διαδικασία και μόνο θα βρουν και οι αγώνες των κομμουνιστών της προηγούμενης περιόδου τη δικαίωσή τους.