Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

Τίνος τα προβλήματα θέλει να λύσει ο Ομπάμα. Μέρος Β'

Το άνοιγμα στο μουσουλμανικό κόσμο

Ευδιάκριτη η διαφοροποίηση στον τρόπο που προσεγγίζει το ζήτημα ο Ομπάμα σε σχέση με το πώς αντιμετωπιζόταν από την πολιτική Τσένι-Μπους. Θα πρέπει βέβαια να είναι σαφές ότι αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ παραιτούνται από τους βασικούς στόχους και επιδιώξεις τους στην περιοχή. Αυτό που διαφοροποιείται είναι ο τρόπος των προβλημάτων (που τα όξυνε η πολιτική Μπους) και των δυνάμεων της περιοχής. Η πολιτική Τσένι-Μπους της «δημοκρατικής αναμόρφωσης» της πολιτικής της Μ. Ανατολής, που σηματοδοτήθηκε από την επιδρομή και κατάληψη του Ιράκ (και προηγούμενα του Αφγανιστάν), δημιούργησε περισσότερα παρά έλυσε τα προβλήματα που ήθελαν να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ.

Προκάλεσε την ιρακινή (και στη συνέχεια την αφγανική) αντίσταση που ανέδειξαν τα αδιέξοδα της στρατηγικής των ΗΠΑ. Δημιούργησε ρήγμα στις σχέσεις με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (και βασικά Γαλλία, Γερμανία) και ανέδειξε έτσι τη σημασία του ζητήματος των συμμαχιών. Ωθησε με αυτόν τον τρόπο αυτές τις δυνάμεις στο να αναζητήσουν και άλλους τρόπους απάντησης στο ενεργειακό πρόβλημα (ρωσικό αέριο) που να αντισταθμίζουν την εξάρτησή τους από το -ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ- μεσανατολικό πετρέλαιο. Συνέβαλε έτσι στο να ανοίξουν δρόμοι για την επανεμφάνιση της Ρωσίας στην περιοχή αλλά και συνολικά στο παγκόσμιο πλαίσιο. Προκάλεσε την παγκόσμια κατακραυγή και οδήγησε σε ενίσχυση των αντιαμερικανικών, αντιιμπεριαλιστικών τάσεων και διαθέσεων σε όλο τον κόσμο.

Απέτυχε στη βασική της επιδίωξη να αναδείξει και διαμορφώσει δυνάμεις που αξιόπιστα να εκφράζουν και να προωθούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή. Αντίθετα, ενίσχυσε τις δυνάμεις που ήθελε να εξουδετερώσει, με χαρακτηριστική περίπτωση το Ιράν και προκαλώντας την εμφάνιση και ενίσχυση δυνάμεων όπως οι Ταλιμπάν, η Χεζμπολάχ, η Χαμάς. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να έχει ένα τεράστιο οικονομικό κόστος, ενώ τα αντίστοιχα οφέλη βρίσκονται ακόμη μακριά από αυτά που υπολογίζονταν.

Ολα αυτά και σε συνδυασμό με τις απώλειες του αμερικανικού στρατού «μετέφεραν» το πρόβλημα στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενισχύοντας τις τάσεις αμφισβήτησης αυτής της πολιτικής. Μια αμφισβήτηση που έφτασε και στα ανώτερα κλιμάκια και εκφράστηκε με την έκθεση Χάμιλτον Ουόρεν, την παραίτηση Πάουελ ή και την απομάκρυνση του Ράμσφελντ. Αναγκαίος συνεπώς ο επανασχεδιασμός της πολιτικής τους. Αυτό θα πρέπει να το δούμε σε συνδυασμό με όσα αναφέραμε προηγούμενα. Τις διαφοροποιήσεις στο πεδίο της στρατηγικής, στο ζήτημα των συμμαχιών. Ειδικότερα, με την αντιμετώπιση των «πρώην εχθρών» και του ζητήματος που έχει αναδειχτεί στην Κ. Ασία, όπως αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος, καθώς βέβαια και τα προβλήματα που θέτει η οικονομική κρίση.

Πέρα από τα προηγούμενα, η βασική στροφή αφορά το πώς προσεγγίζονται και σε αναφορά με ποια κατεύθυνση οι δυνάμεις της περιοχής. Η πολιτική Τσένι, βασιζόμενη κατά κύριο λόγο στην πολιτική, οικονομική και βασικά στρατιωτική πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν οι ΗΠΑ, στόχευε στο να «κατασκευάσει» κατά κάποιον τρόπο πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στα μέτρα των ΗΠΑ. Αυτό, όπως άλλωστε θα 'πρεπε να 'ναι αναμενόμενο, απέτυχε. Αυτό που «σκέφτονται» πλέον τα αμερικανικά επιτελεία είναι όχι να «αναμορφώσουν» αυτές τις δυνάμεις αλλά να αναζητήσουν ένα νέο modus vivendi με αυτές. Εννοείται, στη βάση των αμερικανικών σχεδιασμών και υπαγορεύσεων αλλά και λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις δυνάμεις. Ακόμη περισσότερο, να χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις στους γενικότερους σχεδιασμούς τους, όπως αναφερθήκαμε προηγούμενα (σε σχέση με Αφγανιστάν, Κ. Ασία, Ιράν).

Βεβαίως, ένα ζήτημα είναι ο σχεδιασμός αυτών των κατευθύνσεων και ένα άλλο η υλοποίησή τους, ιδιαίτερα μάλιστα σ' ένα πεδίο σαν αυτό της Μ. Ανατολής με τα μύρια προβλήματα και αντιφάσεις και με μια πανσπερμία δυνάμεων όπου δεν είναι ποτέ σαφές ποια τις ενώνουν και ποια τις διαχωρίζουν. Στα υπέρ (των ΗΠΑ) είναι η πάντα υπαρκτή ισχύς τους, η εγκατάστασή τους στην περιοχή, η πίεση (κάθε είδους) που μπορούν και ασκούν σε αυτές τις δυνάμεις. Το γεγονός ότι οι κυρίαρχες κλίκες της περιοχής, ακόμη και όταν αντιδρούν στην αμερικανική πολιτική, δεν το κάνουν από θέση υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων. Περισσότερο αναζητούν (και αυτές από τη μεριά τους) ένα είδος διευθέτησης που να διασφαλίζει και τα δικά τους συμφέροντα και το ρόλο τους και βέβαια την κυριαρχία τους πάνω στους λαούς της περιοχής.

Στα κατά, η όλο και πιο ενεργός ανάμειξη και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή, με τις οποίες επίσης συναλλάσσονται οι κυρίαρχες κλίκες, διαπραγματευόμενες και με αυτές τη θέση και το ρόλο τους. Πάνω απ' όλα, η διογκούμενη οργή των λαών που εκδηλώνεται με την ένταση της αντίστασης και τις δυσκολίες που δημιουργεί αυτό στους χειρισμούς όλων των εμπλεκομένων. Καθοριστικής σημασίας, το πώς τίθεται και πώς αντιμετωπίζεται το ζήτημα Ισραήλ-παλαιστινιακό πρόβλημα με όλες τις συμπλεκόμενες και αντιφατικές του πλευρές. Αναγκαίο εδώ να διευκρινίσουμε κάποια πράγματα και ιδιαίτερα σε αναφορά με συγχύσεις που υπάρχουν.

Το Ισραήλ δημιουργήθηκε στην ουσία σαν η πιο συγκροτημένη και «λειτουργική» βάση των ΗΠΑ στον κόσμο και εγκαταστημένη στο νευραλγικό χώρο της Μ. Ανατολής. Η ύπαρξή της έδωσε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να εκτοπίσουν καταρχάς τους «φίλους» τους Αγγλους, Γάλλους και στη συνέχεια τη Σ.Ε. που είχε επιχειρήσει (επιτυχώς για ένα διάστημα) να εγκατασταθεί στην περιοχή. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη του Ισραήλ, πέρα από την οργή που προκαλεί στις αραβικές μάζες, ασκεί και μια διαρκή πίεση στις κυρίαρχες κλίκες της περιοχής ώστε να υποχρεώνονται να συνδιαλλαγούν με τις ΗΠΑ υπό δυσμενείς γι' αυτές όρους. Αυτά είναι που κατά βάση καθορίζουν τη σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ. Δεν είναι το «εβραϊκό λόμπι» που καθορίζει την πολιτική των ΗΠΑ, αλλά τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από την άλλη μεριά, ούτε οι ΗΠΑ μπορούν να αδιαφορήσουν για την τύχη ενός τόσο πολύτιμου οργάνου τους. (Τουλάχιστον για όσον καιρό η περιοχή και το πετρέλαιο διατηρούν αυτή την ιδιαίτερη στρατηγική σημασία).

Ως προς το παλαιστινιακό ζήτημα, αυτό υφίσταται βασικά επειδή υπάρχουν οι… Παλαιστίνιοι, η αντίστασή τους και η οργή των αραβικών μαζών. Οι σιωνιστές αυτό που θέλουν και αυτό που προωθούν είναι μια χιτλερικού τύπου «τελική λύση» που θα εξαφάνιζε τους Παλαιστίνιους, την Παλαιστίνη και το... πρόβλημα. Οσον αφορά τις κυρίαρχες αραβικές κλίκες, δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για το δράμα των Παλαιστινίων. Αλλωστε αυτές είναι που έδωσαν ή συνέδραμαν στα πιο αποφασιστικά χτυπήματα που δέχτηκε το παλαιστινιακό κίνημα. Αυτό που τις απασχολεί είναι καταρχάς η πίεση που τους ασκείται και η αμφισβήτηση του ρόλου τους που προκαλείται από την ύπαρξη του Ισραήλ. Ταυτόχρονα, η αγωνία τους μήπως η οργή των λαϊκών μαζών (που διογκώνεται με βάση το ζήτημα Ισραήλ-Παλαιστινιακό, αλλά και την «εσωτερική» εκμετάλλευση και καταπίεση που υφίστανται) στραφεί τελικά εναντίον τους.

Τέλος, οι ιθύνοντες των ΗΠΑ -νομίζουμε πως- αντιλαμβάνονται πως πραγματική και ολοκληρωμένη λύση στο ζήτημα δεν υπάρχει. (Και δεν εννοούμε βέβαια τη μόνη πραγματική λύση, που είναι η ύπαρξη ενιαίου παλαιστινιακού κράτους στη γη της Παλαιστίνης). Αυτό που παρακολουθούμε χρόνια τώρα και μάλλον θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε για καιρό είναι μια διαχείριση (από μεριάς ΗΠΑ) του όλου ζητήματος και παράλληλα ο χειρισμός των πλευρών που εμπλέκονται σ' αυτό. Μια σχέση πραγμάτων που δίνει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ (με προβλήματα και αντιφάσεις, αλλά δεν γίνεται και αλλιώς) να προωθούν τους σχεδιασμούς τους στην περιοχή.

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα θέλαμε να πούμε πως το ότι οι Τσένι-Μπους δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά με την πολιτική ισχύος (και μόνο) που ακολούθησαν, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι διασφαλισμένη η επιτυχία του συνδυασμού ισχύος και πολιτικών κινήσεων που σχεδιάζεται. Το παιχνίδι έχει «ανοίξει», δεν περιορίζεται στο χώρο της Μ. Ανατολής, συνδέεται και συναρτάται με τις εξελίξεις στο παγκόσμιο ταμπλό, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε και θα συνεχίσουν να μας απασχολούν.

Η κρίση και οι διαστάσεις της

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που καλείται να αντιμετωπίσει ο Ομπάμα είναι η οικονομική κρίση. Βεβαίως δεν αποτελεί κάτι το ξεχωριστό και εντελώς αυτόνομο σε σχέση με τα προβλήματα στρατηγικής, αλλά υφίσταται σε πλήρη συνάρτηση με αυτά. Στα μέτρα Ομπάμα (όπως και των κυβερνήσεων των άλλων καπιταλιστικών χωρών) υπάρχει μια σταθερά. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Ομπάμα, κατά το στυλ που εγκαινιάζει, τη διατυπώνει κάπως «ποιητικά» (κατ' αναλογία με την αναφορά στους «ήρωες στρατιώτες που περιπολούν σε βουνά και ερήμους»). Ας το δούμε: «…είναι η ανιδιοτέλεια των εργατών που προτιμούν να περιορίσουν τις ώρες εργασίας τους από το να χάσει ένας φίλος τη δουλειά του». Παρά την περίτεχνη διατύπωση, η ουσία της άποψης που εκφέρει είναι ολοφάνερη. Κεντρικός στόχος της επίθεσης που εδώ και χρόνια έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο και τελικά κατόρθωσε να τον επιβάλει στη νικημένη εργατική τάξη υπήρξε η καθιέρωση και «νομιμοποίηση» των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας (ή αλλιώς η κατάργηση του δικαιώματος στη δουλειά). Αυτό δεν πρόκειται να το πάρει πίσω, τουλάχιστον όχι με τη θέλησή του. Πολύ περισσότερο σε συνθήκες κρίσης που οι προσπάθειες ξεπεράσματός της (και οι τέτοιες και οι αλλιώτικες) έχουν σαν θεμέλιό τους την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Ο Ομπάμα, όπως και κάθε «αξιόπιστος» (για το σύστημα) πολιτικός, γνωρίζει πολύ καλά τι έρχεται να υπηρετήσει και με ποιον τρόπο.

Από εκεί και πέρα έχουμε δυο βασικές κινήσεις. Συμπληρωματικές από τη μια και αντιφατικές από την άλλη. Η μια αφορά το πακέτο των 700 δισ. με ένα τρισ. με το οποίο αποφάσισε ο Μπους επί προεδρίας του (και ενέκρινε «κριτικά» ο Ομπάμα) να χρηματοδοτήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η δεύτερη, το πακέτο των 700 και άνω δισ. που αποφάσισε ο Ομπάμα και «απέρριψαν» αλλά στην ουσία ενέκριναν με έστω τρεις αλλά απαραίτητους για την ψήφισή του ψήφους οι Ρεπουμπλικάνοι. Αυτό προορίζεται να κατευθυνθεί απευθείας στις επιχειρήσεις, την τόνωση της εσωτερικής αγοράς, σε έργα, στη δημιουργία, καθώς λέγεται, νέων θέσεων εργασίας κ.λπ.

Ορισμένα ερωτήματα

Ας τα παρακάμψουμε όμως προς το παρόν και ας θέσουμε τα πρώτα οριστικά ερωτήματα. Μπορεί να ξεπεραστεί η κρίση; Να επαναλειτουργήσει η οικονομία που «λαχανιάζει»; Να αποκατασταθεί η ισορροπία ανάμεσα στις εγγενείς αντιφατικές τάσεις του συστήματος που η παρόξυνσή τους οδήγησε στην κρίση;

Από γενική άποψη θα λέγαμε πως μπορεί. Σε προηγούμενο άρθρο μας διατυπώναμε ορισμένες «απορίες αφελούς» ο οποίος «δεν μπορούσε να κατανοήσει» πώς γίνεται να σταματάει να λειτουργεί η οικονομία ενώ ούτε τα εργοστάσια γκρεμίστηκαν, ούτε τα καράβια βούλιαξαν, ούτε τα χωράφια ξεράθηκαν, ούτε οι εργαζόμενοι «ξέχασαν» πώς να παράγουν. Φαίνεται ωστόσο πως δεν ήμασταν και τόσο αφελείς, μια και ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ κάνει από τη δική του σκοπιά και για τους δικούς του λόγους παρόμοιες αναφορές. «Οι εργαζόμενοί μας δεν είναι (σήμερα) λιγότερο παραγωγικοί από τη στιγμή που ξεκίνησε η κρίση. Τα μυαλά μας είναι το ίδιο εφευρετικά, τα αγαθά και οι υπηρεσίες μας απαιτούνται το ίδιο όπως και την προηγούμενη εβδομάδα, τον προηγούμενο μήνα, τον προηγούμενο χρόνο. Οι ικανότητές μας διατηρούνται ισχυρές…». Με άλλα λόγια, οι αντικειμενικοί όροι του ζητήματος, οι παραγωγικές δυνατότητες, υφίστανται στο ακέραιο και άρα θα μπορούσαν να επαναλειτουργήσουν παραγωγικά.

Ναι, αλλά πώς; Με ποιον τρόπο; Πολλοί αστοί οικονομολόγοι και παράγοντες του συστήματος υποστηρίζουν (και όχι αβάσιμα) πως αυτό που μπορεί να γίνει με νέες παραγωγικές επενδύσεις, με «ενέσεις» στην παραγωγική διαδικασία και την αγορά, με τόνωση της ζήτησης, ακόμη και με… πληθωρισμό (!) στη φάση αυτή. Θα μπορούσε κανείς και να «συμφωνήσει». Το θέμα ωστόσο είναι ποιες επενδύσεις, από ποιους, σε ποιους τομείς, χώρους (ή και χώρες), με ποιους όρους, με ποια προοπτική απόδοσης κ.λπ. κ.λπ. Μπορεί λοιπόν να αποκατασταθεί τελικά μια νέα ισορροπία που να σηματοδοτεί και το οριστικό ξεπέρασμα της κρίσης;

Γενικά αυτό είναι δυνατό, πρακτικά είναι βέβαιο πως -κάποτε- και με -κάποιον τρόπο- αυτό θα γίνει. Το θέμα είναι ακριβώς αυτό. Πότε και με ποιον τρόπο; Οταν μάλιστα αναφερόμαστε στον «τρόπο» δεν εννοούμε ποιες οικονομικές μέθοδες και μόνον. Ετσι κι αλλιώς αυτές είναι οι δυο βασικές συναρτήσεις του πράγματος.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν απ' αυτό. Ας κάνουμε ένα υποθετικό άλμα στο χρόνο και ας «φθάσουμε» στη φάση αυτής της ισορροπίας. Το μόνο βέβαιο σε σχέση μ' αυτήν είναι πως δεν θα αποτελούσε μια μορφή αποκατάστασης της ισορροπίας που υπήρχε πριν από την κρίση. Αυτό που θα «βλέπαμε» θα ήταν μια νέα διάταξη δυνάμεων (οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών) διεθνώς (αλλά και στο εσωτερικό της κάθε χώρας). Βεβαίως ούτε εμείς ούτε κανείς άλλος θα μπορούσε να πει ποιες θα 'ναι αυτές οι δυνάμεις, ποια η θέση τους στη νέα ιεραρχία που θα αποτελεί τη βάση αυτής της νέας ισορροπίας. Οσο για τους τρόπους (οικονομικούς, πολιτικούς ή και… στρατιωτικούς), μπορούμε μόνο να τους υποθέσουμε. Το επίσης βέβαιο είναι πως η διαμόρφωση των όρων αυτής της νέας ισορροπίας θα έχει βίαια χαρακτηριστικά. Πολύ περισσότερο που θεωρούμε ότι η οικονομική κρίση είναι μια μορφή εκδήλωσης της συνολικής κρίσης του συστήματος που μια βασική της διάσταση είναι η διαδικασία (βίαιης) αναδιάταξης δυνάμεων που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό.

Αυτές οι διαπιστώσεις αναδεικνύουν μια ακόμα αντίφαση του συστήματος, που ήδη εκδηλώνεται με όλο και πιο οξυμένο τρόπο. Μπορεί τελικά να διασωθεί από την κρίση μια χώρα ενώ θα βουλιάζει στην ύφεση το μεγαλύτερο μέρος του καπιταλιστικού κόσμου; Πολύ περισσότερο σήμερα, με ένα τόσο αναπτυγμένο πλέγμα συναλλαγών και αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και σε μια διαφορετική αλλά υπαρκτή βάση ανάμεσα σ' αυτές και τις εξαρτημένες χώρες (και μιλάμε πάντα σε αναφορά με τα προβλήματα οικονομίας, χωρίς να συνυπολογίσουμε εδώ τον παράγοντα των λαϊκών αντιδράσεων και εκρήξεων που αναπόφευκτα θα υπάρξουν).

Τόσο οι διακηρύξεις των ιθυνόντων του συστήματος όσο και οι προσπάθειες συντονισμού των κινήσεών τους δείχνουν ότι κατά κάποιον τρόπο αντιλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά του προβλήματος όσο και -κυρίως- τους κινδύνους που γεννάει μια τέτοια εξέλιξη για όλους τους. Ολοι τους αγωνιούν (όπως μάλιστα δηλώνουν) για τον κίνδυνο μείωσης των παγκόσμιων συναλλαγών. Για τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο, με δεδομένο μάλιστα το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα μετά το κραχ του '29. Ολοι τους κάνουν εκκλήσεις ενάντια στον προστατευτισμό και τους γενικότερους κινδύνους που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή. Και όλοι τους, την ίδια στιγμή, παίρνουν μέτρα… προστατευτισμού των οικονομιών τους.

Η διάσωση του τραπεζικού συστήματος και τι υπηρετεί

Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν μετά απ' όλα αυτά στις δυο βασικές κινήσεις που προαναφέραμε. Καταρχάς στο πακέτο νούμερο ένα που προωθήθηκε ήδη επί Μπους (ανάλογες κινήσεις γίναν και από τους Ευρωπαίους και άλλους ιμπεριαλιστές). Ο προφανής και διακηρυγμένος στόχος, η διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που κινδύνευε να διαλυθεί μέσα στη φούσκα που το ίδιο δημιούργησε. Η λογικοφανής εξήγηση αναφέρεται στη διάσωση ενός βασικού μοχλού της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας που εφόσον εκπληρωθεί μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αποκατάσταση του συνόλου των λειτουργιών της. Αρα γίνεται και για το «κοινό καλό» κ.λπ.

Μόνο που υπάρχει και άλλη ανάγνωση του πράγματος. Αυτή μας αποκαλύπτει το στόχο διάσωσης και επαναλειτουργίας ενός μηχανισμού καταλήστευσης, ιδιοποίησης και υποθήκευσης του παγκόσμιου πλούτου και για λογαριασμό κυρίως των δυτικών ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Ενός μηχανισμού που αναδιαρθρώθηκε μετά το 1989-91 και σε βάση όρων κυριαρχίας του δυτικού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Με την «απελευθέρωση» της κίνησης κεφαλαίων, επενδύσεων, αγορών, συναλλαγών, τη Νέα Τάξη Πραγμάτων που με το ψευδώνυμο της «παγκοσμιοποίησης» επέβαλαν οι ιμπεριαλιστές της Δύσης και κατά πρώτο λόγο οι ΗΠΑ. Μια εξέλιξη που διαμόρφωσε τους όρους έντασης στο έπακρο της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και καταλήστευσης των οικονομιών των περισσότερων άλλων χωρών έως και σε επίπεδο ερημοποίησης. Στη συγκέντρωση-ιδιοποίηση των παγκόσμιων κεφαλαίων. Ταυτόχρονα και πάντα σε βάση όρων κυριαρχίας προχώρησαν στη δημιουργία των πολύμορφων «παραγωγικών προϊόντων» που πολλαπλασίαζε τα κεφάλαια που φέρονταν να διαθέτουν. Μια φούσκα βεβαίως, αλλά η οποία σε ελεγχόμενες συνθήκες τούς έδινε τη δυνατότητα να υποθηκεύουν τον παγκόσμιο πλούτο, την παγκόσμια παραγωγή, ακόμη και τη... μελλούμενη!

Το πώς και γιατί χάθηκε ο έλεγχος και έσκασε η φούσκα (με τις γνωστές συνέπειες) είναι κάτι που ούτε το ήθελαν αλλά και ούτε μπορούσαν να το αποτρέψουν. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να επισημάνουμε πως η διάσωση αυτού του μηχανισμού, πέρα από τα άμεσα οικονομικά οφέλη, θα είχε (εφόσον επιτυγχανόταν) και μια άλλη σοβαρή διάσταση. Την αποκατάσταση και εδραίωση της θέσης αυτών των δυνάμεων στην παγκόσμια (και όχι μόνο οικονομική) ιεραρχία.

Θα το κατορθώσουν; Η Σύνοδος του G20 που επιχείρησε ο Μπους και τα μηδενικά αποτελέσματά της δίνουν μια πρώτη απάντηση. Οχι τυχαία. Για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν οι ΗΠΑ να επιβάλουν τους όρους τους στους συμμάχους-ανταγωνιστές τους. Να υποχρεώσουν ΗΠΑ-Δύση να αποδεχτούν αυτούς τους όρους οι άλλες ιμπεριαλιστικές (Ρωσία, Κίνα) και «αναδυόμενες» δυνάμεις (Ινδία, Βραζιλία κ.ά.). Να επιβληθούν αυτοί οι όροι σαν κανόνας σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν γίνεται. Αυτή η αδυναμία έχει και τις πιο συγκεκριμένες εκφράσεις της.

Καταρχάς το πώς θα επιμεριστούν οι αναπόφευκτες απώλειες στο χρηματικό πεδίο. Είναι σαφές ότι, όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, αυτός ο όγκος εικονικών «αξιών» θα συρρικνωθεί. Ηδη τράπεζες, χρηματικοί όμιλοι κ.ά. «διαγράφουν» από το ενεργητικό τους «κεφάλαια» που έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να αναζητήσουν πουθενά. Με δεδομένο το τεράστιο μέγεθος της φούσκας, αυτό το φαινόμενο θα συνεχιστεί. Το ποιοι θα υποχρεωθούν και σε ποια κλίμακα ο καθένας να διαγράψει τέτοιου είδους «περιουσιακά του στοιχεία» είναι ένα ζήτημα που συνεχίζει να «παίζεται» με διάφορους τρόπους και με όρους του πιο άγριου και ανελέητου ανταγωνισμού.

Η ενίσχυση των τραπεζών υποτίθεται πως γίνεται για να συμβάλουν στην επαναλειτουργία της οικονομίας, χρηματοδοτώντας τις επενδύσεις, την αγορά κ.λπ. Ηδη ωστόσο και όπως καταγγέλλεται από διάφορες πλευρές, οι τράπεζες προτιμούν να ενθυλακώνουν αυτά τα κεφάλαια, να βουλώνουν δικές τους τρύπες, να ενισχύουν το ενεργητικό τους, να τα μετατρέπουν σε μερίσματα των μετοχών, με αποτέλεσμα η ασφυξία στην αγορά να συνεχίζεται και να εντείνεται. Μια πρακτική που ανακυκλώνει τα αδιέξοδα, υπονομεύοντας κάθε πιθανότητα και προοπτική ανάκαμψης.

Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ένας βασικός παράγοντας που οδήγησε στην κρίση υπήρξε το ότι αυτή η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων δεν οδήγησε σε ανάλογης κλίμακας επενδύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει πραγματική μεγέθυνση στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, έτσι ώστε να αντισταθμίζεται σχετικά η διάσταση εικονικού-πραγματικού. Ακόμη περισσότερο: Σήμερα φαίνεται πιο καθαρά αυτό που «αδιόρατα» συντελούνταν. Η μη επανεπένδυση (ή πραγματική) απαξίωνε και συνεχίζει να απαξιώνει και μέρος του πραγματικού κεφαλαίου, μια και αυτό μπορεί να υφίσταται σαν τέτοιο μόνο στη διαδικασία επανεπένδυσής του (και συνολικά σ' αυτή της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του). Οι αιτίες δεν βρίσκονταν μόνο στην «απροθυμία» των τραπεζών να επενδύσουν και στις τάσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου για άμεσο, εύκολο κέρδος. Η βάση του πράγματος βρίσκεται σ' αυτό που ήδη αναφέραμε. Ποιος θα επενδύσει, υπό ποιους όρους, ποια προοπτική κ.λπ. Μόνο που σε σχέση μ' αυτό και ιδιαίτερα όσον αφορά την παγκόσμια διάσταση του πράγματος υπάρχει μια ακόμη συνάρτηση. Θα λέγαμε μάλιστα η συνάρτηση των συναρτήσεων.

Αυτό στο οποίο αναφερόμαστε είναι η ανακατανομή των αγορών. Επενδύσεις και μάλιστα στην κλίμακα που απαιτούνταν προϋπέθεταν διασφάλιση αγορών (απόσβεσης, απόδοσης, κερδοφορίας) και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Η ανακατανομή των αγορών ωστόσο που εκ των πραγμάτων συντελούνταν δεν πραγματοποιούνταν με βάση αυτά που υπολόγιζαν οι δυνάμεις (ΗΠΑ-Δύση) όταν πίστευαν ότι η κυριαρχία τους ήταν διασφαλισμένη για πολύ καιρό. Οι πραγματικοί συσχετισμοί στον κόσμο, που αναδεικνύονταν όλο και πιο ευδιάκριτα, διαμόρφωναν τους δικούς τους όρους και στο οικονομικό και στο πολιτικό και στο στρατηγικό πεδίο. Αυτό το μπλοκάρισμα ενίσχυε τις τάσεις του κεφαλαίου και τη στροφή στο άμεσο, εύκολο ή και «εικονικό» κέρδος και στην υπερδιόγκωση της φούσκας. Αυτό το αυτοαναπαραγούμενο κενό ήταν πλέον (και σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες) που οδήγησε εκεί που οδήγησε.

Τελικά και καθόλου τυχαία και παρά την επί δεκαετία κυριαρχία του μονεταριστικού δόγματος και των τάσεων και δυνάμεων που το προωθούσαν, επιστρατεύεται πλέον το συλλογικό όργανο του καπιταλιστικού συστήματος, το επάρατο έως χθες κράτος, να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Οχι βέβαια για να αναιρέσει το χαρακτήρα του συστήματος, αλλά για να το διασώσει, αναπαράξει, εδραιώσει.

Σε αναζήτηση διεξόδου

Κάπου εδώ έρχεται ο Ομπάμα. Η ανάδειξή του σχετίζεται τόσο με την αναγκαιότητα αναπροσαρμογών στο πεδίο της συνολικής στρατηγικής όσο και με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Στο οικονομικό πεδίο, η βασική κίνηση συνδέεται, όπως ήδη αναφέραμε, με την προώθηση του δεύτερου πακέτου των 700 δισ. (να υπενθυμίσουμε ότι ανάλογα μέτρα προωθούνται επίσης και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες). Ενα πακέτο που στοχεύει πλέον στην ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Αλλά ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο. «Θα δράσουμε όχι μόνο δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, αλλά θέτοντας νέα θεμέλια ανάπτυξης. Θα χτίσουμε τους δρόμους και τις γέφυρες, τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, τα ψηφιακά δίκτυα που θα μας ενώνουν και θα προωθούν το εμπόριό μας. Θα αναδείξουμε τις επιστήμες όπως τους αρμόζει και θα χρησιμοποιήσουμε τα θαύματα της τεχνολογίας για να βελτιώσουμε την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και να μειώσουμε το κόστος τους. Θα χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη του ήλιου και των ανέμων της γης για να κινήσουμε τα αυτοκίνητά μας και για να δουλέψουν τα εργοστάσιά μας. Και θα μεταμορφώσουμε τα σχολεία, τα κολέγια και τα πανεπιστήμια ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας νέας εποχής».

Αρκετοί υποδέχτηκαν αυτές τις διακηρύξεις με ενθουσιασμό, θεωρώντας τες μάλιστα σαν ένα νέο Νιου Ντιλ. Παραλείπουν βέβαια ορισμένες διαφορές, όπως λ.χ. ότι η διεθνής διάσταση του Νιου Ντιλ βρήκε το έδαφός της στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ας μη σταθούμε σ' αυτό. Ας δούμε την αντίθεση που εκδηλώθηκε σ' αυτά τα μέτρα, τη μορφή και το χαρακτήρα της.

Αναφερόμαστε στην αντίθεση των Ρεπουμπλικάνων, που βέβαια δεν ήταν και τόσο καθολική, μια και οι απαραίτητες ψήφοι για την έγκριση των μέτρων δόθηκαν. Από πολλές πλευρές χαρακτηρίστηκε σαν αντίθεση ιδεολογικού χαρακτήρα, του νεοφιλελευθερισμού απέναντι στον κρατικισμό που, υποτίθεται, εκπροσωπεί ο Ομπάμα. Μόνο αυτό δεν είναι. Με σημαία το νεοφιλελευθερισμό έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες μια ολάκερη δομή, ένα πλέγμα συμφερόντων και δυνάμεων. Αυτές οι δυνάμεις είναι που αντιδρούν σε μέτρα που μπορεί να θίξουν τα συμφέροντά τους, να αλλάξουν τους όρους που ως τώρα τις εξυπηρετούσαν. Το άμεσο και πραγματικό ζήτημα, λ.χ., είναι το πού θα διοχετευτούν τα κεφάλαια. Ποιες μερίδες του κεφαλαίου των τραπεζών, των επιχειρήσεων κ.λπ. θα καρπωθούν το μεγαλύτερο μέρος των διάφορων πακέτων. Αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο μια εφάπαξ είσπραξη, αλλά αυτό που θα συμβαίνει σε μια πορεία και σε συνάρτηση με την πολιτική που θα διαμορφώνεται.

Να σταθούμε λίγο σ' αυτό. Τα ποσά που αναγγέλλονται ας μην τα αντιλαμβανόμαστε με την τρέχουσα καθημερινή έννοια. Είναι σ' έναν βαθμό πληθωριστικά (έχει βαλθεί να εκτυπώνει νέο νόμισμα η Κ. Τράπεζα) και σ' έναν άλλον «μελλούμενα»-«εικονικά». Πόσα θα δίνονται σε ποιους, ποια απ' αυτά (και σε ποια κλίμακα) θα παίρνουν πραγματική υπόσταση και θα μετατρέπονται σε πραγματικό κεφάλαιο δεν είναι δεδομένο εξ αρχής. Είναι συνάρτηση τόσο της πολιτικής που θα ακολουθείται όσο και κυρίως των πραγματικών οικονομικών αποτελεσμάτων που αυτή θα έχει. Και εδώ όλοι έχουν τις αγωνίες τους.

- Η δεύτερη αντίφαση αφορά τη διεθνή διάσταση του προβλήματος. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι με τον ένα ή τον άλλον τρόπο τα μέτρα Ομπάμα θα τονώσουν την εσωτερική αγορά και θα δώσουν την αντίστοιχη ώθηση στην αμερικάνικη οικονομία. Μόνο που, όπως αναφέραμε, οι ΗΠΑ αποτελούν το ηγεμονικό κέντρο ενός παγκόσμιου πλέγματος σχέσεων (και σε κλίμακα ποιοτικά διαφορετική απ' ό,τι την εποχή του Νιού Ντιλ). Ο ηγεμονικός τους ρόλος τούς δίνει κάποια πλεονεκτήματα, αλλά σε συνθήκες κρίσης καθόλου δεν διασφαλίζει το ότι θα επιβάλουν τους όρους τους. Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, η αμερικάνικη οικονομία (και όχι μόνο αυτή), για να μπορέσει να απαντήσει ολοκληρωμένα στο πρόβλημα, πρέπει και να πουλήσει (εξάγει). Για να μπορέσει όμως να πουλήσει πρέπει και οι άλλοι να θέλουν και κυρίως να... μπορούν να αγοράσουν. Εδώ βρίσκεται ο κόμπος. Οταν ο Ομπάμα καλεί τους Αμερικάνους να αγοράζουν αμερικάνικα προϊόντα στοχεύει στην ενίσχυση των αμερικάνικων επιχειρήσεων. Οταν αναγκάζεται να ανακαλέσει ως «ατυχή» αυτή του τη δήλωση, είναι επειδή φοβάται ότι ακριβώς το ίδιο μπορεί να κάνουν και οι άλλες χώρες. Οταν κάνει εκκλήσεις στις αναπτυγμένες χώρες να «μεριμνήσουν» για τις φτωχές, «ξεχνάει» κάτι κρίσιμο. Οτι η προώθηση των μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων λ.χ. (από τις ΗΠΑ) υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας (μαζί με άλλα) στο να ρημάξουν οι οικονομίες αυτών των αδύναμων χωρών. Οταν μαζί με άλλους ηγέτες του παγκόσμιου καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος κάνουν εκκλήσεις ώστε να μην παρθούν μέτρα (προστατευτισμού) που μπορεί να πλήξουν τις παγκόσμιες συναλλαγές, είναι επειδή πανικοβάλλονται στην ιδέα τού ποιες καταλυτικές συνέπειες μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Οταν ο Ομπάμα επιβάλλει στις αμερικάνικες βιομηχανίες να προμηθεύονται αμερικάνικο χάλυβα (και ανάλογα κινείται ο Σαρκοζί και άλλοι), είναι επειδή έχουν μπλέξει στο φαύλο κύκλο που μόνοι τους έχουν δημιουργήσει και αναζητούν εναγώνια διαφυγές.

- Υπάρχει ακόμα μια διάσταση του ζητήματος που αφορά κατά πρώτο και κύριο λόγο τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ -και αυτή είναι μια βασική τους διαφορά με τις άλλες δυνάμεις- δεν επιδιώκουν απλώς να επιβιώσουν της κρίσης αλλά και να επιβεβαιώσουν τον ηγετικό τους ρόλο. Ειδικότερα, να παίξουν το ρόλο της ατμομηχανής που θα σύρει το σύστημα στην ανάκαμψη, τη διέξοδο. Αυτός είναι ο (οικονομικός) όρος για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονική τους θέση ή και να κυριαρχήσουν (μια και δεν έχουν παραιτηθεί και από μια τέτοια επιδίωξη). Στο οικονομικό πεδίο αυτό συναρτάται με επενδύσεις τέτοιου χαρακτήρα (αιχμής), μεγέθους και απόδοσης που θα αφήνουν πίσω τούς ανταγωνιστές τους για να τους σύρουν στη συνέχεια με όρους ηγεμονίας.

Στις διακηρύξεις Ομπάμα διακρίνονται τέτοια στοιχεία, αλλά μάλλον όχι τέτοια που θα μπορούσαν να δώσουν τη ζητούμενη απάντηση (οι αναφορές στις επενδύσεις στην παιδεία, στην επιστήμη, στη νέα τεχνολογία κ.λπ.). Η πιο συγκεκριμένη αναφορά είναι αυτή που γίνεται στην «πράσινη τεχνολογία (για την ηλιακή ενέργεια που θα κινήσει τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια κ.λπ. κ.λπ.). Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα εννοεί αυτά που λέει και ότι θα δώσει το ανάλογο βάρος, υπάρχουν εδώ ορισμένες ενστάσεις.

Πρώτο, θεωρούμε ότι απέχει ακόμα αρκετά η στιγμή που άλλες μορφές ενέργειας (εκτός ίσως της πυρηνικής) μπορούν να υποκαταστήσουν τη σημασία που έχουν για τη λειτουργία της βιομηχανίας το πετρέλαιο και το αέριο. Δεύτερο, το ότι συνολικά η πράσινη οικονομία για καιρό ακόμα και με τις καλύτερες προϋποθέσεις θα μπορεί να καλύπτει ένα μικρό μόνο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής. Τρίτο, πως όλα αυτά (και όχι μόνο τα «πράσινα») θέλουν αρκετό χρόνο για να αρχίσουν να αποδίδουν. Τέταρτο, πως η τεχνολογία που αφορά αυτούς τους τομείς είναι κοινός τόπος για τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ που σχετικά εύκολα θα μπαίνουν σε αυτή την κούρσα. Εκ των πραγμάτων, συνεπώς, θα συνεχίσει να δίνεται βάρος σε τομείς με δεδομένη αποδοτικότητα, που προσφέρουν μεγαλύτερα ή μικρότερα πλεονεκτήματα στις ΗΠΑ. Το διαστημικό πρόγραμμα, οι εξοπλισμοί νιοστής γενεάς, προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και ό,τι άλλο σε επίπεδο αιχμής θα προωθήσουν. Θα μπορούσε βέβαια να παρατηρήσει κανείς ότι όλα αυτά τα διέθεταν ήδη οι ΗΠΑ και παρ' όλα αυτά δεν απέφυγαν την κρίση. Δεν θα διαφωνήσουμε.

Η όξυνση των αντιθέσεων και το πραγματικό ερώτημα

Το ζήτημα που έχει τεθεί δεν θα απαντηθεί με αυτήν ή εκείνη την οικονομική μέθοδο σε αυτόν ή εκείνον τον τομέα, σε αυτήν ή εκείνη τη χώρα. Το ζήτημα θα απαντηθεί (όσο, όπως) στη βάση του συνόλου των παραγόντων που το συναπαρτίζουν. Οχι μόνο των οικονομικών αλλά και των πολιτικών και στρατιωτικών. Της εξέλιξης, διαμόρφωσης αυτών των παραγόντων στη βάση της συνάρθρωσης, αλληλεξάρτησης και αλληλοεπηρεασμού τους. Του όλο και πιο βίαιου χαρακτήρα που θα παίρνει αυτή η εξέλιξη και που θα χαρακτηρίζεται από τη χρήση όλων των μέσων.

- Με πρώτη σταθερά τη διαρκή προσπάθεια των δυνάμεων του συστήματος να κρατούν αποσυγκροτημένη και υποταγμένη την εργατική τάξη για να στηρίζουν πάνω στην εκμετάλλευσή της την έξοδο από την κρίση και την προοπτική του συστήματος.

- Με δεύτερη σταθερά την προσπάθεια των ιμπεριαλιστών να φορτώσουν στους λαούς τις συνέπειες της κρίσης, να αναπαράξουν και σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους στον κόσμο.

- Με τρίτη σταθερά την όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για το ποια και σε ποια κλίμακα θα μετακυλήσει στις άλλες τα κόστη τής αντιμετώπισης της κρίσης.

- Για τη διαμόρφωση, στην ίδια διαδικασία, των όρων που θα επιτρέψουν στην καθεμία να πάρει καλύτερη θέση στη νέα διάταξη δυνάμεων που διαμορφώνεται.

- Είναι καθαρό ότι βαδίζουμε σε μια περίοδο όξυνσης όλων των αντιθέσεων, όξυνσης της ταξικής πάλης σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της. Της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Της αντίθεσης ιμπεριαλισμού-λαών. Των αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

- Με βάση όλα αυτά, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν ο Ομπάμα κατορθώσει και με ποιον τρόπο να απαντήσει στα προβλήματα της αμερικάνικης υπερδύναμης. Δεν είναι αν, πότε και με ποιον τρόπο το σύστημα θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση του.

- Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η εργατική τάξη και οι λαοί, μέσα στη διαδικασία της ταξικής πάλης που οξύνεται, κατορθώσουν να συγκροτήσουν τις δυνάμεις τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τόσο τα άμεσα προβλήματά τους όσο και για να ανοίξουν δρόμους για τη δική τους διέξοδο. Το αν η Αριστερά και ιδιαίτερα το κομμουνιστικό κίνημα μπορέσει μέσα σε αυτή τη διαδικασία πάλης να ανασυσταθεί-ανασυγκροτηθεί στη βάση αυτών των κατακτήσεων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.