Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

Εκτιμήσεις-κατευθύνσεις πάλης του ΚΚΕ(μ-λ)

● Σε μεγάλη αναστάτωση βρίσκεται όλος ο πλανήτης από τη μια άκρη ως την άλλη. Λόγοι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, γεωστρατηγικοί ευθύνονται γι’ αυτήν την πραγματικότητα.
Δύο κυρίως δεδομένα χαρακτηρίζουν την περίοδο που διανύουμε. Το πρώτο είναι η μεγάλης κλίμακας σε ένταση και βάθος επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς, σε Δύση και Ανατολή, σε Βορά και Νότο. Το δεύτερο, που είναι και ιδιαίτερα αισιόδοξο, αφορά τη συνεχιζόμενη αφύπνιση των λαών και της νεολαίας όχι μόνο στην περιφέρεια αλλά και στις αναπτυγμένες μητροπόλεις. Αφύπνιση που έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο της ραγδαίας επιδείνωσης της θέσης των εργαζόμενων λαϊκών μαζών και της αγροτιάς παντού στον κόσμο.
Μια αφύπνιση που συντελείται κόντρα σε πολλές δυσκολίες, μέσα σε αρνητικούς ευρύτερους συσχετισμούς και φυσικά με μια επίσημη Αριστερά σε πλήρη υποταγή στο σύστημα και χωρίς καμία δυνατότητα να παρέμβει και να επηρεάσει σε επαναστατική κατεύθυνση την πορεία συγκρότησης και ανασύνθεσης του λαϊκού κινήματος.
● Το «καινούριο» δεδομένο που ήρθε να προστεθεί και να επηρεάσει καταλυτικά τη ρευστότητα και τη μεταβατικότητα της εποχής που διανύουμε είναι η σε πλήρη έξαρση κρίση την οποία βιώνει το σύστημα. Μια κρίση που αποτελεί έκφραση των τεράστιων αδιεξόδων και αντιφάσεων του συστήματος και των πολιτικών που ακολούθησε ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, όταν θεώρησε ότι είναι παντοδύναμο και σε θέση να διασφαλίσει «αιωνίως» την κυριαρχία του. Κρίση που δεν αγγίζει μόνο τα οικονομικά βάθρα και τις δομές του συστήματος, που δεν απειλεί μόνο με παραπέρα συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, αλλά που έχει σαφείς κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Κρίση που τροποποιεί και διαρρηγνύει παραδοσιακές συμμαχίες στο μπλοκ της αστικής τάξης. Κρίση που «υποχρεώνει» το κεφάλαιο να φορτώνει τις συνέπειές της στην εργατική τάξη και τους λαούς. Κρίση που σπρώχνει εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία. Κρίση που οδηγεί τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς σε επανεξέταση, τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς σε αναζήτηση νέων modus vivendi.
Κρίση που οξύνει τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τη στιγμή που απαιτεί νέες συμφωνίες και συμμαχίες γεωστρατηγικού τύπου ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά μπλοκ.
Εξετάζοντας τα πράγματα από κομμουνιστική-ταξική σκοπιά, δεν χωράει αμφιβολία ότι η κρίση που βιώνουμε, εκτός του ότι μεγαλώνει τους κινδύνους για την ανθρωπότητα, ανεβάζει κατακόρυφα τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της εποχής από όλους τους πρωτοπόρους αγωνιστές που θέλουν να υπηρετήσουν το κίνημα και να συμβάλουν στην επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής προοπτικής.
Οσο βέβαια και να φαίνεται αντιφατικό, η πρώτη υποχρέωση, το πρώτο καθήκον που μπαίνει για όλους αυτούς είναι, αφού ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με το σύστημα, να δώσουν σκληρή ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με τις αυταπάτες που ακόμα και τώρα μέσα σε μια τέτοια σκοτεινή πραγματικότητα καλλιεργεί για προφανείς λόγους το σύστημα.
Να αποκαλυφτεί σε όλο της το «μεγαλείο» η αυταπάτη ότι η κρίση αυτή είναι απλώς συγκυριακή και σύντομα, μετά από μια μικρή περίοδο θυσιών (ποιων για ποιους;), θα παραχωρήσει τη θέση της σε μια «νέα» ευημερία.
Να αποκαλυφτεί σε όλο του το «μεγαλείο» το ψέμα ότι η επίθεση του κεφαλαίου, τα άγρια μέτρα σε βάρος της εργασίας, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, οι «ιδιωτικοποιήσεις», η φορολογία, το πάγωμα των μισθών και όλα τα φρικαλέα σχέδια «εξόδου από την κρίση» θα έχουν δήθεν ημερομηνία λήξης μόλις σημάνει η «ανάκαμψη».
● Η επίθεση σε βάρος των λαών, η επιστροφή στον εργασιακό μεσαίωνα, η ερήμωση και η εγκατάλειψη ολόκληρων παραγωγικών περιοχών και τομέων αποτελούν πλέον εδώ και δεκαετίες «επίσημη» πολιτική του συστήματος στο ιμπεριαλιστικό στάδιο που βρίσκεται. Η επίθεση αυτή, όπως είχε παρελθόν, θα έχει δυστυχώς και αρκετό μέλλον, αν δεν της μπει φραγμός από τον μόνο παράγοντα που μπορεί εν δυνάμει να ορθωθεί μπροστά της και να την ανατρέψει. Και αυτός ο παράγοντας είναι η εργατική τάξη, στο βαθμό που καταφέρει να συγκροτηθεί εκ νέου σαν τάξη για τον εαυτό της, μέσα στους σκληρούς ταξικούς αγώνες που έρχονται, μέσα από τις καθημερινές αναμετρήσεις με τους εχθρούς και τους ψεύτικους φίλους της.
Ανασυγκρότηση που δεν μπορεί να έρθει αν δεν συναντήσει και δεν ωσμωθεί με την άλλη μεγάλη αναγκαιότητα της εποχής, την ανασύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος και την οικοδόμηση μιας επαναστατικής Αριστεράς.
• Οσο λάθος είναι να πιστέψουν οι λαοί και η εργατική τάξη ότι η κρίση είναι «τεχνητή» άλλο τόσο αδιέξοδο είναι να θεωρήσουν ότι η κρίση αυτή από μόνη της μπορεί να σημάνει την αυτόματη κατάργηση του καπιταλισμού.
• Οσο αναγκαίο και επιβεβλημένο είναι να οργανωθεί στους κόλπους της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, μέσα στις στρατιές των ανέργων, ένα ρωμαλέο κίνημα αντίστασης στα όσα ετοιμάζεται να περάσει το κεφάλαιο προκειμένου να φορτώσει την κρίση στους λαούς και «να κερδίσει χρόνο» άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να μπαίνουν από σήμερα οι βάσεις για τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων στο επίπεδο και στην προοπτική της μεγάλης αναμέτρησης με το σύστημα και της ανατροπής του. Βάσεις που συνδέονται άρρηκτα με την επαναθεμελίωση και εκ νέου ισχυροποίηση της σοσιαλιστικής προοπτικής στη συνείδηση των λαών και της εργατικής τάξης σαν της μόνης πραγματικής διεξόδου από τη σημερινή βαρβαρότητα του καπιταλισμού και την αθλιότητα της ιμπεριαλιστικής επέκτασης!
● Οσο και αν κάθε εποχή, κάθε ιστορική φάση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις ιδιαίτερες δικές της απαιτήσεις, το σίγουρο είναι ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα σαν απόπειρα του καπιταλισμού να βγει από την κρίση έχει αρκετές αναλογίες με φάσεις που θυμίζουν παραμονές μεγάλων παγκόσμιων πολέμων. Θυμίζουν παραμονές μεγάλων καταστροφών και δεινών τα οποία προκάλεσε ο καπιταλισμός προκειμένου να «ξαναχτίσει» ό,τι ερήμωσε, να ξαναβάλει μπρος τις παραγωγικές δυνάμεις που τόσο εύκολα θυσίασε προκειμένου να αναπαραχθεί.
Το ότι ο «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος» είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μετά τη δεκαετία του '50, αναγκαίος για να βρεθούν οι «λύσεις» που αναζητάει το σύστημα προκειμένου να αναβαθμίσει την εκμετάλλευση, προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη του, είναι πασιφανές για όποιον έχει στοιχειωδώς έστω μελετήσει την ιστορία του καπιταλισμού.
Το ότι δεν έχει ακόμα ξεσπάσει, το ότι καθυστερεί, οφείλεται σε ένα σύνολο παραγόντων οι οποίοι, όσο και να λειτούργησαν «αποτρεπτικά» μέχρι τώρα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίζουν και στο μέλλον να λειτουργούν. Ούτε βέβαια σημαίνει ότι δεν διεξάγονται -έστω και όχι τόσο «θερμοί»- ένα σωρό επιμέρους πόλεμοι σε κάθε μέρος του πλανήτη, που προσπαθούν να καταφέρουν κι άλλα στρατηγικά χτυπήματα στις δυνάμεις της εργασίας και να δώσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα στις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Το βέβαιο είναι ότι, όπως έχει ανοίξει η όρεξη του κεφαλαίου, πολλοί και μεγάλοι κίνδυνοι απειλούν την ανθρωπότητα αν οι λαοί και η εργατική τάξη δεν συγκροτήσουν τις δυνάμεις τους. Αν οι παραγωγικές σχέσεις δεν ανατραπούν για να δώσουν τη θέση τους σε καινούριες, σοσιαλιστικές.
● Δεν είμαστε καθόλου μακριά από μια κατάσταση που είχε περιγράψει σχηματικά και «απλουστευτικά» ο Μάο, ότι μόνο η επανάσταση μπορεί μόνιμα και ουσιαστικά να αποτρέψει τον πόλεμο. Διαφορετικά, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τι θα φέρει ο πόλεμος, αν αυτός ξεσπάσει, με τα όπλα που έχει στη διάθεσή του το σύστημα και το οποίο θα προτιμήσει τη λύση «γαία πυρί μιχθήτω» παρά να «παραλύσει» μπροστά στα τρομακτικά μεγάλα αδιέξοδα.
Ωστόσο, η προοπτική της επανάστασης φαντάζει ακόμα μακρινή. Αυτή όμως η μεγάλη αδυναμία και αντίφαση που χαρακτηρίζει την εποχή μας έρχεται να επισημάνει και να υπογραμμίσει μια μεγάλη ανάγκη της εποχής που βιώνουμε. Το συντονισμό και τη σύμπλευση όλων των αντιπολεμικών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο πλαίσιο πρώτα και κύρια των λαών και της εργατικής τάξης σε ένα ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΛΑΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΩΝ, που θα έχει γερές βάσεις στήριξης και σημεία αναφοράς στα σημεία του πλανήτη που δοκιμάζονται από την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ερίδων, από την προσπάθεια των ιμπεριαλιστών να διευρύνουν και να στηρίξουν τις βάσεις εξόρμησης και επικυριαρχίας στον κόσμο. Στα Βαλκάνια, στην Τουρκία, στη Μ. Ανατολή, στην Κεντρική και Ανατολική Ασία, στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στη Μεσόγειο, επιβάλλεται οι λαϊκές δυνάμεις να συγκροτηθούν και να απαιτήσουν την απομάκρυνση του ΝΑΤΟ αλλά και τη μη επέκτασή του. Να απαιτήσουν να κλείσουν οι ιμπεριαλιστικές βάσεις και να μην ανοίξουν καινούριες. Να απαιτήσουν το σταμάτημα της λεγόμενης αντιπυραυλικής ασπίδας και να μπουν φραγμός στα σχέδια των ξεπουλημένων αστικών τάξεων που θέλουν να βάλουν τους λαούς τους κάτω από τους ζυγούς των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών.
• Να απαιτήσουν μέσα σε πνεύμα αλληλεγγύης και συναδέλφωσης των λαών τον αλληλοσεβασμό των συνόρων, μακριά από εθνικισμούς, τυχοδιωκτισμούς που μόνο την ιμπεριαλιστική πολιτική τού διαίρει και βασίλευε εξυπηρετούν. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, να μπουν φραγμός στα μικρότερα και ευρύτερα κυνήγια εξοπλισμών που πατρονάρουν οι ιμπεριαλιστές για το συμφέρον τους.
● Στο πλαίσιο αυτό, πολλή συζήτηση γίνεται για τα πυρηνικά όπλα και την πυρηνική ενέργεια. Μια συζήτηση που αρκετές φορές είναι ιδιαίτερα αποπροσανατολιστική, από τη στιγμή που συνειδητά τσουβαλιάζει μια σειρά διαφορετικά ζητήματα, που συγχέει τα λαϊκά συμφέροντα με τα αστικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Είμαστε λοιπόν σαφώς αντίθετοι στον ανταγωνισμό των πυρηνικών που προκαλούν ΗΠΑ και Ρωσία. Οπως είμαστε αντίθετοι στον πυρηνικό εκβιασμό κυρίως των ΗΠΑ προς κάθε κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορούμε να βάλουμε στην ίδια μοίρα το πυρηνικό οπλοστάσιο των ιμπεριαλιστών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ και της Ρωσίας, με τα πυρηνικά όπλα που θέλουν να αποκτήσουν μια σειρά χώρες, είτε γιατί επιδιώκουν να διαπραγματευτούν με τον ιμπεριαλισμό από διαφορετικές θέσεις είτε γιατί επιδιώκουν να αντισταθούν σε εκβιασμούς των μεγάλων δυνάμεων.
Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να αφοπλίσει το λαϊκό αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα απέναντι στις αστικές τάξεις των χωρών ούτε βέβαια να το εγκλωβίσει σε διλήμματα για καλά και «κακά» πυρηνικά. Πολύ περισσότερο, δεν πρέπει μια στάση «θετικής ουδετερότητας» απέναντι σε χώρες που θέλουν να αποκτήσουν πυρηνικά (Κορέα, Ιράν κ.λπ.) και μια άρνηση να συρθούμε πίσω από τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις στο όνομα της «πάταξης των πυρηνικών» να μας οδηγήσει σε αποδοχή της πολιτικής αστικών τάξεων (όπως η «δική» μας) να βάλουν στο οπλοστάσιό τους πυρηνικά όπλα εντείνοντας παραπέρα το κυνήγι των εξοπλισμών.
Σε κάθε περίπτωση, η στάση του αντιπολεμικού κινήματος απέναντι σε αυτά τα ζητήματα είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης για κάθε περιοχή και για κάθε χώρα και φυσικά με βασικό κριτήριο τι εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι τις αστικές τάξεις ή τους ιμπεριαλιστές, που επιδιώκουν καλύτερες θέσεις στον ανταγωνισμό τους με τους υπόλοιπους.
Μεγάλη έξαρση γνωρίζει στις μέρες μας η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στη λεγόμενη «παλιά» και «νέα» οικονομία. Στην ουσία πρόκειται για λυσσασμένους ανταγωνισμούς μεταξύ μερίδων και ανάλογων πεδίων δράσης του κεφαλαίου που είχαν τα σκήπτρα και την πρωτοκαθεδρία τις προηγούμενες δεκαετίες και που στις μέρες μας απειλούνται να παραχωρήσουν τη θέση τους, με βάση την κρίση, σε «νέους» και φρέσκους ανταγωνιστές. Φυσικά, τέτοιες ανακατατάξεις δεν είναι καινούριες στον καπιταλισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να μας αφήσουν αδιάφορους, διότι το «καινούριο» στοιχείο είναι ότι όλες αυτές οι οι μερίδες, είτε είναι «παλιές» και «παραδοσιακές» είτε καινούριες, έχουν ένα σημείο συνάντησης: την «εξόντωση» του αντιπάλου μέχρις εσχάτων. Και εκείνες που θέλουν να κρατηθούν αλλά και εκείνες οι μερίδες που θέλουν να πάρουν θέση δεν μπορούν παρά να «πατήσουν» πάνω στη «νεκρή φύση» που θα έχει προκαλέσει η επί δεκαετίες επίθεση του κεφαλαίου σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας.
Πολλές ανακατατάξεις, λοιπόν, ακόμα σαν κι αυτές που σημάδεψαν τις αλλαγές στην Ουάσιγκτον και το Λευκό Οίκο έχουν στη βάση τους τέτοιες αντιθέσεις, παρ' όλο που γίνεται προσπάθεια από τις «νεότερες» και «φιλόδοξες» τάσεις του κεφαλαίου να παρουσιάσουν την εφόρμησή τους σαν «πράσινη» ή «οικολογική» απάντηση στα δεινά που έχει συσσωρεύσει η κυριαρχία της «παλιάς» οικονομίας στον πλανήτη, στο περιβάλλον και στις παραγωγικές δυνάμεις. Οι κίνδυνοι για το λαϊκό και εργατικό κίνημα να εμπλακεί σε αυτές τις αντιθέσεις δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι η επίσημη Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, έχει ήδη ενσωματώσει στις σημαίες της υποτιθέμενης «μεταρρύθμισης» του συστήματος όλα τα συνθήματα και όλες τις κατευθύνσεις της νέας «πράσινης» ή ό,τι άλλο θέλετε οικονομίας.
Για να μη δημιουργούνται βέβαια συγχύσεις, δεν εννοούμε την παλιά και νέα οικονομία όπως τις διαχωρίσαμε στην προηγούμενη δεκαετία και που τροφοδότησε τη σημερινή κρίση, αλλά την υπαρκτή πλέον διάσταση μέσα στο πλαίσιο της πραγματικής οικονομίας ανάμεσα στο «παραδοσιακό» και το «φρέσκο».
Τα προβλήματα βέβαια δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα από την πλευρά του συστήματος, που δεν ψάχνει απλώς ανάσες, αλλά, επειδή ακριβώς «κακόμαθε» μετά το '90, αναζητεί λύσεις μακράς πνοής όσον αφορά τη διαιώνιση και την αναπαραγωγή του.
• Πρώτον, γιατί η λεγόμενη παραδοσιακή πραγματική οικονομία, παρά τα πλήγματα που της προκάλεσε και αυτή η κρίση, καλά κρατεί και συνεχίζει να έχει μεγάλο μερτικό στην όλη κίνηση του συστήματος, στις σχέσεις του, στην ιεραρχία του. Δεν δείχνει λοιπόν και ιδιαίτερα εύκολο το εγχείρημα της «ομαλής» και «σταδιακής» περιθωριοποίησης της «παραδοσιακής», πραγματικής οικονομίας, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει συνδέσει την ύπαρξή της με το υπαρκτό ενεργειακό μοντέλο. Πόσω μάλλον όταν σε μεγάλο βαθμό οι ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις και αντιθέσεις έχουν ένα από τα επίκεντρά τους στην επικυριαρχία πάνω σε αυτό το υπάρχον ενεργειακό μοντέλο.
• Δεύτερον, οι θυσίες που απαιτούνται από τους λαούς και την εργατική τάξη και για να διασωθεί (όσο διασωθεί) η «παραδοσιακή» οικονομία, αλλά και για να επικρατήσει σε μαζική κλίμακα η «φρέσκια», είναι τόσες πολλές που, όσο και να έχει αποσυγκροτηθεί η εργατική τάξη, όσο και αν οι λαοί έχουν οπισθοχωρήσει, δεν μπορούν να τις δεχτούν. Το σύστημα, δηλαδή, χωρίς να κηρύξει στην κυριολεξία μια κατάσταση ιδιαίτερης έκτακτης ανάγκης (πολύ πιο «απειλητική» από την τρομοκρατία), δεν έχει «νομιμοποιηθεί» στα μάτια των λαών για να προχωρήσει σε αυτά που θέλει.
● Το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα, το σύγχρονο εργατικό κίνημα στην πορεία συγκρότησής του δεν πρέπει να έχει αυταπάτες και να περιμένει τα σύγχρονα Νew Deal και τους σύγχρονους Κέινς που θα αναγεννήσουν, όπως λέγεται, τον καπιταλισμό. Είναι μεγάλο ψέμα και σύγχρονη παραλλαγή του δόγματος του καπιταλιστικού μονόδρομου ότι οι εργαζόμενες μάζες, οι άνεργοι, οι ξεπεταγμένοι αγρότες, η νεολαία θα πρέπει να περιμένουν τον καπιταλισμό να «σώσει» τον καπιταλισμό.
Ούτε θα πρέπει να υποστείλουν τις αντιστάσεις τους στην επίθεση, διότι δήθεν αυτά τα αμυντικά και μικρής εμβέλειας αιτήματα απλώς υπερασπίζονται παλιές σχέσεις και παλιές δομές. Είναι καπιταλιστικός μύθος και ταυτόχρονα ρεφορμιστική υπηρεσία στο σύστημα η όλη φιλολογία που ζητάει από τους εργάτες να αφεθούν στο έλεος των «αλλαγών», των «εκσυγχρονισμών», διότι ουσιαστικά υπογράφουν τη θανατική τους καταδίκη. Οι διάφορες «νεοτροτσκιστικές», κατ’ ουσία αστικές, ανοησίες ότι ο «καπιταλισμός δεν λειτουργεί» είναι στην ουσία παραινέσεις στα αφτιά μιας ήδη αποσυγκροτημένης εργατικής τάξης να γίνει αδιαμαρτύρητα μια καύσιμη πρώτη ύλη για να λειτουργήσει επιτέλους ο καπιταλισμός. Ο οποίος βέβαια δεν έχει πάψει να λειτουργεί ούτε μια στιγμή, ακόμα και τη στιγμή που δείχνει ότι η κρίση του είναι βαθιά και αγιάτρευτη. Αλλωστε ο καπιταλισμός δεν θα δουλεύει πλέον μόνο όταν σταματήσει να καρπώνεται υπεραξία, μόνο όταν ως σύστημα έχει καταργήσει τον εαυτό του - και αυτό δεν πρόκειται να γίνει αν δεν το αποφασίσει ο άλλος πόλος της κοινωνίας, που δεν είναι άλλος από την εργατική τάξη, στο βαθμό που ξανασυγκροτηθεί ως τάξη για τον εαυτό της.
● Ολα όσα εξελίσσονται στη διεθνή σκηνή, είτε αυτά αφορούν τους λυσσασμένους ενδοϊμπεριαλιστικούς και ενδοαστικούς ανταγωνισμούς είτε τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό αλλά και τις σχέσεις των ιμπεριαλιστών είτε τα αντιδραστικά σχέδια επίθεσης σε βάρος των λαών, επηρεάζουν καθοριστικά τα όσα συμβαίνουν στην περιοχή μας, στη χώρα μας, στις γειτονικές χώρες.
Οπως και να 'χει, η χώρα μας είναι ένα σταυροδρόμι όπου η αυτονομία των εξελίξεων σε αυτήν είναι σχετική. Είναι λιγότερο από τη μισή αλήθεια να ισχυριζόμαστε ότι η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στο πολιτικό σκηνικό είναι αποκλειστικά δική μας εσωτερική υπόθεση. Οχι, έχουν βάλει για τα καλά το χέρι τους διεθνείς παράγοντες και κέντρα και γι’ αυτό άλλωστε είναι αρκετά πολύπλοκες οι λύσεις και οι «απαντήσεις» που καλείται να δώσει το σύστημα. Αφού έχει να συνυπολογίσει όχι μόνο τις διαθέσεις του ντόπιου κεφαλαίου και του ντόπιου κατεστημένου αλλά και τις επιθυμίες και κόντρες των ιμπεριαλιστών έτσι όπως εκδηλώνονται στη γειτονική μας Τουρκία, στη Μ. Ανατολή και γενικότερα. Η ΕΕ «περιμένει» τον Ομπάμα να πάρει τις πρωτοβουλίες του. «Κοιτάει» επίσης προς Μόσχα, αφού πλέον δεν μπορεί να αγνοήσει αυτόν τον παράγοντα. Ταυτόχρονα, «οχυρώνεται» απέναντι στα πιθανά ντόμινο, με φόντο την κρίση, γι’ αυτό και πιέζει αφάνταστα την Ελλάδα. Η ντόπια αστική τάξη έχει πολλαπλές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις και προς τα μέσα και προς τα έξω. Εχει να συνυπολογίσει «παλιότερες» δεσμεύσεις και «νεότερες» υποχρεώσεις που διαμορφώθηκαν από τα «ανοίγματα» προς τη Ρωσία αλλά και από τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν ενόψει εκλογής Ομπάμα. Εχει επίσης να διαχειριστεί τις σίγουρες «αναφορές» της, τις δεσμεύσεις της δηλαδή προς τη Δύση. Κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, έτσι όπως έχουν δομηθεί, έτσι όπως έχουν διαμορφώσει τις σχέσεις τους με το λαό, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί εφ’ όλης της ύλης μια πορεία που έχει ανάγκη το σύστημα.
Φυσικά και έχει τον τρόπο του να συνεχίζει να κυριαρχεί, ιδιαίτερα όσο η Αριστερά είναι τόσο ακίνδυνη και πρόθυμο δεκανίκι, ιδιαίτερα όσο ο λαός και η εργατική τάξη, παρά τις κατά καιρούς μεγάλες αντιστάσεις τους, δεν μπορούν να συγκροτηθούν ακόμα σε δύναμη προοπτικής μιας άλλης κοινωνίας.
Παρ' όλα αυτά, η ανεπάρκεια των δύο κυρίαρχων αστικών μηχανισμών είναι παραπάνω από προφανής, ιδιαίτερα σήμερα που η αγανάκτηση των μαζών έχει φτάσει σε τέτοιον υψηλό βαθμό. Ιδιαίτερα σήμερα που η ένταση των κατασταλτικών μέτρων δεν δείχνει να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα σήμερα που η άρχουσα τάξη δεν «πείθει» το λαό ότι του έχει διασφαλισμένα διεθνή στηρίγματα.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη νέα σχετικά εξέλιξη έχει η στάση της ΕΕ, που από «αδιαφιλονίκητο στήριγμα» αρχίζει και δείχνει αυτό που πραγματικά είναι.
Μια φυλακή κυρίως για τους λαούς και την εργατική τάξη και όχι ένας «παράδεισος» επιδοτήσεων και κοινοτικών προγραμμάτων. Μια φυλακή όπου ο «εθελούσιος» εγκλωβισμός μιας χώρας σε αυτήν, αργά ή γρήγορα, δείχνει τα πραγματικά χαρακτηριστικά που έχει μια τέτοια σχέση εξάρτησης. Μια φυλακή που μόνο δεινά μπορεί να σωρεύει για την εργατική τάξη και την αγροτιά, όπως άρχισαν να δείχνουν και οι πρόσφατοι αγροτικοί αγώνες.
Κρίσιμη λοιπόν η φάση που περνάει το σύστημα στη χώρα μας. Ωστόσο, είναι αρκετά ανέτοιμο να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις. Κινείται ουσιαστικά με καθυστέρηση. Γι’ αυτό δείχνει να στηρίζεται ξανά στα δύο αστικά κόμματα, παρ' όλο που θα ήθελε κάτι πιο αποτελεσματικό. Γι’ αυτό υποχρεώνεται να μεθοδεύει την πιο αποτελεσματική λειτουργία του «δικομματισμού». Το μέλλον θα δείξει αν θα το πετύχει. Το μέλλον θα δείξει αν αυτή η παρατεταμένη εκλογολογία, εκτός από έκφραση της ρευστότητας, κατάφερε να λειτουργήσει και σαν έμμεσος εκβιασμός του συστήματος για να αποκατασταθούν ισορροπίες που είχαν διαταραχθεί.
Το σίγουρο είναι ότι η παρατεταμένη εκλογολογία ήρθε, εκτός των άλλων, σαν απάντηση στα φαντάσματα και τους απόηχους του Δεκέμβρη. Σαν απάντηση στη διαφαινόμενη προοπτική όξυνσης της ταξικής πάλης και όξυνσης της επίθεσης.
Το «δόλωμα» που ρίχνεται φαίνεται πως προς το παρόν πέτυχε το στόχο του. Ο Δεκέμβρης δεν ήταν από μόνος του ικανός να διατηρήσει «τη φλόγα της εξέγερσης». Ούτε το δράμα της Κούνεβα ήταν αρκετό να φέρει στο επίκεντρο το δράμα της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Η μικρή και η μεγάλη Αριστερά τσίμπησαν κανονικά! Και σκιαμαχούν με τις κάλπες, καλώντας σε κούφιες «Ανταρσίες» και «ανυπακοές», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ με σχετικά κομμένα φτερά αρκείται να περισώσει κάτι από τις δημοσκοπήσεις και άφησε στην άκρη τα μεγαλεπήβολα περί «αλλαγής του σκηνικού».
Αφησε δηλαδή τις μεγάλες υποθέσεις για τους «μεγάλους» και περιορίστηκε στον προθάλαμο. Τα σαλόνια μπορούν να περιμένουν.
Και το πιο αντιφατικό είναι ότι όλη αυτή η εκλογολογία και υποτιθέμενη παραλυσία της κυβέρνησης ουσιαστικά έχουν ανάψει το πράσινο φως σε σκληρά μέτρα που πλήττουν την εργατική τάξη, την αγροτιά, αλλά και ευρύτερα μικροαστικά στρώματα της πόλης.

ΥΓ.: Οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν τη βάση της συζήτησης που θα διεξαχθεί στο ΚΟ του ΚΚΕ(μ-λ) το Σαββατοκύριακο 25-26 Απρίλη. Οι αποφάσεις του ΚΚΕ(μ-λ) για το Μέτωπο Αντίστασης, για τις συμμαχίες, συνεργασίες, για την 7η Συνδιάσκεψη θα δημοσιευτούν και στο επόμενο τεύχος της «ΠΣ», μετά την Πρωτομαγιά.
Ηδη σε αυτό το φύλλο δημοσιεύουμε την απόφαση του ΚΚΕ(μ-λ) για τις ευρωεκλογές.