Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

Οι εργαζόμενοι στη δίνη της κρίσης. Η αστική τάξη δέσμια των εξαρτήσεων. Σε αναζήτηση νέων ισορροπιών.

Είχε γίνει σαφές από τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη 2007 ότι οι πολιτικές λύσεις και ισορροπίες που προέκυψαν όταν έκλειναν οι κάλπες δεν θα ήταν μακράς πνοής. Μια διάχυτη αβεβαιότητα και ρευστότητα έκανε φανερό ότι το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης και διαχείρισης της χώρας θα αντιμετώπιζε από τότε τριγμούς και σαφείς αδυναμίες να αναπαραχθεί στα πρότυπα των προηγούμενων δεκαετιών.
Οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, που τροφοδοτήθηκαν και αναζωπυρώθηκαν από εκείνο το διάστημα, περί τέλους του δικομματισμού και άλλων ανάλογων, όσο και αν δεν άγγιζαν και τόσο την ουσία του προβλήματος, επιβεβαίωναν ότι η άρχουσα τάξη δεν ήταν και τόσο ενθουσιασμένη από τη διάταξη και την ανταπόκριση του πολιτικού της προσωπικού. Και όσοι νόμιζαν ότι η κύρια αιτία ήταν η αναζήτηση νέου προφίλ από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να βγει από τις συνέπειες της δεύτερης εκλογικής του ήττας, σύντομα διαψεύστηκαν διότι φάνηκε μέσα στη διαδρομή ότι το πρόβλημα δεν άγγιζε μόνο την αντιπολίτευση αλλά και την κυβέρνηση. Για να είμαστε μάλιστα πιο ακριβείς, το πρόβλημα αφορούσε το σύνολο του πολιτικού σκηνικού.
Ενώ, για μήνες, όλα έδειχναν ότι κυοφορούνται λύσεις, τελικά διαπιστωνόταν «διακοπή της κύησης» για διαφορετικούς ίσως λόγους κάθε φορά, με κοινό τόπο ότι η ΝΔ παρά τα προβλήματα δεν ήθελε να φύγει, ενώ το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν έτοιμο να έρθει.
Δεν θα συνεχίσουμε άλλο την ψηλάφηση της διαδρομής μέχρι σήμερα, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, διότι μας ενδιαφέρει το σήμερα και η προοπτική του, από τη σκοπιά φυσικά του εργαζόμενου λαού, των αγροτών και της νεολαίας.
Σήμερα λοιπόν αυτό που δεσπόζει διεθνώς και επηρεάζει ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΑ τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, και όχι μόνο, που διαμορφώνει καινούργια δεδομένα, είναι η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, η οποία έχει αγγίξει για τα καλά την πραγματική οικονομία, προκαλώντας νέα δεινά και νέες δυστυχίες στους εργαζόμενους.
Μια κρίση που δεν αφήνει ανεπηρέαστη την πολιτική, την τακτική, τις μεθοδεύσεις της άρχουσας τάξης στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κρίση φορτώνοντάς την κι άλλο στις πλάτες της εργατικής τάξης και του λαού.
Και τα πράγματα θα ήταν σαφώς διαφορετικά, αν η κρίση δεν συνέπιπτε με τις ανακατατάξεις και τις αναπροσαρμογές τακτικής που χαρακτηρίζουν την ηγεσία της αμερικάνικης υπερδύναμης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους άλλους ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα της Ευρώπης, και τη Ρωσία. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται στις σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες της περιφέρειας και ιδιαίτερα με εκείνες που περικυκλώνουν Ρωσία-Κίνα, που βρίσκονται στη Μέση Ανατολή, που απλώνονται στην Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι η άρχουσα τάξη της χώρας μας έχει φτάσει στα όριά τους τις πολλαπλές και αντιφατικές δεσμεύσεις και εξαρτήσεις της. Και σε αυτή την εξέλιξη οδήγησαν εκτός των άλλων οι οξύνσεις των ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΗΠΑ-Ρωσία με επίκεντρο το ενεργειακό. Γνωστές οι επιπτώσεις που είχε και συνεχίζει να έχει η τακτική της άρχουσας τάξης να «αξιοποιήσει» τη Ρωσία, τόσο για λογαριασμό της όσο κυρίως για λογαριασμό της ΕΕ. Τακτική την οποία υπηρέτησε (όσο υπηρέτησε) με σχετική συνέπεια η πολιτική Καραμανλή.
Πέρα όμως από αυτό, μια άλλη παράμετρος που έχει παίξει πλέον καθοριστικό ρόλο στη διαφαινόμενη όξυνση των αντιφάσεων της εξωτερικής πολιτικής της άρχουσας τάξης και στη μεγιστοποίηση των πολλαπλών πιέσεων, είναι η μεγάλη κόντρα που τελικά έχει ξεσπάσει ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές με φόντο την κρίση και την αντιμετώπισή της. Μια κόντρα δηλαδή που ο κοινός τόπος των ιμπεριαλιστών να φορτώσουν τις συνέπειες της κρίσης στους λαούς, δεν είναι αρκετός για να αμβλύνει τις μεταξύ τους αντιθέσεις και προσπάθειες να εκμεταλλευτούν την κρίση προκειμένου να ισχυροποιηθούν σε βάρος των άλλων ανταγωνιστών τους.
Τους τελευταίους μήνες, η άρχουσα τάξη της χώρας πληρώνει επίσης το τίμημα της κρίσης, έτσι όπως μεταφέρεται στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Περιοχές στις οποίες οι ντόπιοι αστοί και το ντόπιο τραπεζικό κεφάλαιο, έχοντας αναλάβει τον ρόλο του προσκόπου για λογαριασμό της Δύσης, λούζονται για χάρη των μεγάλων αφεντικών τις συνέπειες.
Τους τελευταίους μήνες λοιπόν, η άρχουσα τάξη της χώρας φαίνεται να πιέζεται αφόρητα από τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Εξέλιξη απόλυτα φυσιολογική, αν σκεφτούμε τη μεγάλη πίεση που δέχεται η ίδια η Ευρώπη από τις ΗΠΑ, οι οποίες εκμεταλλεύονται τη νομισματική τους ευελιξία προκειμένου να σπρώξουν τους ιμπεριαλιστές της Ευρώπης σε αποδοχή του ρόλου που τους επιφυλάσσει η αμερικάνικη υπερδύναμη, με βάση τους νέους σχεδιασμούς Ομπάμα!
Η πίεση λοιπόν που μεταφέρεται από τις ΗΠΑ είναι φυσιολογικό να μετακυλίεται στους πιο αδύνατους κρίκους, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα.
Όπως είναι επίσης πολύ φυσιολογικό, η πίεση που δέχεται η Ελλάδα οξύνει κι άλλο την επίθεση του κεφαλαίου. Το οποίο βέβαια, όσο και να φαίνεται αντιφατικό, αποκτά ακόμα περισσότερα πλεονεκτήματα. Αστικές τάξεις όπως αυτή της χώρας μας, σε περιόδους μεγάλων θυελλών, μη έχοντας καμιά «δική» τους «συνταγή» και δυνατότητα αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων, πέραν του να εκμεταλλεύονται πιο λυσσασμένα και πιο σκληρά την εργατική τάξη, είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν συνταγές παραπέρα «προσκόλλησης» στους ισχυρούς. Στην «καλύτερη» περίπτωση να επιδιώκουν πιο «ευέλικτη» προσκόλληση, μια δηλαδή «πολυπροσκόλληση» που όμως στην εποχή της όξυνσης των ανταγωνισμών και της αναζήτησης στρατηγικών συμμαχιών μεταξύ των ιμπεριαλιστών δεν είναι καθόλου εύκολο ούτε προφανές να βρει με ποιους πάει και ποιους «αφήνει». Επειδή λοιπόν το έδαφος είχε καλλιεργηθεί από καιρό, το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο, είχε δυστυχώς όλες τις προϋποθέσεις να ξεσαλώσει, με ακόμα πιο βάρβαρο τρόπο από όσο συνήθιζε τις προηγούμενες εποχές.
Η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση απλώς ανάβουν πράσινο φως και επιτρέπουν να διεξάγεται ένα μεγάλο φαγοπότι, ένα πάρτι ξεζουμίσματος των εργαζόμενων. Μερίδες του κεφαλαίου στη χώρα μας και διεθνώς, τη στιγμή που ερίζουν και ανταγωνίζονται για το ποια θα έχει τα οφέλη σε βάρος άλλης, ζητάνε τα πάντα από τις κυβερνήσεις, εκβιάζουν για προνομιακή ώσμωση και διασύνδεση με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Γαία πυρί μειχθήτω θυμίζει η συμπεριφορά του κεφαλαίου, είτε είναι βιομηχανικό είτε τραπεζικό είτε εμπορικό είτε κατασκευαστικό είτε είτε...
Το πολιτικό σκηνικό, απλώς παρακολουθεί και απλώς περιμένει έξωθεν στηρίξεις. Αυτά στο προσκήνιο, διότι στο παρασκήνιο γίνεται κυριολεκτικά το μάλε βράσε. Ζητούμενο φυσικά οι καινούργιες αναδιατάξεις και ισορροπίες που θα ευθυγραμμιστούν με τις δεσμεύσεις και τις εξαρτήσεις του σήμερα, που θα έχουν στοιχειώδεις δυνατότητες να περιφρουρήσουν το σύστημα από τις μελλούμενες κοινωνικά εκρήξεις και εξεγέρσεις που είναι πλέον απόλυτα βέβαιο ότι θα προκύψουν στο άμεσο μέλλον.
Όλα τα κόμματα (κυβερνητικά, αντιπολιτευόμενα, μελλοντικά αναχώματα κ.λπ.) λες και προετοιμάζονται για την «επόμενη μέρα». Μόνο που δεν ξέρουν ακριβώς πότε θα έρθει και τι καιρό θα έχει.
Το πεδίο άσκησης και εφαρμογής των μελλοντικών σχεδίων είναι πρώτα και κύρια η κυβέρνηση, η οποία δοκιμάζεται από την αντιπαράθεση και τους διαγκωνισμούς μεταξύ Μητσοτακικών-Καραμανλικών, «ακραίων»-«μεσαίων», «λαϊκών-«μεταρρυθμιστών», με όλους τους συνδυασμούς και τις διασταυρώσεις. Αυτά στην επιφάνεια, διότι πίσω από τους καβγάδες βρίσκονται φιλοευρωπαϊκά και φιλοαμερικάνικα κέντρα, των οποίων οι σχέσεις έχουν οξυνθεί, ιδιαίτερα μετά τις πιέσεις της Ευρώπης, που μέσα σε όλα φαίνεται να ενισχύουν τα «αλληθωρίσματα» προς Ομπάμα, αφού τα βλέμματα που έβλεπαν προς Ρωσία τελευταία αντικρίζουν κυρίως ομίχλη!
Ανεξάρτητα πάντως πού θα κάτσει η μπίλια, που λένε στη ρουλέτα, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να πιστεύει όλο και περισσότερο ότι θα επιστρέψει χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιο αν θα πρέπει να χαίρεται ή να στριμώχνεται από μια τέτοια εξέλιξη. Γι’ αυτό και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει είναι όλο και πιο έντονα, ιδιαίτερα γύρω από τις αμερικανο-ευρωπαϊκο-ρωσικές ισορροπίες και του τι αυτές σημαίνουν στην περιοχή στις σχέσεις με Τουρκία, Βαλκάνια κ.λπ.
Αλλωστε, η επανεμφάνιση Σημίτη, οι διαφοροποιήσεις Λοβέρδου, η αξιοποίηση του Πάγκαλου, είναι σημάδια αυτού που επισημάναμε, διότι κατά τα λοιπά, το «όλον ΠΑΣΟΚ» δεν έχει διλήμματα. Συμφωνεί με το φόρτωμα της κρίσης στις πλάτες του λαού. Συμφωνεί με την όξυνση της επίθεσης, συμφωνεί με την παραπέρα αφαίρεση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, συμφωνεί με τη σκλήρυνση και θωράκιση του καθεστώτος απέναντι στις διεκδικήσεις του λαού και των εργαζόμενων που αναμένεται να ενταθούν.
Από κοντά στις αγωνίες και η «μικρή» και η «μεγάλη Αριστερά». Ανησυχούν για «όλα», εκτός απ’ αυτό που υποτίθεται ότι τάχθηκαν, δηλαδή τα λαϊκά συμφέροντα.
Το μόνο που βλέπουν είναι οι κάλπες. Είναι τόση η αδυναμία τους και η άρνησή τους να βρουν διεξόδους και μορφές λαϊκής πάλης μέσα σε συνθήκες γενικευμένης λαϊκής ασφυξίας, που απλώς προκαλούν τρικυμία στο ποτήρι. Έχουν έμμεσα και άμεσα παραδεχτεί ότι δεν μπορούν να κάνουν ΤΙΠΟΤΑ απολύτως για τον λαό, την εργατική τάξη, τη νεολαία και πασχίζουν να βρουν «υποκατάστατα» που να ξεγελούν πρώτα και κύρια τους ίδιους αλλά και αυτούς στους οποίους απευθύνονται.
Υποκατάστατα που όλα περνάνε μέσα από τις κάλπες, πρώτα των ευρωεκλογών και μετά των βουλευτικών. Δεν έχουν επίσης πρόβλημα να γίνουν και ταυτόχρονα. Γι’ αυτό και επείγονται. Γι’ αυτό το μόνο σύνθημα που τους μένει είναι να ζητάνε εκλογές έστω και με «αριστερή» συγκάλυψη, ζητώντας «να πέσει η κυβέρνηση». Άλλος για να αποτελέσει δεκανίκι, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία. Άλλος για να αποτελέσει τον κύριο «αριστερό» συνομιλητή του συστήματος, από θέση «ισχύος», έχοντας περιορίσει σε ρόλο δεύτερο τους υπόλοιπους «αριστερούς». Άλλοι πάλι θέλουν ακόμα και τις ευρωκάλπες για να νομιμοποιήσουν «ενότητες» απελπισίας, ή απατηλές «οικολογίες».
Και όμως ο λαός, η εργατική τάξη, η νεολαία, όπως φαίνεται ήδη και όχι μόνο στον τόπο μας, ζητάνε πολύ περισσότερα από όσα ψευδεπίγραφα τους τάζουν οι διάφοροι καλπολάγνοι. Ζητάνε να βρουν τρόπους να αντισταθούν, να διεκδικήσουν, να οργανωθούν, να πάρουν κουράγιο, να ανακαλύψουν τη δύναμη μέσα τους. Ζητάνε να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους για να πουν όχι στην επίθεση. Και θα το κάνουν αργά ή γρήγορα, μαζί και δίπλα με όσους στην πράξη θέλουν να συμβάλουν στην οικοδόμηση ενός πραγματικού κομμουνιστικού κινήματος, στη δημιουργία μιας επαναστατικής Αριστεράς.
Όσο αργό και βασανιστικό φαίνεται στις μέρες μας, είναι το μόνο αποτελεσματικό.