Οι εκλογές έγιναν. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε την παρτίδα. Η ΝΔ γνώρισε εκλογική συντριβή. Τα ποσοστά της Αριστεράς μειώθηκαν. Το ΛΑΟΣ φιλοδοξεί να παίξει ρόλο. Οι Οικολόγοι παρά την πριμοδότηση των ΜΜΕ δεν κατόρθωσαν να μπουν στη Βουλή.
Και ο λαός πάντα στη «γωνία» να περιμένει τα επόμενα χτυπήματα.
Αυτό που έρχεται
Ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό το τελευταίο. Τι μπορεί να περιμένει ο λαός από τη «νέα» κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Δεν έχουμε σκοπό να «πρωτοτυπήσουμε». Επιμένουμε σ’ αυτά που έχουμε κιόλας πει προεκλογικά, σ’ αυτά που εδώ και χρόνια λέμε.
Το ΠΑΣΟΚ (όπως άλλωστε και η ΝΔ) ήρθε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, να υλοποιήσει τις υπαγορεύσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων ισχύος. Ειδικότερα να διεκπεραιώσει τη βρώμικη δουλειά, της συνέχισης της επίθεσης ενάντια στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία. Αυτή την επίθεση που με κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε (1985), για να συνεχιστεί με εναλλαγές σκυτάλης με τη ΝΔ μέχρι τα σήμερα. Τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν το αλλάξει ο λαός με την πάλη του. Είναι περισσότερο από καθαρό ότι θα συνεχίσουν να προωθούνται οι λεγόμενες «ελαστικές σχέσεις εργασίας» σε όλες τους έως και τις πιο αποκρουστικές μορφές, η μετατροπή των εργαζόμενων σε «απασχολήσιμους». Είναι αποφασισμένο να χτυπηθούν ακόμη περισσότερο τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων με το «άνοιγμα του Ασφαλιστικού» το οποίο υποσχέθηκε (στο κεφάλαιο) ο Γ. Παπανδρέου.
Είναι σαφές ότι θα συνεχιστεί η πολιτική της «λιτότητας» για τους εργαζόμενους στη βάση του «τριετούς πλάνου ανασυγκρότησης» που προγραμματίζει το ΠΑΣΟΚ. Είναι βέβαιο ότι η «αύξηση των εσόδων του κράτους» δεν θα γίνει από τους «ανείσπραχτους φόρους» και τις οφειλές του κεφαλαίου, αλλά από τους φόρους που -όπως πάντα- «μπορούν» να εισπραχτούν. Δηλαδή από τις πλάτες των εργαζομένων.
Είναι ήδη προγραμματισμένη η «ρύθμιση του καθεστώτος των ιδιωτικών κολεγίων», δηλαδή η προώθηση των σχεδίων που ματαίωσε η πάλη της σπουδάζουσας νεολαίας.
Όσο για το «χτύπημα της διαφθοράς», μπορούμε απλώς να καγχάσουμε. Όχι μόνο γιατί η διαφθορά (η διαπλοκή και όλα τα συμπαρομαρτούντα) είναι σύμφυτο στοιχείο του συστήματος. Ούτε μόνο επειδή η διαφθορά χαρακτήρισε την πορεία του ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και επειδή ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου έχει να εξοφλήσει κάποια γραμμάτια σ’ όλους αυτούς που τον προώθησαν, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια.
Στο μόνο που μπορούμε να δώσουμε κάποια βάση είναι στην πρόθεσή του να «ανασυγκροτήσει το κράτος». Όχι βέβαια για να υπηρετήσει -καθώς λέει- τον πολίτη, αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που -όντως- προγραμματίζεται είναι η παραπέρα ενίσχυση των μηχανισμών και μέσων καταπίεσης και καταστολής, ώστε να αντιμετωπιστούν οι αναπόφευκτες και δίκαιες αντιδράσεις των εργαζομένων και της νεολαίας.
Αντιδραστικές τάσεις και συσχετισμοί
Οι εκτιμήσεις μας αυτές βασίζονται στην επίγνωση του τι είναι το ΠΑΣΟΚ, ποια η ιστορία του, αλλά και στη βάση ποιων συνθηκών (ελλαδικά και διεθνώς) αναλαμβάνει την διακυβέρνηση και ποιον ρόλο έρχεται να παίξει.
Δεν είναι δυνατόν σ’ αυτές τις γραμμές να γίνει ολοκληρωμένη ανάλυση. [Για περισσότερα βλέπε θέσεις του ΚΚΕ(μ-λ) για την παγκόσμια κατάσταση.] Επιγραμματικά λοιπόν. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο αναδιάταξης δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Μια αναδιάταξη που συντελείται σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και σε σχέση αλληλεξάρτησης. Τα λεγόμενα «μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης» δεν αφορούν τίποτα άλλο παρά τη διαμόρφωση όρων νέας κερδοφορίας για το ιμπεριαλιστικό -κυρίως- κεφάλαιο.
Στα ίδια πλαίσια εξελίσσεται μια διαδικασία συσσώρευσης που παίρνει χαρακτηριστικά έως και «πρωταρχικού χαρακτήρα», σε παγκόσμια πλέον κλίμακα και με όρους ανταγωνισμού. Όλες αυτές οι διεργασίες συνδέονται άμεσα (και πάντα σε σχέση αλληλοτροφοδότησης) με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων. Μια σχέση πραγμάτων που κάνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όλο και πιο άγριο όλο και πιο επικίνδυνο.
Όλα αυτά σημαίνουν:
Συνέχιση και ένταση της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες. Μια όλο και πιο ασφυκτική πίεση στις αδύναμες εξαρτημένες χώρες. Μια πίεση που αφορά τόσο τη διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσής τους όσο και την προσάρτησή τους (πολιτικά, στρατιωτικά) στο άρμα και τους σχεδιασμούς αυτής ή εκείνης της ιμπεριαλιστικής δύναμης.
Όσο για τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» (μια και τόσος θόρυβος γίνεται), σύντομα θα γίνει ολοφάνερο αυτό που ήδη είναι σαφές. Ότι δεν αντιμετωπίζεται παρά σαν ένα ακόμη χρήσιμο εργαλείο του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου για τη διαμόρφωση όρων ανταγωνιστικότητας, επιβολής τους στους πιο αδύναμους και ταυτόχρονα ένα νέο πεδίο κερδοφορίας.
Και εκείνο που θα παραμείνει σαν βασικό όργανο προώθησης της πολιτικής και των συμφερόντων τους θα είναι οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, οι επεμβάσεις, το μακέλεμα λαών, οι αναμετρήσεις.
Συνολικά η διαμόρφωση όρων και συνθηκών που θέτουν σε κίνδυνο την ειρήνη και την ασφάλεια όλων των κατοίκων αυτού του πλανήτη.
Κανόνες ευθυγράμμισης
Αυτό το πλαίσιο και οι τάσεις που το συγκροτούν επιδρούν καταλυτικά και στην πορεία των εξελίξεων στη χώρα μας και, εννοείται, στη βάση των ιδιαίτερων συνθηκών της.
Η ασφυκτική πίεση που ολοφάνερα ασκήθηκε στην κυβέρνηση Καραμανλή στην πραγματικότητα αφορούσε το σύνολο της αστικής τάξης της χώρας μας και το πολιτικό της προσωπικό. Πιέσεις για ακόμη μεγαλύτερη ευθυγράμμιση στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς. Για μεγαλύτερη (και στρατιωτική) συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές επιδρομές ενάντια στους λαούς. Για τον αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, για τις σχέσεις με την Τουρκία, το Κυπριακό και το Αιγαίο, για το Μακεδονικό και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Πιέσεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για «συνεπή εφαρμογή» του «συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης», για πιο «αποφασιστική προώθηση των μεταρρυθμίσεων», ζητήματα στα οποία ήδη έδωσε τις δέουσες διαβεβαιώσεις συμμόρφωσης ο Γ. Παπανδρέου.
Πιέσεις τέλος για «πολιτική λύση» που θα είναι η πιο κατάλληλη για την αποτελεσματική προώθηση μιας τέτοιας πολιτικής.
Κάτω από αυτές τις πιέσεις η κυβέρνηση Καραμανλή οδηγήθηκε σε επίσπευση των εκλογών. Στο ίδιο πλαίσιο ο μέχρι πρότινος «ακατάλληλος για πρωθυπουργός Γιωργάκης» προκρίθηκε σαν η ενδεδειγμένη εναλλακτική λύση. (Για πόσο, θα δούμε.) Η προώθησή του μάλιστα και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα -με στόχο την αυτοδυναμία και την αποφυγή περιπλοκών- από το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, πήρε σκανδαλώδεις διαστάσεις.
Μόνο που αυτή η σε τέτοια κλίμακα προώθηση «έλυσε» ένα πρόβλημα και δημιούργησε ένα άλλο. Η έκταση της ήττας της ΝΔ κλόνισε και οδήγησε σε κρίση τον έτερο στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος. Πιθανό πλέον το άνοιγμα μιας περιόδου αναδιαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού. Βεβαίως το σύστημα έχει τη δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων και αναζήτησης στηρίξεων σε πράσινα ή και ροζ δεκανίκια εργαστηρίου. Ωστόσο ένα ζήτημα είναι μια τέτοια «περιπέτεια» και ένα άλλο το δοκιμασμένο και αποτελεσματικό (ως τώρα) σύστημα εναλλαγής των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος. Έτσι ή αλλιώς πάντως ο κρίσιμος παράγοντας βρίσκεται «λίγο παραέξω». Στο πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις, οι αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στο πώς, με τι είδους και με ποιας κλίμακας παρεμβάσεις, θα εκφραστούν στη χώρα μας.
Υπάρχει βέβαια και ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να έχει αποφασιστικό ρόλο, δηλαδή ο λαός. Μόνο που αυτό αφορά ένα ζήτημα ολότελα διαφορετικού πεδίου.
Μια ψήφος απόγνωσης
Ας έρθουμε λοιπόν σ’ αυτό. Όταν έτσι έχουν λοιπόν τα πράγματα, το ερώτημα που μπαίνει αφορά το πώς και το γιατί ο λαός παγιδεύτηκε για άλλη μια φορά στο ψευτοδίλημμα ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ. Είναι πολλοί αυτοί, παλιότερα και τώρα, που «αναρωτιούνται» για το αν ο λαός έχει «μνήμη», κρίση και γνώση. Είναι άλλοι τόσοι και μάλιστα από την πλευρά της «προόδου και της Αριστεράς» (ακόμη και «κομμουνιστές») που μέμφονται τον λαό για τις -εκλογικές του- επιλογές, που του αποδίδουν και ζητούν απ’ αυτόν «ευθύνες». Ακριβώς για να αποσείσουν τις δικές τους.
Απορρίπταμε πάντα και συνεχίζουμε να απορρίπτουμε με τον πιο κατηγορηματικό και απόλυτο τρόπο αυτές τις λογικές.
Θεωρούσαμε και θεωρούμε ότι αν ο λαός εγκλωβίζεται σε διλήμματα τύπου ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ, αυτό κατά κύριο και αποφασιστικό λόγο συνδέεται με την έλλειψη προοπτικής-διεξόδου.
Ότι αν οδηγείται σε επιλογές απόγνωσης και απελπισίας (γιατί τέτοια ήταν κατά βάση η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ), είναι επειδή η υπάρχουσα Αριστερά δεν πείθει ότι θέλει και μπορεί να δώσει διέξοδο στις αγωνίες του και προοπτική στις προσδοκίες του.
Θεωρούμε ακόμη ότι για όσο διάστημα η Αριστερά συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τις ίδιες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις και να κινείται με τον τρόπο που αυτές υπαγορεύουν, θα συνεχίσουμε να έχουμε την επανάληψη του ίδιου έργου σ’ αυτήν ή εκείνη του την παραλλαγή. Αυτό ας είναι καθαρό σε όλους.
Μια Αριστερά προς απόσυρση
Αυτά ωστόσο που είναι τόσο ευδιάκριτα δεν ήταν και αμφιβάλουμε αν ποτέ γίνουν κατανοητά από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά και σχεδόν στο σύνολό τους.
Και για να μείνουμε στα σχετικά πρόσφατα γεγονότα, αυτή η Αριστερά είχε τις «ευκαιρίες» να διαμορφώσει άλλους όρους και στο μόνο πεδίο που μπορούν να διαμορφωθούν αυτοί.
Στο πώς (δεν) αντιμετώπισε την επίθεση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Στο πώς δεν αξιοποίησε τις αντιπολεμικές, αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις του λαού, τόσο στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας όσο και του Ιράκ. Στο πώς στάθηκε απέναντι στους αγώνες των αγροτών, της νεολαίας, στο πόσο εύκολα «αποσύρθηκε» από την πάλη για το Ασφαλιστικό κ.ά.
Η στάση της αυτή δεν ήταν τυχαία. Αποτελούσε απόρροια του ιδεολογικού και πολιτικού φορτίου, όλης αυτής της ιδεολογικής σαβούρας που επί χρόνια διαμόρφωνε τη φυσιογνωμία της και καθόριζε την πολιτική της.
Αυτής που την οδήγησε να υποταχθεί στη λογική πως ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος» και ανάλογα να προσαρμοστεί.
Να θέσει σαν βασικό της στόχο την αναζήτηση ρόλου σ’ αυτόν τον «μονόδρομο» και στην ίδια βάση να διαμορφώσει σαν άξονα της πολιτικής της τον κοινοβουλευτικό δρόμο.
Ακριβώς γι’ αυτό όχι μόνο αδιαφόρησαν, αλλά αντιτάσσονταν σε μια πραγματική ανάπτυξη της λαϊκής πάλης και του κινήματος, μια και τους «εξέτρεπε» από αυτόν τον άξονα πορείας.
Μια κατεύθυνση που τις αμαρτίες και τα αδιέξοδά της δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν οι εφευρέσεις της «κινηματικής στήριξης», είτε στην εκδοχή ΣΥΡΙΖΑ είτε στην παραλλαγή ΚΚΕ.
Στην πραγματικότητα τόσο οι επιλεκτικές και περιχαρακωμένες «κινητοποιήσεις» του ΚΚΕ όσο και οι «κινηματικές» πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ που «κορυφώνονταν» σε «εποικοδομητικές προτάσεις» δεν αποτελούσαν παρά κινήσεις υποκατάστασης των πραγματικών αγώνων που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Σήμερα για άλλη μια φορά βρίσκονται μπροστά στα αδιέξοδα που οι ίδιοι δημιουργούν. Υπάρχει πιθανότητα κάτι να διδαχθούν; Πολύ αμφιβάλλουμε.
(Όσο για κάποιους που είχαν κάνει σημαία τους το «να πέσει η κυβέρνηση», δεν βλέπουμε κάποιον ενθουσιασμό ανάλογο με την «επιτυχία» της γραμμής τους.)
Προβλήματα και αναγκαιότητες
Όπως και να έχει, τίθενται πολύ σοβαρά ζητήματα που ζητούν απαντήσεις.
Ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία βρίσκονται αντιμέτωποι με μια επίθεση που χτυπάει το δικαίωμά τους στη δουλειά, στην αξιοπρέπεια, στοιχεία που αποτελούν τη δυνατότητα επιβίωσής τους και το ίδιο το δικαίωμά τους στη ζωή.
Με μια συνολικότερη κατάσταση που διαμορφώνει -και σε βάθος χρόνου- όρους ενός νέου Μεσαίωνα, ενός συνολικού εξανδραποδισμού τους. Με συνθήκες και συσχετισμούς που θέλουν να παγιώσουν μια τέτοια κατάσταση και να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα διεξόδου για τους λαούς.
Απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση αυτονόητο το καθήκον της αντίστασης, της πάλης για την υπεράσπιση των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων, ολοκάθαρη η αναγκαιότητα συγκρότησης σε μια πορεία των λαϊκών δυνάμεων και σε επίπεδα που θα τις κάνουν ικανές να αναμετρώνται αποτελεσματικά με το σύστημα.
Η διαμόρφωση, μέσα στην πάλη, όρων προοπτικής και συνολικής διεξόδου που κατά την άποψή μας δεν είναι άλλη από την ανατροπή αυτού του συστήματος και η οικοδόμηση μιας άλλης, σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Άλλο τόσο αυτονόητος θα έπρεπε να είναι και ο ρόλος της Αριστεράς στην προώθηση αυτών των κατευθύνσεων, στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.
Το ζήτημα είναι ότι η υπάρχουσα Αριστερά αντί για δύναμη προώθησης αποτελεί ένα ακόμη πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει και να απαντήσει η λαϊκή πάλη. Ένα ζήτημα που εκ των πραγμάτων θα αντιμετωπισθεί σε διαλεκτική συνάρτηση με την προώθηση των καθηκόντων αντίστασης και πάλης και σε μια πορεία ανασύστασης-ανασυγκρότησης του εργατικού, επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Η αντιμετώπιση της κρίσης - ένα ζήτημα ταξικής πάλης
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι τα προβλήματα αυτά δεν θα απαντηθούν ούτε άμεσα ούτε εύκολα, θεωρούμε σαν άμεση, επιτακτική, κρίσιμή, αλλά και κρίκο του όλου ζητήματος, την αντίσταση στην επίθεση του συστήματος, στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα και με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. Σ’ αυτό εδώ το κείμενο θα σταθούμε σε δύο κυρίως (συν ένα) ζητήματα που κατά την άποψή μας συνδέονται τόσο με τα άμεσα καθήκοντα όσο και με την προοπτική του κινήματος.
Το πρώτο αφορά το πώς στεκόμαστε απέναντι στην κρίση και το δεύτερο αφορά το πολύ βασανισμένο ζήτημα της ενότητας της Αριστεράς.
Σε σχέση με το ζήτημα της κρίσης, σ’ αυτό το κείμενο θα σταθούμε μόνο σ’ αυτό που αποτελεί το κεντρικό στοιχείο των «μέτρων αντιμετώπισής της».
Τα πρώτα και άμεσα μέτρα που πάρθηκαν αφορούσαν τη διάσωση του ληστρικού τραπεζοπιστωτικού συστήματος. Στη συνέχεια έχουμε τη δέσμη μέτρων «αντιμετώπισης της κρίσης» τα οποία έχουν έναν βασικό στόχο. Τη διαμόρφωση όρων μιας νέας κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Οι «πηγές» αυτής της νέας κερδοφορίας είναι κατά βάση δύο. Η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και συνολικά των εργαζόμενων μαζών. Δεύτερο, η διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσης, καταλήστευσης των εξαρτημένων χωρών. Η σύνδεση αυτής της κατεύθυνσης με τη διαδικασία «συσσώρευσης» (και η ένταξή της στη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων) δίνει δραματικές διαστάσεις σ’ αυτή την αντιδραστική κατεύθυνση, ενώ ο εντεινόμενος ανταγωνισμός διαμορφώνει όρους ακόμη μεγαλύτερων απειλών.
Αυτή η ανελέητη επίθεση ενδύεται όπως πάντα διάφορες παραπλανητικές μορφές και με στόχο τον αποπροσανατολισμό του κόσμου, την καθήλωση των αντιδράσεών του.
Στην προκειμένη περίπτωση οι προσπάθειες να εμφανιστεί η κρίση σαν ένα «κοινό πρόβλημα» που αφορά «όλους» και από την ίδια μεριά και που χρειάζεται συνεπώς μια «από κοινού αντιμετώπιση» την οποία εκφράζουν τα μέτρα που προωθούνται.
Βεβαίως το ότι οι δυνάμεις του συστήματος κινούνται με αυτόν τον τρόπο είναι κάτι το έτσι κι αλλιώς αναμενόμενο.
Το ζήτημα βρίσκεται στο ότι και δυνάμεις που υποτίθεται ότι αντιτίθενται σ’ αυτή την πολιτική αποδέχονται στην ουσία την λογική στην οποία αυτή στηρίζεται, ευνουχίζοντας έτσι την -ας το αποδεχτούμε- αντίθεσή τους και συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό.
Αναφερόμαστε κατ’ αρχάς στην αντιμετώπιση της κρίσης -κυρίως από τη μεριά των ρεφορμιστικών δυνάμεων- σαν ζητήματος που «μας αφορά όλους» και που οδηγεί στην εκπόνηση «προτάσεων» για μια «διαφορετική» αντιμετώπισή του (από το σύστημα).
Σε υποτίθεται εντελώς διαφορετική και μάλιστα «σκληρή» εκδοχή του πράγματος εμφανίζεται η αντίληψη που συνοψίζεται στη θέση-σύνθημα «Να πληρώσει το κεφάλαιο». Ακούγεται «καλό»! Μόνο που είναι εξίσου αποπροσανατολιστικό με εκείνο το ανάλογης έμπνευσης και ανοησίας -και αείμνηστο πλέον- «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Όπως λοιπόν «ήρθαν» πίσω τα κλεμμένα, έτσι θα «φορολογηθούν οι τράπεζες», οι χρηματιστές, οι εν γένει κεφαλαιοκράτες και άλλα τέτοια «μαχητικά» και χαρούμενα.
Έχουμε την άποψη πως η αντιμετώπιση της κρίσης είναι ένα ζήτημα ταξικής πάλης και μόνο σαν τέτοιο μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Άλλωστε -και ανεξάρτητα από το τι προπαγανδίζει- σαν τέτοιο το αντιμετωπίζει από τη μεριά του το σύστημα, σαν πάλη ενάντια στον λαό την οποία διεξάγει με τον πιο αποφασιστικό, συστηματικό και ανελέητο τρόπο. Πάνω σ’ αυτό δεν χωρούν κανενός είδους αυταπάτες.
Σ’ αυτή τη βάση θεωρούμε ότι αυτή την πάλη ο λαός ούτε πρέπει αλλά ούτε και μπορεί να τη διεξάγει στο πεδίο και με τους όρους που ορίζει το σύστημα αλλά να επιλέγει τους δικούς του.
Το ξεκαθάρισμα της αντίληψής μας εδώ, δεν αφορά ένα κάποιο θεωρητικό ζήτημα αλλά ένα πρόβλημα που θα το αντιμετωπίζουμε άμεσα καθημερινά στην κάθε έκφραση και στιγμή της πάλης μας.
Τρία, κατά βάση, πράγματα έχουμε να κάνουμε σε σχέση με αυτό.
Πρώτο και κυριότερο, να προσδιορίσουμε, επεξεργαστούμε, αναδείξουμε και να προωθήσουμε εκείνες τις διεκδικήσεις που αντιστοιχούν στα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων και της νεολαίας, που εκφράζουν συγκεκριμένα τις διαθέσεις και επιθυμίες τους. Αυτές που μπορούν να συσπειρώσουν, να κινήσουν κόσμο, να αποτελέσουν κινούσα δύναμη της πάλης. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλεία, την εναντίωση στις απολύσεις, την υπεράσπιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων κ.ά.
Δεύτερο, την προώθηση, στήριξη και ανάπτυξη των μορφών συγκρότησης του λαού και της νεολαίας, με κύριο κριτήριο το αν εκφράζουν διεκδικήσεις τέτοιου χαρακτήρα, προωθούν την αντίσταση και υπηρετούν τη μαζικοποίηση της πάλης.
Τρίτο, τη στήριξη αλλά και διεύρυνση εκείνων των μορφών πάλης που υπηρετούν και υλοποιούν με αποτελεσματικό τρόπο αυτές τις κατευθύνσεις. Χωρίς να υποτιμούμε καθόλου (ίσα ίσα) τα πολλά άλλωστε προβλήματα που απασχολούν το κίνημα, θεωρούμε ότι ως προς το ζήτημα που εδώ θέτουμε γύρω από αυτά τα τρία θέματα πρέπει να αναπτύσσεται ο προβληματισμός μας (και κάθε συμβολή δεκτή), οι προσπάθειες και η πάλη μας.
Ναι στην ενότητα, στην πάλη
Όχι στο εμπόριο της ενότητας
Είναι πολλοί σήμερα που όλο και περισσότερο θέτουν το ζήτημα της ενότητας της Αριστεράς. Δεν αναφερόμαστε εδώ στις αγωνίες των ανθρώπων του λαού, στις πιέσεις που δέχονται και στις διεξόδους που αναζητούν. Αναφερόμαστε σε πολιτικές δυνάμεις που ασύστολα εμπορεύονται αυτές τις αγωνίες.
Ας μας πουν λοιπόν πρώτα απ’ όλα σε ποια Αριστερά αναφέρονται. Ποιες δυνάμεις περιλαμβάνει το σχήμα ενότητας που ανεμίζουν; Τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς; Το ΚΚΕ; Τον ΣΥΡΙΖΑ; Περιλαμβάνεται στο σχήμα και η «Αριστερά» ή και το «όλον» ΠΑΣΟΚ; Αν κάποιος εκπλήσσεται για το τελευταίο, να θυμίσουμε ότι κάποτε για κάποιους περιλαμβάνονταν σε ένα τέτοιο σχήμα ακόμη και τμήματα της «πεφωτισμένης Δεξιάς». (Και θα δούμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον.)
Δεύτερο, σε τι είδους ενότητα αναφέρονται; Ιδεολογική, κομματική; Πολιτική, οργανωτική; Μετωπική ή τι άλλο; Και τι αλήθεια εξυπηρετεί το αδιευκρίνιστον του πράγματος και το ψάρεμα στα θολά νερά;
Πιστεύουν στ’ αλήθεια κάποιοι ότι μπορεί στις σημερινές συνθήκες να πραγματοποιηθεί ενότητα των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά σε ιδεολογική-κομματική βάση; Και ποια, αλήθεια, θα είναι αυτή;
Είμαστε βέβαιοι ότι δεν το πιστεύει κανείς. Τότε γιατί δεν ξεκαθαρίζεται αυτό από τους υπέρμαχους (εμπόρους) της «ενότητας» και προς τι ο θόρυβος και η φλυαρία;
Πιστεύουν ότι μπορεί να επιτευχθεί ενότητα σε πολιτική βάση; Εδώ κάποιοι εμφανίζονται να το πιστεύουν. Ας δούμε ωστόσο.
Το ΚΚΕ έχει «λύσει» το πρόβλημα με τον πιο απλό και σαφή τρόπο. Αυτό που προτείνει είναι η «ενότητα» γύρω από τον εαυτό του και στη βάση της δικής του πολιτικής γραμμής. Όσοι πιστοί, προσέλθετε.
Πολύ διδακτική, από κάθε άποψη, είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα εγχείρημα μιας -υποτίθεται- πολιτικής ενότητας. Αλήθεια, ποια είναι η πολιτική της βάση; Των λεγόμενων ανανεωτικών που οδηγούν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ΠΑΣΟΚ; Της «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών -με ποιο τρόπο άραγε;- με κινηματική στήριξη»; Ή μήπως τις αυταπάτες διαφόρων «συνιστωσών» που φαντασιώνονταν ότι θα «σύρουν» τον ΣΥΡΙΖΑ «αριστερά» για να ξυπνήσουν προσγειωμένοι στη δεξιά μπάντα (και κατά πάσα πιθανότητα θα το «συνηθίσουν» κι αυτό). Η συνέχεια προσεχώς.
Υπάρχουν, ωστόσο και άλλου τύπου εγχειρήματα. Έχουμε εδώ την περίπτωση διαμόρφωσης κοινής πολιτικής πλατφόρμας με ιδεολογικές μάλιστα αναφορές (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Την ίδια στιγμή ωστόσο έχουμε το φαινόμενο οι δυνάμεις που τη συγκροτούν να παίρνουν διαφορετικούς δρόμους σε ζητήματα που θέτει η καθημερινή ταξική πάλη, προβάλλοντας μάλιστα βαρύγδουπες ιδεολογικές και πολιτικές αιτιάσεις. Ή, όπως λέει ο λαός, εμφανίζονται ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ’ αλεύρι. Πρόκειται άραγε για ένα νέο είδος πολιτικής σχιζοφρένειας; Θα λέγαμε ότι κυρίως μας δείχνει ένα πράγμα. Την προτεραιότητα που δίνουν αυτές οι δυνάμεις στο εκλογικό τους πλασάρισμα, θέτοντας ταυτόχρονα σε δεύτερη μοίρα τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Ή, αλλιώς, τον ορισμό του «κοινοβουλευτικού κρετινισμού». Όπως και να ’χει, η συνέχεια θα δείξει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να υποθέσουμε.
Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι δυνάμεις προσπερνούν με πάσα ευκολία το πρόβλημα της Αριστεράς και ακριβώς επειδή δεν θέλουν να το αντιμετωπίσουν. Και δεν το θέλουν επειδή κάτι τέτοιο θα έθετε σε αμφισβήτηση την οπορτουνιστική κατεύθυνση που έχουν επιλέξει κάποιοι ή κάποιοι άλλοι θα ξεβολεύονταν (που από μία άποψη είναι ίδιο με το προηγούμενο).
Εμείς, και όχι μόνο εμείς, γνωρίζουμε ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Αριστερά έχει πολύ βαθύτερες αιτίες. Αν συνοψίζαμε σε μια φράση το ζήτημα, θα λέγαμε ότι φέρει το αποτύπωμα της οπισθοχώρησης, της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Ότι η απάντηση στο ζήτημα που τίθεται δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε άμεση. Ότι δεν θα απαντηθεί με αποφάσεις γραφείου, ούτε με μαγικά μαντζούνια και συνταγές ταχύρρυθμης ανάπτυξης ούτε με «ενωτικά» κόλπα.
Η απάντηση προϋποθέτει την αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων που θέτει η ταξική πάλη και η αναγκαιότητα ανασυγκρότησης του κινήματος. Κατά κύριο λόγο είναι υπόθεση πάλης μέσα στην πάλη.
Αν η άποψή μας αυτή δεν ακούγεται και τόσο ευχάριστα στα αυτιά ορισμένων, εμείς γνωρίζουμε ότι μόνο η αντιμετώπιση της πραγματικότητας όπως αυτή πραγματικά έχει μπορεί να ανοίξει δρόμους. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα έχουμε την ανακύκλωση των αδιεξόδων που όλοι γνωρίζουμε. Όπως άλλωστε συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια.
Αντίσταση - οργάνωση - αγώνας
Η πρότασή μας για στήριξη, πολλαπλασιασμό και ανάπτυξη εστιών αντίστασης και στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του Μετώπου Αντίστασης μέσα από την Κοινή Δράση, στηρίζεται σε αυτές τις εκτιμήσεις για τη συνολική κατάσταση, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός, τις αναγκαιότητες που θέτει η ταξική πάλη.
Απαντάει στα άμεσα προβλήματα του λαού, στην αναγκαιότητα μαχητικής, μαζικής και αποτελεσματικής υπεράσπισης των δικαιωμάτων του απέναντι στην επίθεση που δέχονται.
Είναι άμεσα εφικτή, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στον βαθμό που το μόνο που προϋποθέτει είναι η ειλικρινής διάθεση να σταθεί κανείς δίπλα στον λαό και τη νεολαία και να αγωνιστεί μαζί τους για τα συμφέροντα και τα δικαιώματά τους.
Μπορεί να κινητοποιήσει σε μαζική κλίμακα τον λαό, δηλαδή διαμορφώνει την πρωταρχική, τη θεμελιώδη συνθήκη για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που τίθενται.
Θέτει τα ζητήματα αυτά σε ένα κόσμο που βρίσκεται σε κίνηση, τον κάνει μέτοχο και κριτή όχι με μια ψήφο ανά τετραετία, αλλά μέσα από τη συμμετοχή του στην ταξική πάλη.
Διαμορφώνει το έδαφος όπου σε μια διαδικασία ενότητας και πάλης δοκιμάζοναι απόψεις, αντιλήψεις, κόμματα και οργανώσεις. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, το έδαφος για την ενότητα αυτών που μπορούν και πρέπει να ενωθούν αλλά και εκείνων που πρέπει να διαχωριστούν. Μια ενότητα που θα τη στερεώνει το «τσιμέντο» της κοινής πάλης και όχι οι ρητορικές «δεσμεύσεις» σκοπιμότητας.
Σ' αυτή τη βάση διαμορφώνει και το πεδίο οικοδόμησης των πρωταρχικών όρων της συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και ανοίγματος δρόμων προοπτικής.