Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

18ο Συνέδριο ΚΚΕ.
Στρουθοκαμηλισμός για τα αίτια της παλινόρθωσης (μετά τόσες δεκαετίες)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εισαγωγικά  θα θέλαμε να πούμε ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, καλλιεργούσε προς τα έξω την αίσθηση ότι με τις θέσεις της αυτές, φέρνει κάτι καινούριο και πρωτοπόρο που θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους όσον αφορά την ιστορική διαδρομή του σοσιαλιστικού εγχειρήματος από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Όπως η ίδια ομολογεί, με τις θέσεις της αυτές δίνει αποστομωτική απάντηση στους εχθρούς του σοσιαλισμού, στην αντίδραση, στον ιμπεριαλισμό, που κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να αμαυρώσουν τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
Υψώνει λοιπόν τη φωνή της η ηγεσία του ΚΚΕ και διατρανώνει προς κάθε κατεύθυνση την απόφασή της να υπερασπιστεί το τιτάνιο έργο του κομμουνιστικού κινήματος και τη μεγάλη του προσφορά στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς. Κατακεραυνώνει προς κάθε κατεύθυνση όποιον συκοφαντεί και δυσφημεί τον σοσιαλισμό και με αυτό τον τρόπο θέλει να δηλώσει την αποφασιστικότητά της, την επιμονή της στον επαναστατικό δρόμο και την προσήλωσή της στον μαρξισμό-λενινισμό.

Τα ερωτήματα βέβαια που πηγάζουν αυθόρμητα στη σκέψη των αριστερών και κομμουνιστών που διαβάζουν τις θέσεις, είναι γιατί αργοπόρησε τόσο η ηγεσία του ΚΚΕ να υπερασπιστεί την προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος που τόσο αμφισβητήθηκε όχι μόνο μετά το '89 αλλά από πολύ πιο παλιά και όχι μόνο από τα «έξω» αλλά και από τα μέσα. Το άλλο ερώτημα που συνδέεται όπως θα δούμε με το πρώτο, είναι τι ακριβώς υπερασπίζεται και πώς, η ηγεσία του ΚΚΕ, απ' αυτό που η ίδια θεωρεί κομμουνιστικό κίνημα και σοσιαλισμό.
Όπως θα δούμε αν οι θέσεις διαβαστούν προσεκτικά, υπάρχουν μπόλικες ηθελημένες ή αθέλητες συγχύσεις τόσο σε σχέση με το τι κυρίως θέλει να υπερασπιστεί όσο και σε σχέση με τα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιεί για να υπερασπιστεί.
Συγχύσεις, αλλά κυρίως αντιφάσεις, που τελικά είναι πολύ αμφίβολο αν κατορθώνουν να υπερασπιστούν επί της ουσίας την προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος ή συνεχίζουν να δίνουν επιχειρήματα και τροφή στους εχθρούς και τους αντιπάλους.
Ανεξάρτητα βέβαια του τι εμείς αντιλαμβανόμαστε για την ουσία της γραμμής του ΚΚΕ, σύσσωμος ο αστικός Τύπος, συνεπικουρούμενος από διάφορους αναλυτές που παρεπιδημούν στις παρυφές της σύγχρονης «Αριστεράς», ξεσήκωσαν μεγάλο θόρυβο. Και εκδήλωσαν την οργή τους, μια και θεώρησαν τις θέσεις του ΚΚΕ σαν μια επιβεβαίωση της στροφής του προς τον σταλινισμό, σαν μια ακόμα πιο έντονη έκφραση του δογματισμού του και πάει λέγοντας.
Πράγματι, όλη αυτή η λυσσασμένη αντίδραση την οποία το ΚΚΕ(μ-λ), και όχι μόνο, έχει γευτεί και γεύεται στο πετσί του τις τελευταίες δεκαετίες και που έχει πάρει διεθνείς συντονισμένες διαστάσεις (βλ. και αντικομμουνιστικό μνημόνιο) είναι απόλυτα καταδικαστέα. Και απόλυτα ερμηνεύσιμη όσον αφορά το τι επιδιώκει το σύστημα με αυτήν την ιδεολογική του επίθεση απέναντι σε οτιδήποτε σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό κ.λπ. Να εμπεδώσει παραπέρα μέσα στους λαούς και κυρίως στην εργατική τάξη ότι ο καπιταλισμός (έστω και στην πιο αντιδραστική του μορφή) είναι ο απόλυτος ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ!
Το γεγονός όμως ότι καταδικάζουμε απερίφραστα αυτές τις ιδεολογικές επιθέσεις και σε βάρος του ΚΚΕ δεν απορρέει από τη διάθεσή μας να υπερασπιστούμε τη συγκεκριμένη ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά αυτό που βάλλεται από το σύστημα και που επιχειρείται, ιδιαίτερα στα μάτια της νεολαίας, να παρουσιαστεί σαν κάτι το αποκρουστικό προκειμένου και μόνο να συγκαλύψει και να κρύψει (όσο μπορεί) τα εγκλήματα του καπιταλισμού. Το κάνουμε, όπως το κάναμε με συνέπεια τόσες δεκαετίες, προκειμένου να αντιπαρατεθούμε στην επίθεση του συστήματος που θεώρησε μετά τις επιτυχίες του το 1989-91 ότι η Ιστορία και οι ιδεολογίες τελείωσαν από την εποχή που η ηγεσία του ΚΚΕ θαμπώνονταν από την γκορμπατσοφική περεστρόικα. Από την άλλη όμως, η στάση μας αυτή δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε υποστολή της κριτικής και της αντιπαράθεσης σε ό,τι εμείς θεωρούμε λαθεμένες αφετηρίες και λαθεμένους προσανατολισμούς που έχει η ηγεσία του ΚΚΕ, όσον αφορά το μεγάλο κεφάλαιο της υπεράσπισης του κομμουνιστικού κινήματος.
Όχι, εμείς δεν ταυτιζόμαστε και απέχουμε πολύ, σε σχέση με το τι υπερασπιζόμαστε, με ποια μέσα και με ποιες αφετηρίες, απ' την προσέγγιση της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Μπορεί βέβαια ένας κόσμος της Αριστεράς, πιο φρέσκος αλλά και παλιότερος, να θεωρεί ότι μεμψιμοιρούμε και ότι θα έπρεπε να είμαστε πιο «γενναιόδωροι» στη στάση μας απέναντι στις εκτιμήσεις και αναλύσεις του ΚΚΕ. Άλλωστε, στα μάτια ορισμένων από αυτούς, μπορεί οι θέσεις αυτές του ΚΚΕ σε ένα βαθμό να δικαιώνουν τις επί δεκαετίες κριτικές του μ-λ κινήματος, γι' αυτό και δεν κατανοούν τη δική μας συνολική στάση αντιπαράθεσης και διαχωρισμού.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ένα ζήτημα και όχι για πρώτη φορά. Η συνολική μας στάση και αποτίμηση απέναντι στα υπόλοιπα αριστερά ρεύματα και τάσεις που αναπτύσσονται ή εμφανίζονται μέσα στην κοινωνία, καθορίζεται από ένα σύνολο παραγόντων, προϋποθέσεων και όρων. Και δεν κάνουμε το λάθος να πέφτουμε στη μεταφυσική, απομονώνοντας κάποιους από αυτούς.
Πιο συγκεκριμένα η δική μας προσέγγιση και εκτίμηση των άλλων ρευμάτων καθορίζεται: α) Από το αν υπερασπίζεται και πώς την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, β) Από το πώς κρίνει την πορεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τι συμπέρασμα βγάζει, γ) Από το πώς στέκεται απέναντι στο σύστημα στο έδαφος του σημερινού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, δ) Από το πώς και αν δίνει τις δυνάμεις του για την οικοδόμηση κινήματος αντίστασης στην επίθεση και στον ιμπεριαλισμό, ε) Το πώς και αν προσανατολίζεται σε ανατροπή του συστήματος και φυσικά το τι είδους κοινωνία θα οικοδομηθεί στα συντρίμμια της προηγούμενης. Από τις αναλύσεις και τις προσεγγίσεις που θα κάνουν οι κομμουνιστές της εποχής στο σύνολο αυτών των προκλήσεων θα εξαρτηθεί το αν υπηρετούν με ουσιαστικό τρόπο την επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος, ή αν απλώς επιζητούν την αναπαραγωγή τους στο πλαίσιο του συστήματος σαν δεκανίκι ή γρανάζι του. Ακόμα και αν (υποθετικά) συμφωνούσαμε με την ουσία της προσέγγισης του ΚΚΕ όσον αφορά το παρελθόν του κινήματος, δεν θα ήταν από μόνο του αρκετό να εξασφαλίσει κοινές προσεγγίσεις στα ζητήματα του σήμερα, στα ζητήματα ανάπτυξης και προσανατολισμού του κινήματος. Πολύ περισσότερο δεν θα ήταν αρκετό για να συμφωνήσουμε στο τι είδους εξουσία και τι είδους κοινωνία ευαγγελίζεται το ΚΚΕ, που όπως επιβεβαιώνουν οι θέσεις του παραμένει δέσμιο του μπρεζνιεφικού μοντέλου.
Αν βέβαια προσπεράσουμε προς στιγμήν το πώς και τι υπερασπίζεται το ΚΚΕ από την προσφορά του κινήματος στις προηγούμενες δεκαετίες, εκεί που φαίνεται πιο ανάγλυφα η πλήρης αδυναμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να απογαλακτιστεί από τον μπρεζνιεφισμό είναι το υποκεφάλαιο για τις «θεωρητικές θέσεις για τον σοσιαλισμό ως πρώτη, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού».
Υποτίθεται ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έχει βγάλει ουσιαστικά κριτικά συμπεράσματα από την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τις αιτίες της επικράτησης αυτού που ονομάζει αντεπανάσταση.
Και όμως, όλο το κεφάλαιο αποτελεί μια πρόγευση για το «βάθος» της όλης προσέγγισης. Πρόκειται για ένα αναμάσημα όλων των κλασικών οικονομίστικων προσεγγίσεων της εποχής της «παγκόσμιας επέλασης» του μπρεζνιεφισμού, όταν υποτίθεται ότι η ΣΕ βρισκόταν στο χείλος του κομμουνισμού και γι' αυτό «εξήγαγε» και μπόλικη «επανάσταση» και στα υπόλοιπα σημεία του πλανήτη.
Την αμηχανία και τη σιωπή απέναντι στον μπρεζνιεφισμό αλληλοδιαδέχονται πινελιές νοσταλγίας της εποχής που η ΣΕ εμφάνιζε στο εξωτερικό μια πολιτική σοσιαλεπεκτατική και σοσιαλιμπεριαλιστική, ενώ στο εσωτερικό κυβερνούσαν εκείνες οι δυνάμεις που στο κράτος και στο κόμμα είχαν πετάξει στο περιθώριο την εργατική τάξη και στο όνομά της συγκρότησαν μια ιδιόμορφη αστική τάξη νέου τύπου.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στη συνέχεια των αφιερωμάτων μας, η ηγεσία του ΚΚΕ με μπόλικες αντιφάσεις και αρκετές παλινωδίες επιχειρεί να καλύψει πολλαπλές ανάγκες, να εξασφαλίσει πολλαπλές ισορροπίες. Αυτό όμως που κυρίως επιδιώκει είναι να βρει ταυτότητα, ύπαρξη και περιεχόμενο στο σήμερα. Κάθε ζωντανός οργανισμός, όσο και γεμάτος δεσμεύσεις να είναι, επιδιώκει να προσδιοριστεί στις συνθήκες του σήμερα.
Το πρόβλημα είναι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ πασχίζει να τετραγωνίσει τον κύκλο και γι' αυτό κάνει τόσες ακροβασίες. Δεν θέλει, για λόγους που θα αναλύσουμε, να συνταχτεί ξανά και οριστικά με το ρεύμα που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ και με το οποίο έχει μια σειρά μικροκομματικούς και όχι μόνο ανοιχτούς λογαριασμούς. Από την άλλη δεν έχει καμιά διάθεση ουσιαστικής αυτοκριτικής, αποκοπής από τα δεσμά που το δένουν με το σύστημα και να βαδίσει τον επαναστατικό δρόμο. Και επιλέγει τι τελικά; Να βαδίζει στον ΑΕΡΑ! Και επειδή δεν μπορεί να μένει ένα κόμμα στον αέρα, γιατί θα διαλυθεί, γίνεται συνεχώς ακόμα και αντιφατική προσπάθεια από την ηγεσία του ΚΚΕ να βρίσκονται στηρίγματα για να γαντζώνεται.
Υπ' αυτό το πρίσμα δεν βλέπουμε καμιά «στροφή» πέραν εκείνης που έγινε το '91 με την καθοδήγηση του Φλωράκη, που ναι μεν ανέκοψε την πορεία ενσωμάτωσης του συνόλου του τότε ΚΚΕ στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, αλλά από την άλλη κληροδότησε στις επόμενες ηγεσίες το πρόβλημα που αναφέραμε ήδη. Πρόβλημα που το διαχειρίζονται στην ίδια αδιέξοδη κατεύθυνση όλες οι μετά τον Φλωράκη ηγεσίες και που όπως όλα δείχνουν θα το αντιμετωπίζουν ανάλογα και οι επόμενες, διαιωνίζοντας ή και οξύνοντας την κρίση, τις πιέσεις και τα διλήμματα στο πλαίσιό του.
Απόδειξη αυτού που λέμε είναι και οι τωρινές θέσεις του ΚΚΕ εν όψει του συνεδρίου δεν έχουν στοιχειωδώς εξελιχθεί σε σχέση με τις προσεγγίσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ που είδαν το φως της δημοσιότητας την περίοδο 1995-96. Το πραγματικό, υπ' αριθμόν 1 πρόβλημα της ηγεσίας του ΚΚΕ αλλά και της επόμενης είναι να διαχειριστεί «αριστερόστροφα» έναν προσανατολισμό που με τίποτα δεν μπορεί να περπατήσει. Που με τίποτα δεν μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση και προοπτική στον υποτιθέμενο καπιταλιστικό μονόδρομο.
Γι' αυτό και, παρ' όλες τις φραστικές και επιστημονικίστικες ακροβασίες, ξεπερνάει μέσα από εύκολα σχήματα όλα τα μεγάλα προβλήματα που αφορούν την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Στην ουσία δεν στέκεται σε αυτά, δεν βγάζει κανένα συμπέρασμα και κυρίως πετάει από πάνω του τις τεράστιες ευθύνες που και το ίδιο έχει σε όλη την προηγούμενη διαδρομή, που ανέχτηκε ή και υπηρέτησε αυτό που σήμερα το ΚΚΕ βαφτίζει αντεπανάσταση.
Το πόσο εύκολα και ανώδυνα προσπερνάει τα αγκάθια φαίνεται ιδιαίτερα στο κεφάλαιο για τις αιτίες της νίκης της αντεπανάστασης.
Μια αντεπανάσταση που τόσες και τόσες σελίδες δεν ήταν αρκετές για να ξεπεράσει το κόμπιασμα η ηγεσία του ΚΚΕ, προκειμένου να αναγνωρίσει αν και ποια κοινωνικά και πολιτικά στηρίγματα είχε μέσα στην κοινωνία, στο κράτος και στο κόμμα.
Τόσες σελίδες επί σελίδων και αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι ότι η ταξική πάλη που αναγνωρίζει η ηγεσία του ΚΚΕ στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι μια πάλη «συνειδήσεων» (της μικροαστικής απέναντι στην προλεταριακή), μακριά από κοινωνικά υποκείμενα και χωρίς σαφή (τουλάχιστον για την ηγεσία του ΚΚΕ) πολιτικά χαρακτηριστικά και εκφράσεις.
Τόσες σελίδες επί σελίδων που ξεχειλίζουν από δισταγμούς, από μισόλογα, από λαθροχειρίες (οι αναφορές, π.χ., στην προλεταριακή επανάσταση) που, όπως θα δούμε, έχουν έναν ουσιαστικό στόχο! Να κρύψουν το κεφάλι στην άμμο σαν την στρουθοκάμηλο και να μην αναγνωρίσουν την διαρκή, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και πιο ραγδαία μετά τις αρχές της δεκαετίας του '50, περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης. Μια «ένοχη» δηλαδή στάση, που δεν είναι σε θέση να κρύψει μια αλήθεια. Ότι όλα τα υπολείμματα του ορθόδοξου ρεβιζιονιστικού ρεύματος, ακόμα και στις «καλύτερες» εκδοχές επιβίωσής τους στο σήμερα, δεν μπορούν να κρύψουν ότι αποτέλεσαν διεθνή στηρίγματα ή και παραρτήματα της νεοαστικής κάστας που διαμορφώθηκε μέσα από αντιφάσεις στο πλαίσιο των σοσιαλιστικών κοινωνιών και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ. Νεοαστικά ρεύματα που δεν αποτέλεσαν κατάλοιπα της παλιάς καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά διαμορφώθηκαν, ανδρώθηκαν και κυριάρχησαν μέσα από τις εσωτερικές αντιφάσεις και σαν έκφραση της ταξικής πάλης που διεξαγόταν μέσα στο ίδιο το σοσιαλιστικό σύστημα. Οι «πονηριές» που οδηγούν την ηγεσία του ΚΚΕ να δίνει μάχες για να υπερασπιστεί την άποψη ότι δεν υπήρξε κατάρρευση αλλά ανατροπή, στην ουσία θυμίζουν συζήτηση για το φύλο των αγγέλων. Διαφορετικά, είναι πάλι ένας τρόπος να συσκοτιστεί η πραγματικότητα και να αποδοθεί η όλη καπιταλιστική παλινόρθωση και μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες καπιταλιστικής περικύκλωσης και ιμπεριαλιστικής πίεσης.
Ατέλειωτες φλυαρίες και οικονομισμοί για να συσκοτιστεί η πραγματική πάλη που διεξάχθηκε στο πλαίσιο των σοσιαλιστικών κοινωνιών, ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ. Ατέλειωτες ακροβασίες για να συγκαλύψει ότι οι ηγεσίες του ΚΚΕ, μετά τη δεκαετία του '50, πήραν ανοιχτά το μέρος των νεοαστικών δυνάμεων που σταδιακά κυριάρχησαν στην ΕΣΣΔ, σε βάρος της εργατικής τάξης και απέκτησαν οργανική θέση και σύνδεση μαζί τους.
Καμιά αυτοκριτική για ολόκληρη αυτή τη φάση, παρά μόνο μια ομολογία ότι το ΚΚΕ ακολούθησε άκριτα την περεστρόικα, και πάλι χωρίς εξηγήσεις. Οι ίδιες «πονηριές» που θέλουν να ρίξουν τις ευθύνες στα «δεξιά στοιχεία» λες και μπορεί ένας αριστερός να ξεχάσει την εικόνα του Φλωράκη και της Παπαρήγα να επιστρέφουν το 1989 περιχαρείς από τη Μόσχα και να δηλώνουν ότι ο σοσιαλισμός ανανεώνεται.
Γι' αυτό και ακούγονται φαιδρά τα περί μη δικαίωσης του μαοϊκού ρεύματος (έτσι το αποκαλούν) στην κριτική του μπρεζνιεφισμού. Περιμένουμε λοιπόν την ουσιαστική κριτική της περιόδου αυτής από την ηγεσία του ΚΚΕ να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να μην αφήνει τους «προβοκάτορες να δυσφημούν τον σοσιαλισμό». Μέχρι τότε τα μισόλογα της ηγεσίας του ΚΚΕ απλώς κρύβουν το λιβάνισμα στον μπρεζνιεφισμό, μήπως και στρογγυλευτούν οι γωνίες.
Γι' αυτό και συνειδητά η ηγεσία του ΚΚΕ «μπλέκει» το υλικό υπεράσπισης των κατακτήσεων του σοσιαλισμού, με το υλικό υπεράσπισης των προνομίων και της λογικής της κάστας που κυριάρχησε στην ΕΣΣΔ, μέχρι και τα τελευταία στάδια της κατάρρευσης αυτών των κοινωνιών και της παράδοσής τους ανοιχτά στον καπιταλισμό.
Κάπου εδώ βέβαια ξεκινήσαμε την εισαγωγή μας στην κριτική απέναντι στις θέσεις του ΚΚΕ, γι' αυτό και επιφυλασσόμαστε να συνεχίσουμε με τα υπόλοιπα κεφάλαια των θέσεων.
Τι ακριβώς υπερασπίζεται το ΚΚΕ
Στην εισαγωγή κάναμε μια πρώτη αναφορά στο πώς αντιλαμβάνεται το ΚΚΕ την υπεράσπιση του κομμουνιστικού κινήματος.
Όπως το ίδιο αναφέρει, η απόφασή του αυτή (να υπερασπιστεί δηλαδή το κκ) δεν το εμποδίζει να κάνει τη δική του κριτική αποτίμηση για τα αίτια που οδήγησαν το κίνημα αυτό εκεί που το οδήγησαν.
Αρνείται λοιπόν η ηγεσία του ΚΚΕ, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, να υποκύψει στις πιέσεις των σημερινών συσχετισμών και να οδηγηθεί στον μηδενισμό και στη συλλήβδην απόρριψη του κ.κ. Παρ' όλο που, όπως δηλώνει, είναι αρκετά θαρραλέα να επισημάνει τα λάθη και τις υποχωρήσεις που το οδήγησαν σε ήττα και μεγάλη υποχώρηση, δεν θα σταματήσει να υπερασπίζεται αυτά που θεωρεί κατακτήσεις και την εν γένει προσφορά του στην υπόθεσή της εργατικής τάξης και των λαών.
Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε απόλυτα με αυτή την προσέγγιση, μια και αυτή τη στάση κρατήσαμε σαν ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα από τις αρχές της δεκαετίας του '60. Η προσπάθεια αυτού του ρεύματος που το ΚΚΕ αποκαλεί μαοϊκό να κριτικάρει τις βασικές ρεβιζιονιστικές επιλογές του ΚΚΕ από τα μέσα της δεκαετίας του '50, σε τίποτα δεν το εμπόδισε να υπερασπιστεί τον ρόλο και την προσφορά του κ.κ. και των ηγετών του και πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Την ίδια στάση κρατήσαμε και μετά τις ανατροπές, τις καταρρεύσεις του 1989-1991, παρ' όλο που δεν αιφνιδιαστήκαμε από τις εξελίξεις, όταν οι τότε ηγεσίες του ΚΚΕ έχαναν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Την ίδια περίοδο τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής λεγόμενης Αριστεράς οδηγούνταν στην ολοκληρωτική καταδίκη του κ.κ. υποκύπτοντας στην επίθεση και στην πίεση του συστήματος, που ουσιαστικά ζητούσε δηλώσεις αποκήρυξης από τους κομμουνιστές και τους επαναστάτες.
Γι' αυτό και η πρόσφατη επίθεση του ΚΚΕ μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη, που μας παρουσιάζει σαν ένα αντικομμουνιστικό γκρουπούσκουλο που στοιχίζεται με την αντίδραση στις επιθέσεις ενάντια στον σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό, δεν μπορεί παρά να πέσει στο κενό.
Είναι η συνήθης πρακτική της λασπολογίας και του ψεύδους που ακολουθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Και, πράγματι, βρίσκεται σε τέτοια θέση, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να πείσει για τη συνέπεια και τη σταθερότητά της, ιδιαίτερα όταν απευθύνεται στον πλατύ κόσμο της Αριστεράς που και μνήμη και κρίση έχει.
Ας έρθουμε λοιπόν να εξετάσουμε τη στάση του ΚΚΕ σήμερα, μέσα από τα δικά του κείμενα, για να εντοπίσουμε την πληθώρα των αντιφάσεων και των ανακολουθιών που το χαρακτήρισαν και το χαρακτηρίζουν σε όλες τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα στις μέρες μας.
Όλες αυτές οι αντιφάσεις, ή τουλάχιστον οι περισσότερες, είναι απόρροια της επιλογής του να αναζητήσει ταυτότητα στη σύγχρονη κοινωνική-πολιτική πραγματικότητα χωρίς να θέλει ή να μπορεί ν' ανταποκριθεί με τις βασικές πλευρές του χαρακτήρα και του προσανατολισμού που είχε σαν κόμμα όλες τις δεκαετίες, από το '50 μέχρι το 1990-1991!
Ένας προσανατολισμός που ήταν συγκερασμός δύο επίσης αντιφατικών επιλογών. Από τη μια ήταν ενεργό μέλος και στήριγμα (όσο του αναλογούσε) ενός διεθνούς ρεβιζιονιστικού ρεύματος που το ίδιο σήμερα αποκαλεί αντεπαναστατικό!
Το ΚΚΕ δεν έχει τίποτα να υπερηφανεύεται σε σχέση με την ανεξάρτητη και ακέραια στάση που πρέπει να έχουν οι κομμουνιστές, αφού ακόμα και τη δεκαετία του '80 δεν τόλμησε να αποκοπεί από το αντιδραστικό ρεύμα που σάρωνε στο όνομα της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ» τους λαούς των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, από κοινού με τους Ρίγκαν - Θάτσερ. Το ρεύμα αυτό είναι που άφησε «ορφανό» το ΚΚΕ και όχι το αντίθετο! Το δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι, όντας γέννημα θρέμμα ενός πραξικοπήματος στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα τη δεκαετία του '50, έχασε πολύ γρήγορα τον επαναστατικό του χαρακτήρα. Γι' αυτό και υποχρεώθηκε σε μια πολιτική που ήθελε να «συνδυάσει» την ένταξη στο διεθνές ρεβιζιονιστικό ρεύμα χωρίς ταυτόχρονα να χάνει από το ενδιαφέρον του το στήσιμο γεφυρών με την ντόπια άρχουσα τάξη και γενικότερα με το σύστημα. Μια πολιτική «ισορροπιών» που σαν στόχο είχε, πέραν των άλλων, να μην αφήσει χώρο να καλύψει η άλλη πτέρυγα του ευρωρεφορμισμού, με την οποία ανταγωνιζόταν κυρίως στη βάση μικροκομματικής ιδιοτέλειας.
Μια πολιτική που σταδιακά οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ κυριολεκτικά σε παροξυσμό, με αποκορύφωμα τα σάλτα του Φλωράκη, που το 1987-1989 πρωτοστάτησε περισσότερο και από τον Κύρκο στη δημιουργία του Συνασπισμού, ενώ το 1991, δύο χρόνια μετά, έτρεχε πανικόβλητος να «ξεκόψει» από εκεί που ο ίδιος σαν συνυπεύθυνος είχε οδηγήσει τα πράγματα.
Ολα αυτά θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει το ΚΚΕ σε μια πολιτική «λήθης» απέναντι στα όσα συνέβησαν πριν από το 1989-1991. Και είναι αλήθεια ότι για αρκετά διαστήματα επέλεγε αυτή τη στάση, ισχυριζόμενο ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο το παρελθόν όσο το πώς προσδιορίζεται ένα κόμμα στο σήμερα. Γενικά σωστό, αλλά στην περίπτωσή μας πλήρως υποκριτικό, γιατί υποκρύπτει τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ να επανασυγκροτηθεί μετά το 1990 αποφεύγοντας τα σοβαρά αγκάθια.
Την ίδια περίοδο, ακόμα και όταν στα μέσα της δεκαετίας του '90 έκανε κάποιες προσπάθειες να μιλήσει για ζητήματα που αφορούσαν το παρελθόν, επέλεγε εύκολους στόχους και φυσικά απέφευγε κάθε έννοια αυτοκριτικής. Περισσότερο λόγοι εσωτερικής κατανάλωσης επέβαλλαν μια τέτοια στάση, γι' αυτό και δεν υπήρχε τότε, σε σχέση τουλάχιστον με σήμερα, ιδιαίτερος ενθουσιασμός στην προβολή των εκτιμήσεων αυτών προς τα έξω και περιορίστηκαν σε μεγάλο μέρος στην ΚΟΜΕΠ.
Σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ επιλέγει να κάνει προς τα έξω και προς τα μέσα γνωστές τις εκτιμήσεις της και τις προσεγγίσεις της. Γιατί λοιπόν σήμερα αφήνει (μέχρι πότε;) τη «λήθη» και ανοίγει τέτοια ζητήματα που, όπως είπαμε, τα περισσότερα είναι αγκάθια;
Μια σύγκριση βέβαια του υλικού του 1995 με το σημερινό δεν δικαιολογεί την καθυστέρηση, μια και επί της ουσίας δεν υπάρχει και κανένα ουσιαστικό προχώρημα. Συνεπώς αν κάτι μεσολάβησε το τελευταίο διάστημα και οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ να «τολμήσει» είναι κυρίως οι ανακατατάξεις στην Αριστερά και στο σύστημα. Η κίνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι ένα ακόμα επεισόδιο στο «σίριαλ» «αναζητούμε ταυτότητα», κάθε φορά ανάλογα με τις συνθήκες και τους συσχετισμούς! Και οι συνθήκες σήμερα είναι τέτοιες που μεγαλώνουν τις πιέσεις από δεξιά, είναι συνθήκες επίθεσης και αναζήτησης από το σύστημα πολιτικών λύσεων που θα το διαιωνίσουν και θα το αναπαράξουν πιο αποτελεσματικά και κυρίως πιο αποφασιστικά. Είναι συνθήκες στις οποίες η ηγεσία του ΚΚΕ επιδιώκει να διαφοροποιηθεί από τον Συνασπισμό και γι' αυτό ανατρέχει εκεί που θεωρεί ότι έχει πιο ισχυρά ατού. Είναι συνθήκες στις οποίες η ηγεσία του ΚΚΕ αναζητεί τρόπους να διασκεδάσει και να χειριστεί τις πιέσεις από δεξιά, στέλνοντας μηνύματα και προς τα έξω και προς τα μέσα, θέλοντας ταυτόχρονα να οχυρωθεί προς τα «αριστερά». Και γίνεται καταγέλαστη, ιδιαίτερα όταν κάνει την «αυτοκριτική» της.
Η «αυτοκριτική» του ΚΚΕ
Στη θέση 30 (μία σελίδα όλη κι όλη, υπ' αριθμόν 35) και σε πέντε αράδες κυριολεκτικά, διαβάζουμε: «Δεν αποφύγαμε ως κόμμα την εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του σοσιαλισμού... Υποτιμήσαμε τα προβλήματα που διαπιστώναμε, αποδίδοντάς τα κυρίως σε αντικειμενικούς παράγοντες, τα δικαιολογούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού, πράγμα που αποδείχτηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα».
Μάλιστα! Επειδή όμως αυτά που τόσο «κομψά» και «ελαφρά» αναγνωρίζει η ηγεσία του ΚΚΕ, έστω με μπόλικη καθυστέρηση, τα 'χει ο κόσμος τούμπανο, θα προτιμούσαμε να μαθαίναμε και τα αίτια που κατά την ηγεσία του ΚΚΕ οδήγησαν το κόμμα αυτό στο να γίνει, όπως το ίδιο αναγνωρίζει, ουρά της Μόσχας και μάλιστα άκριτα.
Γράφεται λοιπόν στην ίδια σελίδα: «Το κόμμα μας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη να κατακτά τη θεωρητική του επάρκεια, να προωθεί τη δημιουργική μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας μας, να αξιοποιεί την πλούσια πείρα της ταξικής πάλης ...; Σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσαμε λαθεμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του ΚΚΣΕ. [...]
Η συνδιάσκεψη του 1995 έκανε κριτική στο γεγονός ότι το κόμμα μας δέχτηκε άκριτα την πολιτική της περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού». Και, τέλος, το κερασάκι στην τούρτα: «Το γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ενδυνάμωση του οπορτουνισμού στις γραμμές του κόμματος εκείνη την περίοδο».
Στο ίδιο πλαίσιο ακροβασιών και στην ίδια κατεύθυνση να λέμε πολλά και τίποτα υπάρχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα στη σελίδα 30 που έμμεσα στηρίζει την ανύπαρκτη «αυτοκριτική» του ΚΚΕ: «Η εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνούνταν τον σοσιαλισμό. Χαρακτηριστικό είναι ότι το σύνθημα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν ''επανάσταση μέσα στην επανάσταση'', ''περισσότερη δημοκρατία'', ''περισσότερος σοσιαλισμός'', γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγή μέσα στον σοσιαλισμό. Τόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο και εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν τον σοσιαλισμό» (και από ό,τι φάνηκε με αρκετή επιτυχία, θα συμπληρώναμε εμείς).
Είναι δικαίωμα βέβαια του καθένα να αναιρεί 100% τον εαυτό του, να ακυρώνει τα όσα έγραψε και επιχειρηματολογούσε επί δεκαετίες, να ξεχνάει τους τραμπούκικους μηχανισμούς που έστηνε για να επιβάλει τις τότε απόψεις του σε βάρος απόψεων που σήμερα υιοθετεί (όπως και όσο). Είναι όμως και δικαίωμα όλων των άλλων να του ζητάνε εξηγήσεις και ας μην τις παίρνουν.
Εμείς και οι αναγνώστες μας όταν διαβάσαμε την «αυτοκριτική» του ΚΚΕ δεν καταλάβαμε απολύτως τίποτα για τα ουσιαστικά αίτια που το οδήγησαν να είναι ενεργό τμήμα του ρεβιζιονιστικού ρεύματος. Μάλλον καταλάβαμε ότι δεν θέλει να μιλήσει γι' αυτό, το ρίχνει στο τραλαλά και με αυτό τον τρόπο γίνεται βέβαια καταγέλαστη.
Μια ηγεσία λοιπόν που θέλει να λέγεται σοβαρή ισχυρίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι την πιάσανε κορόιδο, αδιάβαστη, της τα είπανε και λίγο φουσκωμένα και με βάση τις καλές της προθέσεις έγινε το κακό! Και αυτά περιέχονται σε εισηγητικές θέσεις για συνέδριο, παρακαλώ! Βέβαια, η μη θεωρητική κατάρτιση, ο ωραίος τρόπος που τα «πλάσαρε» η «άτιμη» η περεστρόικα, σε συνδυασμό με το ότι το ΚΚΕ ήταν πιστό στον σοσιαλισμό και κατ' επέκταση ευκολόπιστο, δεν είναι σοβαροί λόγοι, γι' αυτό και υπάρχει το απαραίτητο άλλοθι, που το ΚΚΕ βέβαια δεν ανακαλύπτει για πρώτη φορά.
Οι «πανταχού παρόντες οπορτουνιστές», που σε κάθε κρίσιμη φάση και καμπή της ιστορίας του ΚΚΕ ήταν ενδυναμωμένοι και σε θέση να κάνουν τη ζημιά. Μαύρο άλλοθι βέβαια, γιατί γυρνάει μπούμερανγκ στους εμπνευστές του, αφού τελικά μέσα από τα ίδια τους τα λόγια αναγνωρίζουν ότι το κόμμα τους περισσότερο σαν «θερμοκήπιο οπορτουνισμού» μοιάζει παρά για επαναστατικό υποκείμενο της εργατικής τάξης.
Όσοι λοιπόν είναι δύσπιστοι ας αρκεστούν στις ευθύνες των Λαφαζάνηδων, των Δαμανάκηδων και των διαφόρων άλλων οπορτουνιστών, των οποίων ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό και κάτι μας λέει ότι αναμένεται και διεύρυνση!
Τι άλλαξε όμως;
Πολύ θα θέλαμε να ακούσουμε από την ίδια την ηγεσία του τι μεσολάβησε και λύθηκε σήμερα η γλώσσα της, όταν επί δεκαετίες δεν άρθρωνε ούτε κίχ! Πολύ θα θέλαμε να ξέρουμε τι συνέβη και άνοιξαν τα μάτια της και είδε επιτέλους τα «αυτονόητα» ενώ τα είχε κλειστά και σαν τη στρουθοκάμηλο έβαζε το κεφάλι μέσα στο χώμα.
Πού αλήθεια κατέφυγε και κάλυψε τις θεωρητικές ανεπάρκειες, ποια μελέτη ταξικής πάλης επιτέλους την βοήθησε να δει το φως το αληθινό; Γιατί, απ' ό,τι καταλαβαίνουμε, ούτε στο μαοϊκό ρεύμα βρήκε απαντήσεις ούτε στο ευρωκομμουνιστικό. Για τους σοσιαλδημοκράτες ούτε συζήτηση, ενώ και οι τροτσκιστές δεν προσφέρονταν για βοήθεια. Οπότε, πού επιτέλους βρήκε τις απαντήσεις το ΚΚΕ μετά την ενδελεχή θεωρητική μελέτη που κράτησε τόσα χρόνια;
Και για να σοβαρευτούμε: Ολα αυτά που αναφέρει σαν άλλοθι και δικαιολογίες είναι ανυπόστατα και αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις.
Η στάση που όφειλε να κρατήσει ένας κομμουνιστής απέναντι στις εξελίξεις στη ΣΕ, σε όλη τη διαδρομή των τελευταίων δεκαετιών, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου θεωρητικό ζήτημα. Ούτε αποτέλεσμα θεωρητικής επεξεργασίας που θα διαπίστωνε αν τα γεγονότα ξέφευγαν ή ακολουθούσαν το «μοντέλο». Ήταν πρακτικό και καίρια πολιτικό. Ήταν ζήτημα πολιτικού κριτηρίου και δεν βάδιζε ανάλογα με το πόσο ένας κομμουνιστής έχει ξετινάξει τον Μαρξ. Πολύ περισσότερο ήταν ζήτημα ταξικού κριτηρίου ή έστω και ενστίκτου, γι' αυτό και εκατομμύρια κομμουνιστές εκείνες τις εποχές είδαν (έστω ως έναν βαθμό) πού πήγαιναν τα πράγματα και αντιτάχθηκαν στον ρεβιζιονισμό. Αν θέλετε, ήταν ζήτημα επαναστατικής διάθεσης και προσανατολισμού, ήταν ζήτημα χειραφέτησης και αποφασιστικότητας να επιμείνει ο κομμουνιστής στον δύσκολο δρόμο της ανατροπής του καπιταλισμού. Εδώ και δεκαετίες τα γεγονότα βοούσαν και όμως οι ηγεσίες του ΚΚΕ, η μία μετά την άλλη, δεν «άκουγαν», δεν «έβλεπαν». Το μόνο που κραύγαζαν ήταν ότι όσοι βλέπουν και αντιτάσσονταν ήταν «αντικομμουνιστές» και πράκτορες της Δύσης. Προφανώς γιατί οι ηγεσίες αυτές είχαν απολέσει ουσιώδη και βασικά επαναστατικά χαρακτηριστικά. Είχαν αποκομμουνιστικοποιηθεί σταδιακά, γι' αυτό και, ενώ ήξεραν, έκαναν την κορόιδα και προτιμούσαν να βολεύονται στην «αγκαλιά» της σιγουριάς και της ασφάλειας που τους παρείχε το «σοσιαλιστικό» στρατόπεδο.
Οι ηγεσίες του ΚΚΕ σε όλη αυτή τη διαδρομή είχαν τόσο πολύ εκφυλιστεί που, ενώ μια χαρά ήξεραν πού πήγαιναν τα πράγματα, ενώ έβλεπαν τις εξελίξεις να οδηγούν με «μαθηματική ακρίβεια» στην καπιταλιστική παλινόρθωση, έμεναν γαντζωμένες και ευθυγραμμισμένες στα νεοαστικά στρώματα τα οποία στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες είχαν στρογγυλοκαθήσει στο σβέρκο της εργατικής τάξης την οποία δυνάστευαν και την εκμεταλλεύονταν.
Δεν αποδεχόμαστε τις «ερμηνείες» περί «ανικανότητας» και «ανεπάρκειας» γιατί, πολύ απλά, οι ηγεσίες του ΚΚΕ εργάζονταν εντός και εκτός Ελλάδας για να προωθούν τα συμφέροντα αυτών των νεοαστικών στρωμάτων. Συντάχθηκαν με τις επιδιώξεις αυτών των στρωμάτων και προσάρμοζαν ανάλογα την πολιτική τους. Δημιούργησαν ολόκληρο μηχανισμό για να επιβάλουν στους κομμουνιστές την πολιτική στοίχισης και ευθυγράμμισης με τα στρώματα που αναδείχθηκαν μέσα από τον σοσιαλιστικό κορμό και στην πορεία διαστράφηκαν και λειτουργούσαν όχι ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά προς όφελός του. Για να δικαιωθεί και ο πρόεδρος Μάο που έλεγε ότι «ο ρεβιζιονισμός στην εξουσία είναι η αστική τάξη στην εξουσία»!
Και ήταν τόσο ισχυρή η πρόσδεση και η στήριξη σε αυτά τα στρώματα που συγκροτήθηκαν σε ΝΑΤ, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του ΚΚΕ (σχεδόν το μισό) να χειροκροτήσει θερμά την καπιταλιστική παλινόρθωση και την πλήρη «δικαίωση» της Δύσης. Ενώ το άλλο μισό έπαθε τέτοια ζημιά, που επέλεξε με πολλή καθυστέρηση να κρατήσει απόσταση, επιλογή που το έφερε ακόμα μέχρι και σήμερα στον αέρα!
Απόδειξη του ότι είχαν τη δυνατότητα να διακρίνουν την κατεύθυνση και το περιεχόμενο των διαφόρων «μεταρρυθμίσεων», επί Χρουστσόφ, επί Μπρέζνιεφ, επί Αντρόποφ, είναι η σημερινή «ευκολία» που έχουν (επιλεκτικά πάντα) να τις τοποθετούν σαν εξέλιξη μιας αντεπανάστασης, έστω και αν «αντιγράφουν» ή «υιοθετούν» τσιμπολογώντας παλιότερες κριτικές του ΚΚΚίνας αλλά και του μ-λ κινήματος!
Πάντοτε βέβαια διακρίνονταν οι ηγεσίες του ΚΚΕ από θράσος και ευχέρεια (οπορτουνιστική) να παρουσιάζουν το μαύρο-άσπρο. Μόνο που με αυτές τις «θέσεις» θυμίζουν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του.
Θα διατυπώσουμε την άποψή μας για το «βάθος» και τον χαρακτήρα της κριτικής του ΚΚΕ στην πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης και θα εξηγήσουμε γιατί δεν μας «θαμπώνει» και δεν συνιστά κάποια ιδιαίτερη στροφή. Ωστόσο ας παρακολουθήσουμε ορισμένα από τα γραφόμενα της ίδιας της ηγεσίας του ΚΚΕ: «Η πάλη για την αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ' επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, σημαίνει ότι η κοινωνική επανάσταση δεν περιορίζεται στην κατάληψη της εξουσίας ή στη διαμόρφωση της αρχικής οικονομικής βάσης, αλλά επεκτείνεται σε όλη την περίοδο του σοσιαλισμού» (σελ. 6, θ. 2). Και όμως για την ουσία αυτής της διαπίστωσης (ανεξάρτητα πώς την εννοεί), που τόσο «άνετα» υιοθετεί το σημερινό ΚΚΕ, είχαν γίνει ομηρικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και στα μέλη και τα στελέχη του τότε ΚΚΕ(μ-λ), τις δεκαετίες του '70 και του '80, και φυσικά το τότε  ΚΚΕ, η τότε ΚΝΕ, απλά φίμωνε όποιον έλεγε αυτή την εκτίμηση που είναι ξεκάθαρα μια μαοϊκή προσέγγιση, θεωρώντας ότι με τέτοιες εκτιμήσεις βάλλεται ο «σοσιαλιστικός» χαρακτήρας της τότε ΣΕ.
Με ανάλογο τρόπο άφριζαν και λύσσαγαν τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ όταν άκουγαν πάλι τις ίδιες εποχές από τα στελέχη και τα μέλη του τότε ΚΚΕ(μ-λ) εκτιμήσεις σαν τις παρακάτω:
«Στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της πορείας της και οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό» (σελ. 6, θ. 2).
«Στον σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμεις φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1980 στην ΕΣΣΔ».
Δεν συνεχίζουμε γιατί θα κουράσουμε. Η ιστορία όμως έχει καταγράψει ότι τέτοιες εκτιμήσεις, ανεξάρτητα πώς τις διαστρέφει και τις χρησιμοποιεί το ΚΚΕ, είναι κατακτήσεις και συμπεράσματα αυτού του ρεύματος που το ΚΚΕ αποκαλεί μαοϊκό. Και αν όλα αυτά δεν αποτελούν δικαίωση του ρεύματος αυτού, τότε να μας πει η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, τώρα που απόκτησε και θεωρητική επάρκεια, ποιανού ρεύματος συμπεράσματα είναι αυτά για να πάμε να το συναντήσουμε.
Πάντως, σίγουρα δεν αποτελούν δικαίωση του μπρεζνιεφικού ρεύματος, το οποίο οι ηγεσίες του ΚΚΕ από τα μέσα της δεκαετίας του '60 υπηρέτησαν με συνέπεια!
Έχουμε την άποψη ότι οι «Θέσεις του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό» δεν συνιστούν κάποια ιδιαίτερη στροφή, έστω ανολοκλήρωτη, προς θετικές κατευθύνσεις, η οποία θα έπρεπε ίσως να ενισχυθεί. Ούτε βέβαια κατανοούμε διάφορους «εκνευρισμένους» που δηλώνουν σε όλους τους τόνους τη λύπη και την απογοήτευσή τους που τα στα μάτια τους το ΚΚΕ γίνεται «σταλινικό» και κατ' επέκταση σεχταριστικό. Όπως ήδη αναφέραμε και θα το τεκμηριώσουμε αναλυτικότερα, οι όποιες υπαρκτές διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται στις Θέσεις αυτές είναι, αφ' ενός, στο ίδιο πλαίσιο αυτών που είχαμε δει στα μέσα της δεκαετίας του '90. Αφ' ετέρου (που είναι και το σοβαρότερο), ακόμα κι αυτές δεν είναι προϊόν γνήσιας κριτικής και αυτοκριτικής, ούτε αποτέλεσμα ειλικρινούς αναζήτησης επαναστατικής ταυτότητας στο σήμερα και απαλλαγής από τη ρεφορμιστική κληρονομιά. Γι' αυτό και δεν έχουν συνοχή, ενιαία προσέγγιση και θυμίζουν ένα σαλατικό, ένα πάζλ από «δάνεια» και «τσιμπολογήματα» άλλοτε «νεωτεριστικά» και άλλοτε παλιοκαιρισμένα, από ένα σωρό ετερόκλητες και τελείως αντιφατικές πηγές.
Προφανώς οι σκοπιμότητες είναι άλλες, και η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ με τις θέσεις αυτές θέλει να κρατήσει ισορροπίες και όχι να διδαχθεί πρώτα και κύρια η ίδια.
Πόση σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους ο Μάο, ο Τιούλκιν, ο Μαρτένς, διάφορα προβεβλημένα καραμπινάτα στελέχη του μπρεζνιεφικού ρεβιζιονισμού από τους οποίους επιλεκτικά «μαζεύει» «συμπεράσματα» η ηγεσία του ΚΚΕ για να πηδάει από δω και από κει προκειμένου να θολώσει τα νερά; Απλώς δηλώνει τη σύγχυση που σίγουρα τη διακατέχει! Μα δεν αποτελεί στροφή το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ είναι αρκετά λάβρα και «απόλυτη» σε σχέση με την περίοδο Χρουστσόφ; Όχι ακριβώς! Κόμματα τύπου ΚΚΕ, με τις καταβολές και τις αφετηρίες τους, ήταν εδώ και πολλές δεκαετίες «έτοιμα» να αποκαθηλώσουν τον Χρουστσόφ, σαν αποτέλεσμα της επιλογής τους μετά το '64 και ιδιαίτερα μετά το '68 να αποτελέσουν ουρά του μπρεζνιεφισμού. Σαν έκφραση, αν θέλετε, ή προέκταση των εσωτερικών αντιθέσεων στο πλαίσιο της τότε ΣΕ ανάμεσα στις κρατικιστικές και τις «ανανεωτικές» τάσεις. Τάσεις που αλληλοανταγωνίζονταν στο πλαίσιο των νέων αστικών στοιχείων που σκαρφάλωναν στα ανώτερα και ενδιάμεσα επίπεδα του κρατικού και κομματικού μηχανισμού, παραμερίζοντας την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους εργαζόμενους.
Μέσα στις Θέσεις του ΚΚΕ, πουθενά δεν γίνεται λόγος για τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις που συνόδευαν όλες τις τελευταίες δεκαετίες τη μακρά διαδρομή των νέων αστικών στρωμάτων προκειμένου να ολοκληρωθούν, να κυριαρχήσουν και να απαλλαγούν επιτέλους από την ιδιότυπη κομμουνιστική κληρονομιά που τα καταπίεζε. Και όχι τυχαία, όπως θα δούμε και παρακάτω.
Το ΚΚΕ υπήρξε συνεπής συνοδοιπόρος των κρατικιστικών τμημάτων της ΝΑΤ, αν και επί Γκορμπατσόφ ευθυγραμμίστηκε με την απέλπιδα απόπειρα συμβιβασμού ανάμεσα στην κρατικιστική και την ανανεωτική πτέρυγα των νέων αστικών στρωμάτων. Σαν παρένθεση, ενδεικτικό της υποτιθέμενης στροφής που κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ, είναι τα υπονοούμενα που αφήνονται για τη μικρή περίοδο Αντρόποφ, όπου ακριβώς βέβαια φαίνεται μια ακόμα κρυφή επιθυμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να είχε επικρατήσει και στη ΣΕ ένα ας πούμε «κινέζικο» μοντέλο παλινόρθωσης, που θα είχε διαφορετική εξέλιξη τουλάχιστον στις μορφές από την γκορμπατσοφική Περεστρόικα.
Ας επιστρέψουμε όμως από 'κει που ξεκινήσαμε! Πολλοί άνθρωποι της Αριστεράς, που έχουν μνήμη και κρίση, συμμερίζονται την εκτίμηση ότι οι ηγεσίες του ΚΚΕ, ιδιαίτερα μετά το '68 και στον ανταγωνισμό τους με τους ευρωκομμουνιστές, ήταν αρκετά επικριτικές προς τη χρουστσοφική περίοδο. Όχι βέβαια γιατί οι ηγεσίες αυτές είχαν δικές τους προσεγγίσεις. Αλλά γιατί ο ίδιος ο μπρεζνιεφισμός επέλεξε να «ανατρέψει» ορισμένες χρουστσοφικές επιλογές για λόγους που έχουμε κατ' επανάληψη εξηγήσει.
Γρήγορα λοιπόν η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, μέσα σε λίγα χρόνια, «αποκήρυξε» τον Χρουστσόφ, ξεχνώντας ότι αν δεν ήταν αυτός να ευνοήσει τα γνωστά πραξικοπήματα στα τότε κομμουνιστικά κόμματα, προκειμένου να τα εκβιάσει να υποταχθούν στο ρεβιζιονισμό, η ηγεσία αυτή πολύ απλά δεν θα αναδεικνυόταν ποτέ στο τιμόνι του ΚΚΕ. «Ξεχνάνε» δηλαδή ότι το τότε ΚΚΕ ήταν προϊόν ξένης επέμβασης και όχι, όπως θέλουν να το παρουσιάσουν, κόμμα της εργατικής τάξης, γνήσιος εκπρόσωπος της εργατικής τάξης.
Μα δεν αποτελεί στροφή το γεγονός ότι «αποκατέστησαν» τον Στάλιν και, απ' ό,τι μαθαίνουμε, ετοιμάζονται να το κάνουν και με τον Ζαχαριάδη; Ας αφήσουμε προς το παρόν τον Ζαχαριάδη και ας μείνουμε στο θέμα Στάλιν, όπου από πρώτη ματιά (επιφανειακά) φαίνεται όντως να κάνουν αναδίπλωση και με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών (από τα μέσα της δεκαετίας του '50) να παρουσιάζονται ότι θεωρούν πλέον τον Στάλιν επαναστάτη και όχι όλα εκείνα τα τρομερά που του φόρτωναν ιδιαίτερα την περίοδο Χρουστσόφ αλλά και μετά.
Βεβαίως μην περιμένετε (πάλι!) καμιά έστω και υπόνοια αυτοκριτικής που το ΚΚΕ μέσα στη διαδρομή του (στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα) συμμετείχε ενεργά όχι μόνο στην αποσταλινοποίηση αλλά στην όλη εκστρατεία της Δύσης που ήθελε στο πρόσωπο του Στάλιν να χτυπήσει και να συκοφαντήσει το κομμουνιστικό κίνημα. Καμιά αυτοκριτική γιατί οι ηγεσίες του ΚΚΕ και προς τα μέσα και προς τα έξω, σε όλους τους τόνους, σιγόνταραν στη διάβρωση των αριστερών αγωνιστών, από κοινού με τον ευρωκομμουνισμό, οδηγώντας αρκετούς από αυτούς να γίνουν αντικομμουνιστές και όχι απλώς «αντισταλινικοί». Και, σε αυτό το σημείο, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται πως ζητάει άφεση αμαρτιών στη βάση της συγκάλυψης «περασμένα, ξεχασμένα». Εμείς όμως δεν πρόκειται να της κάνουμε το χατίρι και θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το γιατί.
Επί της ουσίας, λοιπόν, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Οι ηγεσίες του ΚΚΕ που βρέθηκαν στο τιμόνι με την επικράτηση Μπρέζνιεφ στο ΚΚΣΕ και την ενίσχυση των κρατικιστικών τμημάτων σε βάρος των «ανανεωτικών» υποχρεώθηκαν έστω με τις αδράνειές τους να προσαρμόσουν ανάλογα τη γραμμή τους, αφού εξ αρχής προτίμησαν να ακολουθήσουν αυτό το ρεύμα. Έχουμε αναφερθεί στο τι βάθους και έκτασης αλλαγές σήμανε αυτή η φάση της μετάβασης από τον Χρουστσόφ στον Μπρέζνιεφ. Αλλαγές στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, στις σχέσεις μεταξύ της ΣΕ και των υπόλοιπων χωρών του τότε σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Αλλαγές και κυρίως προσαρμογές στο επίπεδο των εσωτερικών συσχετισμών, αντιθέσεων, ισορροπιών, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενίσχυση της τάσης περιθωριοποίησης της εργατικής τάξης και της παραπέρα καταπίεσής της. Ενώ λοιπόν κύριος στόχος και επί Μπρέζνιεφ ήταν η εργατική τάξη και οι σοσιαλιστικές καταχτήσεις που λειτουργούσαν δεσμευτικά και δυνάστευαν ακόμα τα νεοαστικά στρώματα, ένας ακόμα στόχος ήταν η ανανεωτική πτέρυγα, που έπρεπε να «υποταχθεί» στον κρατικισμό.
Από την άλλη, επειδή όλη αυτή η φάση σηματοδοτεί το πέρασμα του ρεβιζιονισμού στο σοσιαλιμπεριαλισμό, στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, χρειάζονταν σύμβολα και συνειρμοί που να παραπέμπουν στο «μεγαλείο» της ΣΕ, στην ισχύ της χώρας, στην αντιπαράθεση με τη Δύση και στην ανάγκη ευθυγράμμισης όλων των υπόλοιπων σοσιαλιστικών χωρών -από Κούβα, Βαλκάνια, Κ. Ευρώπη μέχρι Ασία- με τις επιλογές και επιταγές του μπρεζνιεφισμού.
Στο εσωτερικό επίπεδο, προφανώς για να δικαιολογηθεί η καταπίεση της εργατικής τάξης και η ενίσχυση της εξουσίας της κάστας που αναδεικνυόταν, άρχισαν να πληθαίνουν οι αναφορές στον «κεντρικό σχεδιασμό», στην πυγμή της «προλεταριακής» εξουσίας και άλλα «επαναστατικά». Γι' αυτό σταδιακά ανακόπηκε η «ανοιχτή» και «θορυβώδης» επίθεση στον Στάλιν. Σταδιακά αντικαταστάθηκε με μια «σιωπή», η οποία άφηνε περιθώρια στην τότε νέα ισορροπία υπέρ του κρατικισμού να «καταφεύγει» επιλεκτικά σε αναφορές στο παρελθόν, προφανώς για να μη μένει μετέωρη και χωρίς ρίζες που τόσο χρειαζόταν για να επιβληθεί στο κομμουνιστικό κίνημα.
Η περίεργη αυτή «στάση», που σταδιακά όλο και μπέρδευε την «αυτοκρατορική» ισχύ της ΣΕ με τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις, δεν είναι καθόλου πρόσφατης κοπής, αλλά έχει ρίζες στη «στροφή» επί μπρεζνιεφισμού. Στάση την οποία κράτησε το ρεβιζιονιστικό ρεύμα και στη χώρα μας, στην πάγια κατεύθυνση της ουράς και της άκριτης πρόσδεσης με τις τότε επιταγές του σοσιαλιμπεριαλισμού.
Επί της ουσίας, η κρατικιστική πτέρυγα δεν είχε διαφορετική προσέγγιση απέναντι στο σοσιαλιστικό παρελθόν και τον Στάλιν απ' ό,τι ο χρουστσοφικός αναθεωρητισμός και ρεβιζιονισμός. Είχε όμως περισσότερες ανάγκες στο να κρύβει την απέχθειά της. Από τη φύση της ήταν υποχρεωμένη να «σέβεται» ορισμένα δεσμά του παρελθόντος.
Αυτή η σύντομη επανάληψη των συμπερασμάτων μας ίσως βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει ότι η σημερινή στάση του ΚΚΕ δεν αποτελεί στροφή, αλλά προσαρμογή και εξέλιξη στο πιο «ελεύθερο» (αφού υποχρεωτικά ξέμεινε χωρίς τις δεσμεύσεις του παρελθόντος απέναντι στη Μόσχα) μιας στάσης που έχει τις αφετηρίες της στις ανακατατάξεις του Μπρέζνιεφ.
Φυσικά, ανάγκες της εποχής επέβαλαν στη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ να ανεβάσει τους τόνους στην «υπεράσπιση» και «προβολή» του Στάλιν. Ωστόσο, η στάση αυτή, όπως φαίνεται από ένα προσεκτικό διάβασμα των Θέσεων, απέχει πολύ από μια ουσιαστική προσέγγιση της ιστορικής διαδρομής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του ρόλου των διαφόρων μπολσεβίκων ηγετών με προεξάρχοντα το ρόλο του Στάλιν. Η όποια, άλλωστε, θεμιτή «νοσταλγία» της εποχής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ακόμα και αν προβάλλεται σαν αντίποδας του αντικομμουνισμού, δεν μπορεί να αποτελέσει καταφύγιο παρά μόνο για όσους δεν έχουν αντιληφθεί τη βάση του ζητήματος και τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Ούτε βέβαια η νοσταλγία είναι άλλοθι ή κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει τις πολλές παλιές και σύγχρονες αμαρτίες του ρεβιζιονισμού και του ρεφορμισμού στην όποια εκδοχή. Και, τέλος πάντων, η νοσταλγία αυτή καθορίζεται περισσότερο από την υπεράσπιση του σοσιαλιμπεριαλισμού και πολύ λιγότερο από την υπεράσπιση του πυρήνα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του ρόλου της εργατικής τάξης στις επαναστατικές διαδικασίες.
Έτσι, για να πάρουμε μια ιδέα για την αμηχανία ή και συγκάλυψη που χαρακτηρίζει τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, ας δούμε το παρακάτω απόσπασμα: «Τα σοσιαλιστικά κράτη έκαναν σοβαρή προσπάθεια να αναπτύξουν συνεργασία και οικονομικές σχέσεις με βάση την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού. Με την ίδρυση το 1949 του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ) έγινε προσπάθεια να διαμορφωθεί ένας νέος, άγνωστος έως τότε, τύπος διεθνών σχέσεων, που βασίζονταν στις αρχές της ισοτιμίας, των αμοιβαίων πλεονεκτημάτων και της αλληλοβοήθειας κρατών που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Είναι αντικείμενο βαθύτερης μελέτης το πώς εξελίχθηκαν τελικά οι σχέσεις των κρατών-μελών του ΣΟΑ, όπως και οι οικονομικές σχέσεις των κρατών-μελών του ΣΟΑ με τα καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα την περίοδο που συντελέστηκε υποχώρηση στη σοσιαλιστική οικοδόμηση».
Είναι απορίας άξιον πόσες δεκαετίες χρειάζεται η ηγεσία του ΚΚΕ να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα και εκτιμήσεις μέσα από την παρακολούθηση της ζωής, μέσα από τις ίδιες τις εξελίξεις που μεσολάβησαν, μέσα από τις τόσες ανατροπές που οδήγησαν στον εκφυλισμό του σοσιαλισμού και στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος. Πόσο, τέλος πάντων, «βαθιά» μελέτη χρειάζεται για να πει ένας κομμουνιστής την αλήθεια με το όνομά της και να μην κρύβεται! Λες και δεν ξέρει από πρώτο χέρι η ηγεσία του ΚΚΕ πώς εξελίχθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στην τότε ΣΕ και τις άλλες χώρες του πρώην σοσιαλιστικού στρατοπέδου και θα το ψάξει τώρα! Δεν ξέρει τίποτα η ηγεσία του ΚΚΕ για την τροπή που πήρε ο ΣΟΑ και μετεξελίχθηκε σε ΚΟΜΕΚΟΝ! Για τα μπρεζνιεφικά «δόγματα περιορισμένης κυριαρχίας» και για τους αλήστου μνήμης «σοσιαλιστικούς καταμερισμούς εργασίας»...
Ολα αυτά τα ιδεολογήματα (αντιδραστικά κατ' ουσία) και άλλα ανάλογα ήταν τα άλλοθι της διαστροφής των σοσιαλιστικών αξιών του προλεταριακού διεθνισμού σε μια άκρως κρατικιστική πολιτική από πλευράς Μόσχας, που οδήγησε σε ανισότιμες σχέσεις εκμετάλλευσης της «περιφέρειας» από το κέντρο.
Αν δεν αρέσει στην ηγεσία του ΚΚΕ ο όρος σοσιαλιμπεριαλισμός για να χαρακτηρίσει την μπρεζνιεφική διαστροφή όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της ΣΕ, ας βρει έναν δικό της. Που όμως να μην ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Μέχρι να το «μελετήσει» και να τον βρει, ας μένει αμήχανη να κρύβεται με οπορτουνιστικά τερτίπια!
Η επιφανειακή και για κατανάλωση «υπεράσπιση» του Στάλιν είναι τελείως ανερμάτιστη και γι' αυτό δεν πρέπει να απορεί κανείς που σε άλλα σημεία των Θέσεων εμφανίζεται μια πλήρης απαξίωση της πολιτικής της ΣΕ και του ΚΚΣΕ τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, σε μεγάλα και κρίσιμα διαστήματα. Μια απαξίωση αντάξια «της επίθεσης ενάντια στην προσωπολατρία» που είχε κηρύξει ο Χρουστσόφ και φυσικά με πολλές διόδους «επικοινωνίας» με «κριτικές» τροτσκιστικής καταβολής.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι το ΚΚΕ μέσα στη διαδρομή του δέχτηκε πολλαπλές επιδράσεις και σοκ από τις ανατροπές στη ΣΕ, αρκετές από τις οποίες ήταν αντιφατικές και συνέπεια της διαμάχης «ανανεωτικών» και «κρατικιστών» που εξελισσόταν στο ΚΚΣΕ και στο σοβιετικό κράτος. Γι' αυτό και η σημερινή ηγεσία έχει σημαδευτεί από πληθώρα αντιφάσεων που οξύνονται από την εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας για το σήμερα από αυτήν. Μια από αυτές είναι το δίπολο «υπεράσπιση- απαξίωση». Και, φυσικά, όποιος ψάχνει να βρει τις ρίζες της «απαξίωσης» θα τις βρει, φυσικά, πού αλλού, στον Τρότσκι και την αντιπολίτευση της δεκαετίας του '20. Το «περίεργο» είναι ότι και το ίδιο το ΚΚΕ αναγνωρίζει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Γράφει στις Θέσεις (σελ. 17) σε μια παραπομπή: «Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι υιοθετήθηκαν οι ιδέες του Μπουχάριν από την πολιτική της Περεστρόικα το 1988». Ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει την ηγεσία του ΚΚΕ, ενώ υποτίθεται ότι απορρίπτει τις κατευθύνσεις της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό, να υιοθετήσει αρκετές από τις κριτικές της όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της ΣΕ αλλά και τη γραμμή του τότε διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, στις παραμονές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και στη διάρκειά του. Στη σελ. 32 γράφουν: «Στην καπιταλιστική Δύση, τα ΚΚ δεν διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για κατάκτηση της εξουσίας ...; Σημειώθηκε υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία». Ναι, καλά καταλάβατε! Τέτοια απερίγραπτη σύγχυση!
Θα μπορούσαμε να πούμε «κοίτα ποιος μιλάει»! Λες και μπορούμε να ξεχάσουμε ότι οι ηγεσίες του ΚΚΕ, προκειμένου να δικαιολογήσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης που τις χαρακτήριζε όσον αφορά την ανάγκη και τη δυνατότητα να ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα, σε κάθε συνέδριο πρόσθεταν και ένα καινούριο στάδιο «πριν» από την επανάσταση, «πριν» από την «αλλαγή», μετά την «αλλαγή», «πριν» από τη ΝΕΑ δημοκρατία και τράβα κορδόνι. Αλλά δεν «φταίνε» οι ηγεσίες του ΚΚΕ, φαίνεται να θέλουν να πουν. «Φταίει» η γραμμή του διεθνούς κινήματος που τους δασκάλευε λάθος! Και τώρα που επιτέλους απαλλάχτηκαν από τις δεσμεύσεις του διεθνούς κινήματος και τα σκέφτονται πλέον μόνοι τους, γιατί ξανανακάλυψαν ένα ακόμα στάδιο, τη «λαϊκή οικονομία»; Εκτός αν πάλι προετοιμάζεται η φάμπρικα της ανακάλυψης, και μέσα στο σημερινό ΚΚΕ, των «οπορτουνιστών», οπότε χρησιμοποιούνται και οι Θέσεις για να τους ενοχοποιήσουμε. Ίδωμεν!
Πέρα όμως από αυτό, γιατί αυτή η διάκριση ανάμεσα στην καπιταλιστική Δύση και στην Ανατολική Κεντρική Ευρώπη; Δηλαδή διλήμματα στρατηγικής ή τακτικής υπήρχαν μόνο στη μια μεριά, στην άλλη δεν υπήρχαν; Στην Ελλάδα, π.χ., τι έπρεπε να γίνει και δεν έγινε; Μήπως είχαν δίκιο οι τροτσκιστές που ζητούσαν άλλο χαρακτήρα στη δράση του επαναστατικού κινήματος; Ας περιμένουμε όμως τη «βαθύτερη μελέτη» για να πάρουμε απαντήσεις. Προς το παρόν, ας κρατήσουμε ότι ο Στάλιν και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα τα κάνανε κάπως μαντάρα, χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται και τίποτα ουσιαστικότερο.
Φυσικά δεν θα επαναλάβουμε τις δικές μας θέσεις επί όλων αυτών των ζητημάτων, οι οποίες αναφέρονται στο βιβλίο που έχουμε εκδώσει για το 1917-1953. Και φυσικά και στην περίοδο μετά τον Στάλιν, για να μην ξεχνιέται ο αναγνώστης και παρασυρθεί στην απαξίωση, στις σελ. 32-33, γράφεται ένα ολόκληρο κομμάτι που περιγράφει τις ψυχροπολεμικές προσπάθειες της Δύσης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Ο "ψυχρός πόλεμος" περιελάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου, ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξουθενωθεί οικονομικά η ΕΣΣΔ ...; και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων (π.χ. στη Γιουγκοσλαβία, στο διάστημα 1947-48, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968 κ.ά.)»
Προφανής η λαθροχειρία και ο σκοπός του τσουβαλιάσματος. Να βγει για μια ακόμα φορά λάδι ο μπρεζνιεφισμός, ιδιαίτερα όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και ειδικότερα σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές, στον εκφυλισμό του σοσιαλισμού, την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία.
Το σαλατικό και το εύκολο τσουβάλιασμα, από μια ηγεσία που δεν δικαιούται να ομιλεί για μια σειρά ζητήματα, συνεχίζεται και στις σελ. 33-34. Συνειδητά επιχειρείται να συμψηφιστούν ο χρουστσοφισμός, ο ευρωκομμουνισμός και το μαοϊκό ρεύμα!
Ολα αυτά τα ρεύματα συλλήβδην καταδικάζονται με πολύ τουπέ από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ ως ρεύματα που υποκλίθηκαν στην αστική τάξη και παραιτήθηκαν από το στόχο του σοσιαλισμού. Θεωρίες ευρωκομμουνισμού, χρουστσοφισμού, τριών κόσμων μπαίνουν στο μίξερ, μαζί με μπηχτές και στον Στάλιν, προκειμένου να δικαιωθεί ο Μπρέζνιεφ, που ήρθε και «κατατρόπωσε» όλους τους εχθρούς του σοσιαλισμού. Και βεβαίως σε λανθάνουσα μορφή βάλλεται και στις Θέσεις αυτές η «θεωρία της εξάρτησης» ως πηγή πολλών δεινών για το κίνημα!
Είναι τόση η σύγχυση που κουβαλάει αυτή η ηγεσία, που δεν διστάζει να βγάλει σκάρτες μια σειρά βασικές εκτιμήσεις του κομμουνιστικού κινήματος στη δεκαετία '40-50 οι οποίες (τουλάχιστον οι περισσότερες) δικαιώθηκαν από τη ζωή. Χαρακτηριστικά, σε μια παραπομπή στη σελ. 34, γράφεται: «Η προετοιμασία του νέου πολέμου συνδέεται αδιάρρηκτα με την υποδούλωση των χωρών της Ευρώπης και των άλλων ηπείρων από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Το σχέδιο Μάρσαλ, η Δυτική Ένωση, το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, όλοι αυτοί οι κρίκοι της εγκληματικής συνωμοσίας ενάντια στην ειρήνη είναι ταυτόχρονα και κρίκοι της αλυσίδας που φορούν οι υπερπόντιοι μονοπωλητές στο λαιμό των άλλων λαών. Καθήκον των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες είναι να συνενώσουν τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία με τον αγώνα για ειρήνη, να ξεσκεπάζουν αδιάκοπα τον αντεθνικό, προδοτικό χαρακτήρα της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων που έχουν μετατραπεί σε ανοιχτούς λακέδες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ...;» Προφανώς το απόσπασμα αυτό μπαίνει για να δείξει την κατάντια (!) του κινήματος, το πόσο ολέθριες είναι οι θεωρίες της «εξάρτησης», ίσως για να προετοιμάσει το ΚΚΕ να δεχτεί αυτή τη θέση, η οποία στο προηγούμενο συνέδριο δεν έγινε δεκτή.
Και όμως, αυτό το απόσπασμα είναι παρμένο από απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (Νοέμβρης του 1949), όπου οι τότε συνθήκες δικαιολογούν τις εκτιμήσεις και τις κατευθύνσεις αυτές. Όχι βέβαια σαν διαχρονική γραμμή (δεν είχαν άλλωστε αυτό το χαρακτήρα), αλλά μέσα στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες, με την Ευρώπη και την Ιαπωνία κατεστραμμένες από τον πόλεμο και τις ΗΠΑ να απειλούν με ατομική βόμβα την τότε ΣΕ! Αν έχει λοιπόν τέτοιους «φίλους» το κομμουνιστικό κίνημα, την περίοδο πριν και μετά τον πόλεμο, τι να τους κάνει τους εχθρούς (τροτσκιστές και άλλους); Αν έχει τέτοιους υποστηρικτές ο Στάλιν, όπως η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, τότε καταλαβαίνουμε πόσο περιττοί είναι οι αντίπαλοι!
Και για μια ακόμα φορά ενοχοποιείται γενικά και αόριστα η γενική γραμμή του κινήματος πριν από το '50, για να βγουν λάδι οι ηγεσίες του ΚΚΕ οι οποίες, όπως ξαναείπαμε, δεν μπορούσαν παρά να την ακολουθούν «χάριν της ενότητας». «Έτσι, ΚΚ (ποια;) επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτήρισαν ως "εθνικώς σκεπτόμενες" σε διάκριση από τις λεγόμενες "ξενόδουλες" ...;» (σελ. 34). Εκεί που μας χρωστούσαν, οι ηγεσίες του ΚΚΕ, μας πήραν και το βόδι. Λες και δεν ήταν οι ίδιες που μέχρι το 1980 (όχι το '49) αναμασούσαν στα συνέδρια τις εκτιμήσεις για «εθνική αστική τάξη» στην Ελλάδα, για «αντιμονοπωλιακές συμμαχίες» και άλλα ανάλογα. Εκτός αν αυτά γράφονται στη νύφη για να τ' ακούει η πεθερά και ενόψει εσωτερικών ανακατατάξεων και αναμετρήσεων στο επικείμενο συνέδριο.
Όσο λοιπόν και αν πασχίζουν οι σημερινοί ηγέτες του ΚΚΕ να χρησιμοποιήσουν τον Στάλιν και την ιστορία του κινήματος για λόγους που δεν έχουν σχέση με τις πραγματικές τους εκτιμήσεις, δεν μπορούν να κρύψουν το πόσο άβολα αισθάνονται από τις μεγάλες νίκες και επιτυχίες των λαών στη διάρκεια του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα. Αλλιώς, πώς να εξηγηθεί η φανερή τους διάθεση να τις υποβαθμίσουν;!
Μεγαλύτερο, βέβαια, ενδιαφέρον έχουν οι εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για την πολιτική του Στάλιν, του ΚΚΣΕ, του Χρουστσόφ και του Μπρέζνιεφ στο εσωτερικό της ΣΕ. Προφανώς, γιατί είναι αρκετά ενδεικτικές για το τι πρεσβεύει σήμερα το ΚΚΕ και τι εννοεί σαν σοσιαλισμό. Προφανώς γιατί αφορούν και τις εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ σε σχέση με τα αίτια και τις συνθήκες που οδήγησαν στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Προφανώς γιατί αφορούν τη συζήτηση αν οι εξωτερικές ή οι εσωτερικές συνθήκες στην κύρια πλευρά τους έπαιξαν ρόλο στην υποχώρηση του σοσιαλισμού. Γιατί αφορούν την εκτίμηση από ποια φάση και μετά άρχισε και πότε ολοκληρώθηκε η επικράτηση ενός ιδιότυπου καπιταλισμού με τις ανατροπές του '89-90. Γιατί, τέλος, αφορούν τις εκτιμήσεις για το ποιες δυνάμεις συγκρούστηκαν στο εσωτερικό της ΣΕ.
Οι «εσωτερικοί» όροι αναζητούνται στο εξωτερικό!
Για πολλά χρόνια μετά το '89-90 η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρούσε την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική περικύκλωση ως την κύρια αιτία των  υποχωρήσεων και του εκφυλισμού του σοσιαλισμού. Φυσικά, αυτή η θέση δεν άντεχε το βάρος των γεγονότων και της πραγματικότητας και γι' αυτό αναγκάστηκε πάλι η ηγεσία του ΚΚΕ, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, να αναγνωρίσει διαφορετικά τα πράγματα, έστω και για το θεαθήναι!
Στη σελ. 4 γράφουν: «Το γεγονός αυτό (σ.σ.: δηλαδή της περικύκλωσης) δεν αίρει την ανάγκη να στρέψουμε την προσοχή μας στις εσωτερικές συνθήκες, στις σχέσεις οικονομίας-πολιτικής, με καθοριστικό το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στην επικράτηση, ανάπτυξη, κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων». Έστω και κάπως θολά φαίνεται η ηγεσία του ΚΚΕ να θέλει να προχωρήσει πιο βαθιά την εκτίμησή της! Είναι όμως έτσι; Ή έχουμε πάλι εκφράσεις της παλιάς -κλασικής- δίγλωσσης συνταγής για να κρύβονται οι ευθύνες; Θα το δούμε καλύτερα στη συνέχεια!
Πιο κάτω, στη σελ. 13, στο ίδιο πνεύμα, γράφουν: «Στη μελέτη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες (χωρίς να αγνοούμε την επίδραση των εξωτερικών) γιατί η αντεπαναστατική ανατροπή δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση αλλά από τα μέσα και από τα πάνω με την πολιτική του Κ.Κ.». Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε (καλή τη πίστη) ότι η ηγεσία του ΚΚΕ θέλει όντως να σκύψει στους εσωτερικούς όρους και να αναζητήσει εκεί απαντήσεις και αίτια, το μέγα θέμα είναι αν ΜΠΟΡΕΙ! Και για να μπορούσε, θα έπρεπε να μην έχει δεσμεύσεις, να έχει ελευθερία κινήσεων και κυρίως επαναστατικές αφετηρίες και προσανατολισμούς, έτσι ώστε να μπορέσει να ανοίξει δρόμους και στη δική της σκέψη, αλλά και των κομμουνιστών γενικότερα. Έχει αυτές τις προδιαγραφές η ηγεσία του ΚΚΕ; Ή μήπως θα καταλήξει πάλι σε ένα ανακάτεμα συγκάλυψης και συσκότισης των πραγμάτων;
Θα προσπεράσουμε βέβαια την ανακάλυψη ψεύτικων εχθρών και τη δημιουργία ψευτοδιλημμάτων, όπως αυτά περί «όχι κατάρρευσης - αλλά ανατροπής», που μόνο συγχύσεις προκαλούν. Το μεγάλο λοιπόν αγκάθι για το ΚΚΕ είναι ότι πλέον δεν μπορεί να αποδίδει τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης ούτε στους εξωτερικούς όρους ούτε βέβαια σε υπολείμματα της παλιάς αστικής τάξης και σε ουρές του παλιού καπιταλιστικού καθεστώτος. Είναι υποχρεωμένο να σκύψει στον ίδιο τον κορμό του σοσιαλιστικού συστήματος, στον ίδιο τον πυρήνα της σοσιαλιστικής κοινωνίας και εξουσίας. Και όταν μάλιστα οι ηγεσίες του ΚΚΕ είναι βεβαρημένες με εκτιμήσεις και διαπιστώσεις σε όλη τη διαδρομή μετά το '50 ότι ο σοσιαλιστικός κορμός όχι μόνο έχει σταθεροποιηθεί αλλά και ότι με την «επέλαση» του μπρεζνιεφισμού προελαύνει και ο πρώιμος κομμουνισμός. Κατεβατά επί κατεβατών μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, αναλύσεις επί αναλύσεων, που διαβεβαίωναν προς κάθε κατεύθυνση ότι ο σοσιαλισμός ανανεώνεται, επαναστατικοποιείται και βάζει τα θεμέλια για το πέρασμα στον κομμουνισμό. Και «εν μια νυκτί» έρχεται η ίδια η ζωή να διαψεύσει τις ηγεσίες του ΚΚΕ, μετά την κατάρρευση (συγνώμη, Ανατροπή!) του όλου οικοδομήματος. Χωρίς καμιά αντίσταση, καμιά σοβαρή αντίδραση, «ήσυχα», «βελούδινα» ο απερίγραπτος Γέλτσιν γίνεται ο «λαοπρόβλητος» ηγέτης της μεγάλης χώρας των μπολσεβίκων.
Τι καινούρια συμπεράσματα λοιπόν βγάζει η ηγεσία του ΚΚΕ; Τι καινούριες προσεγγίσεις κάνει, έτσι ώστε να είναι συνεπής ότι θα σκύψει στους εσωτερικούς όρους; Ουσιαστικά, ελάχιστα πράγματα και αυτά χωρίς να τα δένει με μία κόκκινη κλωστή. Ξεκινάει βέβαια αναμασώντας την παλιά γνωστή θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων. Ένας άκρατος ντετερμινισμός και ένας ατελείωτος οικονομισμός συνεχίζει να είναι η αφετηρία και της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ, ακολουθώντας πιστά τις παραδόσεις του μπρεζνιεφισμού. Παρεμπιπτόντως, ούτε μια αναφορά στον περίφημο «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης».
Με δασκαλίστικο ύφος αντάξιο εκείνου της εκφυλισμένης «Ακαδημίας Επιστημών» της ΕΣΣΔ, που η ηγεσία του ΚΚΕ ούτε θέλει ούτε μπορεί να ξεπεράσει, οι Θέσεις μάς «υπενθυμίζουν» και μας «ξεστραβώνουν» για μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων που αφορούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τις αντιθέσεις στο σοσιαλισμό, το τι σημαίνει πρώιμος κομμουνισμός. Σαν να είναι ειδικοί στην πρόληψη και αντιμετώπιση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, έχουν «έτοιμες» πολλές απαντήσεις (όπου δεν τους βολεύει, «θέλουν ακόμα μελέτη») και μάλιστα προς το τέλος των Θέσεων έχουν και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο γρήγορης σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με γοργά βήματα προς τον πρώιμο κομμουνισμό.
Παρακολουθήστε λοιπόν προσεκτικά: Στη σελ. 5 έχουμε και λέμε: «Όσο πιο πρώιμη είναι η σοσιαλιστική ανάπτυξη (σ.σ.: μετά τον πρώιμο κομμουνισμό ανακαλύφθηκε και ο πρώιμος σοσιαλισμός) τόσο το μορφωτικό και τεχνολογικό επίπεδο της μάζας των εργατών δεν επιτρέπει ακόμα τον ουσιαστικό ρόλο τους στην οργάνωση της εργασίας, στην αντίληψη των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, στην επιτελική δουλειά». Κι εμείς νομίζαμε ότι αυτές οι πλευρές και άλλες πολλές αφορούν την οργάνωση και διασφάλιση της εργατικής εξουσίας, που κατά βάση είναι ζήτημα πολιτικό, ζήτημα συσχετισμών, ζήτημα αντιθέσεων και πάλης, ζήτημα που αφορά εχθρούς και φίλους της εργατικής τάξης. Ουσιαστικά αναφερόμαστε στο κατεξοχήν ζήτημα. Και όμως, κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, το θέμα δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει. Θα το λύσει από μόνη της η σοσιαλιστική ανάπτυξη όταν θα πάψει να είναι πρώιμη και η εργατική τάξη δεν θα είναι αμόρφωτη και τεχνολογικά πίσω.
Και με τόσο αμόρφωτες μάζες, τι να σου κάνουν και τα στελέχη (οι ειδικοί οι λεγόμενοι); Διολισθαίνουν προς αστικές πρακτικές και αντιλήψεις, αφού οι δύσμοιροι οι εργάτες δεν έχουν τη δυνατότητα να τους ελέγξουν. Και βέβαια μας μένει μια απορία! Τα σημάδια αυτά, δηλαδή της προέλασης των νεοαστικών αντιλήψεων, δεν χαρακτηρίζουν τόσο την «πρώιμη» σοσιαλιστική ανάπτυξη αλλά την υποτιθέμενη περίοδο της κομμουνιστικής εφόδου! Δεν εκδηλώθηκαν τόσο όταν ακόμα στη ΣΕ επιβίωναν μορφές ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά όταν πλέον η ΣΕ είχε περάσει σε άλλη φάση. Ψιλά γράμματα για την ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία αρέσκεται να τυρβάζει περί άλλα, αντί να αντικρίζει γενναία την πραγματικότητα!
Γρήγορα βήματα προς τα... πίσω
Το αποκαλυπτικό είναι ότι οι ίδιες οι Θέσεις σε άλλο σημείο ξιφουλκούν ενάντια στα αργά βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στις σελ. 6 και 7 γράφουν: «Θεωρούμε λαθεμένη την προσέγγιση που, μιλώντας για "μεταβατική κοινωνία" (σ.σ.: τι τους φταίει ο όρος, τρέχα γύρευε!), προσδίδει (σ.σ.: άκουσον, άκουσον) αυτοτελή χαρακτηριστικά και μακρόχρονη ύπαρξη στην περίοδο «μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν συγχωρεί καθυστερήσεις, ταλαντεύσεις και παλινωδίες, μιλώντας για ό,τι αυτή θεωρεί «μετάβαση» καταλήγει: «Η ιστορική πείρα έδειξε ότι δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη (σ.σ.: εδώ η ιστορία έδειξε ότι μπορεί και να πισωγυρίσει τελείως, αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ δεν αναγνωρίζει ούτε καθυστέρηση). Στην ΕΣΣΔ ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '30». (Τι ακριβώς ολοκληρώθηκε δεν έχουμε καταλάβει όσες φορές και αν διαβάσαμε τις Θέσεις!) Μήπως συμφωνούν (χωρίς να το ομολογούν) με τον Στάλιν στη λαθεμένη προσέγγιση περί τέλους της ταξικής πάλης και ό,τι αυτό συνεπαγόταν;
Και για να μην αφήσουν κανένα περιθώριο παρεξήγησης ότι όλα τα κρίνουν υπό το πρίσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, χρησιμοποιούν κατά πως τους βολεύει τον Λένιν. «Ο Λένιν, στην εποχή του (πού αλήθεια;), τόνιζε ότι στις χώρες που είναι περισσότερο αναπτυγμένη η βιομηχανία τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις» (σελ. 7). Στο ίδιο πνεύμα και αμετανόητα στη σελ. 4 γράφουν: «Το επίπεδο ανάπτυξης του σοσιαλισμού σε κάθε επαναστατικό εργατικό κράτος δεν ήταν το ίδιο και (σ.σ.: προσέξτε!) σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης όταν πάρθηκε η εξουσία, ζήτημα που πρέπει να πάρει υπόψη η εκτίμηση και σύγκριση». Πού να βάλει μυαλό η ηγεσία του ΚΚΕ, παρά τα παχιά της λόγια ότι έσκυψε πάνω στα προβλήματα και τα μελέτησε! Σιγά μην την προβλημάτιζαν οι αντιφάσεις της ζωής και της πραγματικότητας. Η Κούβα, με πολύ χαμηλότερο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης από τη Ρωσία και τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ηγεσίας αυτής αντέχει ακόμα και τώρα.
Κι όμως, παρ' όλα αυτά, η ηγεσία του ΚΚΕ θέλει να εξετάσει τα πράγματα στρέφοντας το κύριο βάρος στην πολιτική, στις αντιθέσεις, στην ταξική πάλη! Στη σελ. 6 γράφουν: «Η πάλη για αλλαγή των οικονομικών σχέσεων και κατ' επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές σημαίνει ότι η κοινωνική επανάσταση δεν περιορίζεται στην κατάληψη της εξουσίας ή στη διαμόρφωση της αρχικής οικονομικής βάσης, αλλά επεκτείνεται σε όλη την περίοδο του σοσιαλισμού ( ...;) Στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της πορείας και οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό, ως ήττα της πάλης για την πλήρη ανάπτυξη των νέων κομμουνιστικών σχέσεων έναντι όλων των φύτρων των παλιών σχέσεων».
Ταξική πάλη
Έχουμε βέβαια ορισμένες απορίες! Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό θα έχει, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΚΚΕ, μικρή διάρκεια! (Κατά τα λοιπά, το πέρασμα αυτό δεν θα είναι ούτε στάδιο ούτε μετάβαση). Το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό τι προδιαγραφές ταχύτητας έχει, σύμφωνα με το ΚΚΕ; Και επειδή το ΚΚΕ επιτέλους αναγνώρισε τη δυνατότητα πισωγυρίσματος, θα θέλαμε να θυμίσουμε ότι στη ΣΕ η υπόθεση δεν χάθηκε στη μάχη ενάντια «στα φύτρα των παλιών σχέσεων», αλλά στο έδαφος της σοσιαλιστικής κοινωνίας που είχε «ολοκληρώσει» τη μάχη ενάντια στην παλιά αστική τάξη και την είχε ουσιαστικά καταργήσει.
Θα επιμένουμε συνέχεια σε αυτό, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ, πιστεύουμε συνειδητά, συσκοτίζει τα πράγματα στην άρνηση ή την αδυναμία της να αναγνωρίσει τους όρους και την ταξική πάλη που διεξάγεται σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές που κληρονομεί η εργατική εξουσία στα πρώτα βήματά της για να στεριώσει. Γιατί, όμως, το ΚΚΕ δυσκολεύεται τόσο να πει και να αναγνωρίσει τα πράγματα με το όνομά τους και αναγκάζεται να θολώνει τις καταστάσεις; Σίγουρα έχει τους λόγους του. Και ποιοι είναι αυτοί λοιπόν;
Είμαστε απόλυτα πεισμένοι ότι αυτό που υπηρέτησαν οι ηγεσίες του ΚΚΕ από τα τέλη της δεκαετίας του '50 και αυτό που θέλουν να αναπαραγάγουν (μάταια βέβαια) είναι η εξουσία των κρατικίστικων στρωμάτων της νομενκλατούρας και της ιντελιγκέντσιας, με όσα προνόμια συσσώρευσε μέσα στη διαδρομή «αποσοσιαλιστικοποίησης» και προώθησης των νέων αστικών σχέσεων, στο πλαίσιο της σοβιετικής κοινωνίας. Και, προφανώς, θέλοντας να συσκοτίσουν αυτή την πλευρά και να εμποδίσουν τους αγωνιστές να τη διακρίνουν, προσπαθούν να παρουσιάσουν πολλά από τα προνόμια της κάστας σαν γνήσιο σοσιαλισμό ή τουλάχιστον σαν ουδέτερα ή λευκά ζητήματα που δεν άγγιζαν την ουσία της ταξικής πάλης, που δεν έσπρωξαν την εργατική τάξη στο περιθώριο, που τέλος πάντων μπορούν να προσπεραστούν. Γι' αυτό θέλουν να συσκοτίσουν την ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ τις περιόδους που οξύνθηκε. Γι' αυτό φτάνουν να έχουν συνολικά «ουδέτερη», αν όχι θετική, άποψη για την πορεία της ΕΣΣΔ μέχρι το '80. Τους εξυπηρετεί αυτή η προσέγγιση για να μην απολογούνται για τις ρίζες τους ως ηγεσίες.
Στη σελ. 8 γράφουν: «Όπως αποδείχτηκε και στην πράξη, η όποια καθυστέρηση και πολύ περισσότερο η υποχώρηση στην ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων οδηγεί στην όξυνση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων- σχέσεων παραγωγής ( ...;) Στο σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1980 στην ΕΣΣΔ» (σ.σ.: ευτυχώς που οι κοινωνικές αυτές δυνάμεις πρόλαβαν να εισβάλουν στο Αφγανιστάν και μετά λοξοδρόμησαν).
Κεντρικός σχεδιασμός
Διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα, φαντάζεσαι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ θα μιλήσει επιτέλους για τις «ορισμένες προϋποθέσεις» που οδηγούν το σοσιαλισμό στο αντίθετό του. Βέβαια, γρήγορα απογοητεύεσαι γιατί οι προσεγγίσεις των προϋποθέσεων είναι ανάλογης ποιότητας και βάθους με τις υπόλοιπες προσεγγίσεις. Ουσιαστικά, λοιπόν, αν αφαιρέσεις τις σάλτσες και τις ωραίες διατυπώσεις, οι «ορισμένες προϋποθέσεις» ουσιαστικά καταλήγουν σε ΜΙΑ - και αυτή δεν είναι άλλη από τη «στραβή λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού». Βέβαια, όπως θα φανεί και φυσικά καθόλου τυχαία, όλη αυτή η επιμονή στην ανάδειξη του κεντρικού σχεδιασμού ως του κύριου πεδίου της αναζήτησης των προβλημάτων, εκτός από μονομερής είναι τελικά ενδεικτική της λογικής με την οποία πορεύονταν και θα πορευτούν οι ηγεσίες του ΚΚΕ. Θα μας βοηθήσει καλύτερα να δούμε το βάθος και την ποιότητα της προσέγγισης του ΚΚΕ και το πόσο δέσμιο είναι της λογικής των παραγωγικών δυνάμεων ένα απόσπασμα («Ριζοσπάστης» 5/11/2008) από το κλείσιμο της Παπαρήγα σε εκδήλωση εργατοϋπαλλήλων με αφορμή την παρουσίαση των Θέσεων για το 18ο Συνέδριο. Αναρωτιέται λοιπόν η Παπαρήγα αν στο σοσιαλισμό έχει προβάδισμα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ή των σχέσεων παραγωγής. Αφού λοιπόν μας πληροφορεί ότι είναι διαλεκτικά συνδεδεμένα, καταλήγει «επιτέλους» για μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: «Η ουσία είναι ( ...;) ότι σε εκείνη τη φάση έπρεπε να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής». Και τι εννοεί πρακτικά; Μας το λέει παρακάτω: «Υπήρχαν τα σοβχόζ, που ήταν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, και τα κολχόζ, που ήταν ο συνεταιρισμός, η οποία ήταν μια κατώτερη μορφή κοινωνικοποίησης. Μια πλευρά ήταν αυτή, που δεν έλυσαν το ζήτημα προοδευτικά υπέρ των σοβχόζ». Να λοιπόν και το συμπέρασμα, εν είδει συνταγών! Τώρα, βέβαια, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρεί τα σοβχόζ ως μορφές και πεδία όπου δεν εκδηλώνονταν αντιθέσεις και πάλη, δεν θα πάρει κανείς απάντηση. Και φυσικά θα πρέπει να δεχτούμε a priori ότι τα σοβχόζ είχαν «ανακαλύψει» μια «αντιβίωση» για να κρατιούνται μακριά από παρεκκλίσεις και αναβιώσεις αστικών αντιλήψεων και συνηθειών.
Ας δούμε όμως και παρακάτω: «Η άλλη πλευρά ήταν το ζήτημα του σχεδιασμού». Και φτάσαμε μετά τα γύρω γύρω στην πεμπτουσία της «ανάλυσης» του ΚΚΕ! Θα θέλαμε όμως ιδιαίτερο «φροντιστήριο» για να κατανοήσουμε γιατί η λυδία λίθος που κρίνει και αποφασίζει για το χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής είναι το ζήτημα του σχεδιασμού. Εδώ η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ αναμασάει, έστω και με άλλες αφετηρίες, τις παλιές ρεφορμιστικές θεωρίες που οδηγούσαν τους «αριστερούς» σε μια ακατάσχετη προτασεολογία στο έδαφος του καπιταλισμού, μήπως και φέρουν πιο «κοντά» το σοσιαλισμό!
Μήπως κατηγορούμε άδικα την ηγεσία του ΚΚΕ; Ας την αφήσουμε όμως την ίδια την Παπαρήγα να μιλήσει, για να δούμε πόσο ευτελίζει το όλο ζήτημα! « ...;εκεί επικράτησε η άποψη μήπως πρέπει να χαλαρώσουμε τον κεντρικό σχεδιασμό; Μήπως ο κεντρικός σχεδιασμός δεν μπορεί να υπολογίσει σωστά τις κοινωνικές ανάγκες;» Η γραμματέας του ΚΚΕ έχει όμως διαφορετική άποψη: «Ενώ αντίθετα έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που είχε ο κεντρικός σχεδιασμός, να ενισχυθεί και όχι να παραλύσει». Το ΚΚΕ με μεγάλη άνεση (και χωρίς «βαθύτερη» μελέτη) γνωρίζει εν είδει θέσφατου και δόγματος ότι ο «κεντρικός σχεδιασμός» (απρόσωπα, γιατί έτσι βολεύει) δεν κάνει ποτέ λάθος! Γι' αυτό και έπρεπε να ενισχυθεί! Διότι, πάλι εν είδει δόγματος, όταν ενισχύεται ο «κεντρικός σχεδιασμός» ενισχύονται οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Και γιατί δεν ενισχύθηκε τελικά ο κεντρικός σχεδιασμός; Η γραμματέας του ΚΚΕ μάς φύλαγε το καλό για το «τέλος»! «Έγιναν διάφορες προτάσεις». Και εμείς νομίζαμε ότι το όλο ζήτημα ήταν ζήτημα αντιθέσεων, ανταγωνισμών, ταξικής πάλης. Όχι, δεν είχαμε καταλάβει καλά. Ήταν  ζήτημα «προτάσεων». Ποιοι, εναντίον ποιων, μην τα ψάχνετε. Και ποια από αυτές τις «προτάσεις» συγκλόνισε τη γραμματέα του ΚΚΕ; «Μια από τις προτάσεις ήταν ότι υπέφερε (σ.σ.: ο καημένος) από πλευράς επιστημονικής ο κεντρικός σχεδιασμός και προτάθηκε ότι έπρεπε να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά όλη η διαδικασία του σχεδιασμού». Και πώς αλήθεια; «Και μάλιστα προτάθηκε ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος, ο υπολογιστής που είχαν οι Σοβιετικοί, ότι έπρεπε να τεθεί στην υπηρεσία του σχεδιασμού».
Και φυσικά η γραμματέας του ΚΚΕ δεν κρύβει την απογοήτευσή της. «Υποτιμήθηκε αυτή η λύση και αντίθετα εκτιμήθηκε ότι ο σχεδιασμός πρέπει να αποκεντρωθεί». Από ό,τι καταλάβατε, τα λόγια ότι το ΚΚΕ δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις παραγωγής (έστω για τη φάση που αναφέρεται) καταλήγουν απλώς για κατανάλωση. Πολύ απλά γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τη θεωρία της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης» με την οποία γαλουχήθηκε επί δεκαετίες που ακολουθούσε πιστά τον «ορθόδοξο ρεβιζιονισμό» και που φυσικά εφάρμοσε και ο Τεγκ Χσιάο Πινγκ μετά το θάνατο του Μάο. Καμιά προτεραιότητα στην πολιτική! Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, πρέπει να δεχτούμε ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής ανατράπηκαν, ένα ολόκληρο σοσιαλιστικό οικοδόμημα κατέρρευσε επειδή η τεχνολογία και η επιστήμη δεν τέθηκαν στη διάθεση του κεντρικού σχεδιασμού. Οι γνωστές ρεβιζιονιστικές «ευκολίες» που προφανώς θέλουν να συγκαλύψουν τις βαθύτερες αιτίες για τις οποίες οι ηγεσίες του ΚΚΕ δίνουν τόσο μεγάλο βάρος στον «κεντρικό σχεδιασμό». Μήπως ο «κεντρικός σχεδιασμός» δεν είναι τίποτα άλλο από τον έλεγχο που ήθελαν και κατάφεραν τελικά να έχουν οι γραφειοκράτες και οι διάφοροι «ειδικοί» πάνω στην εργατική τάξη; Μήπως ο «κεντρικός σχεδιασμός» είναι μια παραλλαγή τού «εμείς» και των προνομίων που απέκτησαν οι διάφορες νεοαστικές ελίτ μέσα στην ιστορική διαδρομή, άσχετα αν όλα αυτά παρουσιάζονται σαν εξουσίες «της εργατικής τάξης»;
Σε όλες τις Θέσεις είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, η εξουσία της εργατικής τάξης, η εξέλιξη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, τα πάντα τέλος πάντων διασφαλίζονται από τον «κεντρικό σχεδιασμό»! Και φυσικά, με το ανάθεμα που έχουν ρίξει οι ρεβιζιονιστικές ηγεσίες στις μαοϊκές προσεγγίσεις, πού να τολμήσουν να αγγίξουν ουσιαστικά το πώς η εργατική τάξη, οι «από κάτω» που λέει και η Παπαρήγα, μπορούν να ελέγξουν και, γιατί όχι, να μπουν εμπόδιο αν χρειάζεται στις επιλογές των από πάνω, που γίνονται στο όνομα του σχεδιασμού. Ποιο θέσφατο και δόγμα διασφαλίζει a priori ότι σε μια κοινωνία σοσιαλιστική μπορούν να αναπτύσσονται οπουδήποτε αλλού νεοαστικά στοιχεία και συνήθειες, αλλά δεν θα «αγγίζουν» τον κεντρικό σχεδιασμό; Πού να καταλάβουν οι ηγεσίες του ΚΚΕ, τα «βομβαρδίστε τα επιτελεία», τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (και ας λαθροχειρούν με αυτήν στη σελ. 2 των Θέσεων), την ανάγκη πολλών εξεγέρσεων και επαναστάσεων, μέχρις ότου φτάσουμε στον κομμουνισμό.
Και πώς να το καταλάβουν όταν είναι ουσιαστικά επίγονοι όλων αυτών των στρωμάτων που έπρεπε να ήταν στόχοι της κριτικής και της αντιπαράθεσης των «κάτω». Γι' αυτό, άλλωστε, μέσα στις Θέσεις, δεν τολμούν να πουν ξεκάθαρα ποιες κοινωνικές δυνάμεις, ποια στρώματα, ποιες πολιτικές ομαδοποιήσεις αντιπαρατέθηκαν σε όλη τη διαδρομή. Ούτε και για μετά το '80 όπου υποτίθεται ότι είναι πιο άνετοι στην κριτική τους.
Αντιθέσεις στο σοσιαλισμό
Μύλος γίνεται κυριολεκτικά για το ποιες οι αντιθέσεις (παλιές και νέες) που χαρακτηρίζουν μια σοσιαλιστική κοινωνία σαν τη σοβιετική. Τόσες πολλές δεκαετίες προσπαθειών οικοδόμησης σοσιαλισμού, με μεγάλες νίκες και υποχωρήσεις, δεν έφτασαν στην ηγεσία του ΚΚΕ για να προσεγγίσει τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ταξική πάλη που διεξάγεται στο πλαίσιο των σοσιαλιστικών κοινωνιών. Ας μαζέψουμε, έστω σκόρπια από τις Θέσεις, τι ισχυρίζονται. Σελ. 5: «Στον σοσιαλισμό παραμένουν ακόμα κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα στην πόλη και το χωριό και εργαζόμενους της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας, στους εργάτες υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίες σταδιακά, σχεδιασμένα πρέπει να εξαλείφονται».
Φυσικά, όλα αυτά δεν χρειαζόταν να περιμένουμε 80 χρόνια μετά το θάνατο του Λένιν για να τα διαβάσουμε στις Θέσεις του τωρινού ΚΚΕ. Τα έχουμε διαβάσει ήδη στα Άπαντα του Λένιν και του Στάλιν. Οι κομμουνιστές της σημερινής εποχής άλλες απαντήσεις και προσεγγίσεις περιμένουν με βάση τη συσσώρευση των εμπειριών και το δεδομένο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Η ηγεσία του ΚΚΕ ορισμένες φορές δείχνει να μην έχει αντιληφθεί ότι έχει γίνει καπιταλιστική παλινόρθωση. Για τις αντιθέσεις στο κόμμα, στο κράτος, την πάλη στο πλαίσιό τους, οι ηγεσίες του ΚΚΕ δεν έχουν να πουν τίποτα! Μη ζητάμε όμως πολλά! Εδώ δεν μπορούν να προσδιορίσουν τις αντιθέσεις στην οικονομική βάση, θα το κάνουν στο εποικοδόμημα!
Έστω κι έτσι, όμως, τι πρέπει να γίνει για να εξαλειφθούν οι «αντιθέσεις», όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΚΚΕ; Σελ. 5, 6: «Είναι διαρκής πάλη για την εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας και της μικροαστικής συνείδησης που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, είναι αγώνας για τη διαμόρφωση ανάλογης κοινωνικής συνείδησης και στάσης απέναντι στην άμεσα κοινωνική εργασία. Γι' αυτό και είναι αναγκαία η ύπαρξη του κράτους, που είναι η επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης, η δικτατορία του προλεταριάτου». Kαι τι «διασφάλιση» παρέχει η ηγεσία του ΚΚΕ σε σχέση με το ενδεχόμενο (που έγινε πλέον πράξη) το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου να μετατραπεί σταδιακά σε όργανο κυριαρχίας μιας νεοαστικής κάστας; Αυτό δεν είναι το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα; Και, μαζί μ' αυτό, δεν είναι επίσης ζήτημα πρώτης γραμμής το γιατί το κομμουνιστικό κόμμα από εργαλείο της εργατικής τάξης μετατράπηκε σε έναν μηχανισμό που ταυτίστηκε με το κράτος και σταδιακά όχι μόνο αποξενώθηκε από την εργατική τάξη αλλά και στράφηκε με την πολιτική του εναντίον της;
Τίποτα από αυτά δεν αγγίζει η ηγεσία του ΚΚΕ! Αντίθετα, διολισθαίνει σε μια μεταφυσική αντίληψη αυτού που αναγνωρίζει σαν ταξική πάλη! Λες και ανταγωνίζονταν «συνειδήσεις» και «στάσεις» μακριά και έξω από την κοινωνία, την πολιτική, την εργατική τάξη. Λες και ο εξ ορισμού «θεματοφύλακας» της προλεταριακής επανάστασης, το κράτος, αφ' υψηλού, εξ αποστάσεως και αλώβητο παρακολουθεί, ρυθμίζει, σχεδιάζει, διανέμει και προπαντός «διαπαιδαγωγεί» στη «συνεπή», επαναστατική λογική. Μια κοινωνία «εργαστήριο» όπου η εξ ορισμού «αλάθητη» κεντρική εξουσία βάζει τους πάντες και τα πάντα στη θέση τους, να λειτουργούν «ομαλά». Για ποιανού το συμφέρον; Μα, εξ ορισμού πάλι, για το συμφέρον των «επαναστατών». Μπορεί κανείς -πληβείος, «ανειδίκευτος», «αμόρφωτος»- να τους κρίνει, να τους αμφισβητήσει, να τους βομβαρδίσει; ΟΧΙ! Με την ίδια λογική που αντιμετωπίζουν το κίνημα πριν από την επανάσταση, στην ίδια λογική αντιμετωπίζουν την κοινωνία και την εργατική τάξη και μετά την επανάσταση. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΝΑ ΔΙΔΑΧΤΟΥΝ.
Στη σελ. 8, για να μην αφήσουν καμιά αμφιβολία για το ποιος «κάνει κουμάντο» στο «σοσιαλισμό», γράφουν: «Ο κεντρικός σχεδιασμός κατανέμει το χρόνο εργασίας όλης της κοινωνίας ώστε οι διάφορες λειτουργίες της εργασίας να βρίσκονται σε σωστή αναλογία, για να ικανοποιούν τις διάφορες κοινωνικές ανάγκες» Μάλιστα! Είναι θέμα δοσολογίας λοιπόν για να βρεθούν οι αναλογίες! Και πώς η εργατική τάξη παρεμβαίνει καθοριστικά σε όλα αυτά; Υπήρχαν δυνάμεις μέσα στην κοινωνία, στο κράτος, στο κόμμα που εναντιώθηκαν σε μια τέτοια προοπτική και πάσχισαν να περιθωριοποιήσουν την εργατική τάξη; Κουβέντα για όλα αυτά. Αντίθετα, με το γνωστό δασκαλίστικο ύφος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, πληροφορούμαστε ότι ο προσδιορισμός των κοινωνικών αναγκών δεν είναι ένα ζήτημα που υπόκειται σε ταξική πάλη μερικές φορές σκληρή. Δεν είναι ζήτημα στο οποίο πρέπει να έχει κύριο ρόλο η εργατική τάξη; Όχι, στη σελ. 8 γράφουν: «Οι κοινωνικές ανάγκες προσδιορίζονται με βάση το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει επιτευχθεί στη δεδομένη ιστορική περίοδο». Τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! Αμετανόητες και δέσμιες οι ηγεσίες του ΚΚΕ στο «εμείς» καθορίζουμε και «εμείς» αποφασίζουμε (ωχ, συγνώμη, «ο κεντρικός σχεδιασμός» θέλαμε να πούμε!).
Υποχρεώνονται βέβαια από την ίδια τη ζωή, περισσότερο για να χειρίζονται καταστάσεις, να «αναγνωρίζουν» κάποια προβλήματα. Στη σελ. 9 γράφουν: «Γύρω από το "μέτρο" της εργασίας αναπτύχθηκε θεωρητική και πολιτική διαπάλη». Μη ζητάτε όμως περισσότερες λεπτομέρειες διότι δεν γίνονται περισσότερο σαφείς. Ούτε φυσικά η θεωρητική και πολιτική διαπάλη περιορίστηκε στο «μέτρο» της εργασίας, ούτε στο ποιοι και πώς προσδιορίζουν τις «κοινωνικές ανάγκες». Επεκτάθηκε στο σύνολο των ζητημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου το κέντρο βάρους έπρεπε να πέσει στο ρόλο και το ειδικό βάρος της εργατικής τάξης σε συνθήκες όπου νομικά και συνταγματικά έχει την εξουσία!
Η εξουσία του ΚΚΕ «αναγνωρίζει» ότι η αντιπαράθεση μεταξύ της επαναστατικής γραμμής και της οπορτουνιστικής δεν ήταν ολοκληρωμένη. Αναγνωρίζει ότι η αντιπαράθεση υπήρξε ελλειμματική διότι (πώς να το αρνηθεί άλλωστε) η επαναστατική γραμμή δεν είχε αντιληφθεί το σύνολο των προβλημάτων.
Στη σελ. 17 γράφουν: «Διαμορφώθηκαν δυο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική, στα κομματικά στελέχη και τους οικονομολόγους. Το συνεπές ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής υπό την ηγεσία του Στάλιν». Από ό,τι καταλάβαμε, αναφέρονται στη δεκαετία του '20 και στην αντιπαράθεση με την αντιπολίτευση. Στη συνέχεια των Θέσεων, με τις απανωτές αναφορές στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, αναφέρονται και στην περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο. Φαίνεται λοιπόν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ παίρνει «ξεκάθαρη» θέση υπέρ του Στάλιν. Σε αυτές τις εκτιμήσεις άλλωστε πολλοί στηρίζουν την εκτίμηση της «στροφής» κ.λπ.
Τέλος πάντων, όσο μας αφορά, έχουμε εδώ και πολλά χρόνια (αρχές της δεκαετίας του '90) τοποθετηθεί για τα ζητήματα που αφορούν τη γραμμή Στάλιν αλλά και την αντιπαράθεση με την αντιπολίτευση. Όπως επίσης στο βιβλίο «Η Αριστερά απέναντι στον εαυτό της» έχουμε αρκετά εκτενώς σταθεί στην αντιπαράθεση που κρυβόταν πίσω από τις γραμμές και τις λέξεις των «οικονομικών προβλημάτων του σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ.
Όσο και να φαίνεται υπερφίαλο, η ηγεσία του ΚΚΕ βρίσκεται πολύ πιο πίσω στις εκτιμήσεις της, όχι ίσως λόγω ανικανότητας, αλλά λόγω δεσμεύσεων. Και είναι πίσω διότι δεν θέλει να τοποθετηθεί στο γιατί και πότε χάθηκε η μάχη. Γιατί δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι η μάχη χάθηκε όχι τη δεκαετία του '80 αλλά πολύ πιο πριν. Γι' αυτό και υποχρεώνεται άλλα ζητήματα κρίσιμα στην αντιπαράθεση να τα προσπερνά και άλλα να τα προσαρμόζει στα μέτρα της. Δεν υπάρχει, φερ' ειπείν, καμιά αναφορά-τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ σε σχέση με τις εκτιμήσεις του ΚΚΣΕ περί τέλους της ταξικής πάλης, υπό την επήρεια του ενθουσιασμού από τις τότε μεγάλες επιτυχίες του σοσιαλισμού, στα μέσα της δεκαετίας του '30. Υπάρχει ένα ολόκληρο μπέρδεμα για το ποιες αντιθέσεις, αντιφάσεις είχε να επιλύσει και πώς το προχώρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης!
Και βέβαια υπάρχει μεγάλη μονομέρεια στην κριτική της ηγεσίας του ΚΚΕ και όχι τυχαία. Γράφει στη σελ. 19: «Αδύνατο σημείο του επαναστατικού ρεύματος ήταν η μη ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής, όσον αφορά το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται ανάλογα με την εργασία». Αν δεν καταλάβατε, πίσω από τις «περίτεχνες» διατυπώσεις εμφανίζεται ξανά η μονόπλευρη προσέγγιση που αφήνει έξω από την οπτική της μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την παραγωγή, το τι παράγεται, πώς παράγεται, τη θέση της εργατικής τάξης στην παραγωγική μονάδα και μένει μονόπαντα στην κατανομή και τη «μέτρηση» του χρόνου εργασίας. Πιο πάνω, στη σελ. 19 γράφουν: «Θεωρούμε σωστή τη θέση της σοβιετικής ηγεσίας στις αρχές της δεκαετίας του '50 ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν η εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και στις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν». Στη διατύπωση είμαστε σύμφωνοι. Αυτό που μετράει όμως είναι πώς αντιλαμβάνονται αυτή την αντίθεση, πώς την ερμηνεύουν και πώς την εξειδικεύουν σαν οδηγό για δράση. Σημασία δηλαδή έχει τι προτεραιότητες αναδεικνύει! Γράφεται λοιπόν στη σελ. 19: «Η καθυστέρηση των δεύτερων (σ.σ.: δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων) αφορούσε: τον κεντρικό σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, στη μετατροπή της συνεταιριστικής σχέσης ιδιοκτησίας σε κοινωνική ιδιοκτησία». Παρ' όλο που η ηγεσία του ΚΚΕ αναγκάζεται να αναγνωρίσει τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί για την εργατική τάξη και αφορούσαν τον ουσιαστικό της παραγκωνισμό, και πάλι το αξιολογεί ως δευτερεύον. Ενώ φυσικά συνεχίζει να μην αναγνωρίζει ότι το κύριο πρόβλημα δεν ήταν οι κολχόζνικοι αγρότες αλλά ο σταδιακός σφετερισμός της εργατικής εξουσίας από τα διάφορα στελέχη και ειδικούς σε αυτό που θεωρούνταν κοινωνική ιδιοκτησία. Έστω κι έτσι, όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ αισθάνεται αρκετά απελευθερωμένη για να κριτικάρει τις «μεταρρυθμίσεις» μετά το 20ό Συνέδριο.
Στη σελ. 20 γράφει: «Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών οργανισμών (επιχειρήσεων)». Στη σελ. 21 γράφουν: «Το 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την ΕΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα όργανα περιφερειακής διοίκησης "Σοβναρχόζ". Έτσι, αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού». Ευτυχώς, βέβαια, που, όπως οι ίδιοι ομολογούν, επί Μπρέζνιεφ το 1965 καταργήθηκαν τα «Σοβναρχόζ» και επανήλθαν τα υπουργεία κατά κλάδο.
Πράγματι, ο χρουστσοφισμός ήταν μια δεξιά απάντηση σε πραγματικά προβλήματα. Το κενό απάντησης υπάρχει από αριστερά, που δεν μπόρεσαν να καλύψουν οι όποιες δυνάμεις εναντιώθηκαν στον Χρουστσόφ. Και βέβαια, ανεξάρτητα του τι κατανοεί η ηγεσία του ΚΚΕ, ο Μπρέζνιεφ δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η αριστερή απάντηση, και ας βρισκόταν στον αντίποδα του χρουστσοφισμού. Δεν ήταν παρά μια αναπαραγωγή του κρατικισμού και συγκάλυψη των προβλημάτων στο όνομα του «καλού του σοσιαλισμού» και όλα τα ανάλογα. Σε αυτή την κατεύθυνση, εν κατακλείδι, παραμένουν αμετανόητοι οι ηγέτες του σημερινού ΚΚΕ, φροντίζοντας να μας το επιβεβαιώσουν στο Δ΄ κεφάλαιο, όπου βαρύγδουπα η ηγεσία του ΚΚΕ ανακοινώνει τον «εμπλουτισμό της προγραμματικής αντίληψης για το σοσιαλισμό».
Το «πρόγραμμα» του ΚΚΕ
Ουσιαστικά, έχουμε μια παράθεση ενός «σχεδίου» όπου μέσα σε 7 ολόκληρες (!) σελίδες καταγράφεται το «απόσταγμα» της εμβριθούς μελέτης του ΚΚΕ, το οποίο τάζει εκ νέου το «σοσιαλιστικό όραμα», σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να μη λήφθηκαν υπόψη όχι μόνο τα συμπεράσματα του (καταραμένου) μαοϊκού ρεύματος αλλά ακόμα και αυτά τα «αμφίσημα» που παραθέτει έστω κάπως θολά η ηγεσία του ΚΚΕ!
Για να πάρει μια ιδέα ο αναγνώστης, έχουμε μια συνύπαρξη κατ' ουσίαν απογειωμένων και αριστερίστικων κατευθύνσεων με πάγιες ρεφορμιστικές κατευθύνσεις που οι ρίζες τους είναι κοινές με αυτές του «ευρωκομμουνιστικού ρεύματος». Στο «πρόγραμμα» αυτό, αρκετά «πονηρά» προσπερνιέται το ζήτημα της ανατροπής της αστικής εξουσίας στο έδαφος του καπιταλιστικού συστήματος ως πρώτης προϋπόθεσης για το προχώρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Προσπερνιέται αρκετά καμουφλαρισμένα το ζήτημα της συντριβής του αστικού κρατικού μηχανισμού. Πολύ βαρύγδουπα στη σελ. 38 γράφουν: «Στο πρόγραμμα του ΚΚΕ έχουν διατυπωθεί βασικές θέσεις για το σοσιαλισμό, που σήμερα μπορούμε να εμπλουτίσουμε, αξιοποιώντας τα συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ κατά τον 20ό αιώνα, στη βάση των μαρξιστικών-λενινιστικών θέσεων που αναπτύχθηκαν στο Β' κεφάλαιο. Και για να μην αφήσει κενά διατρανώνει: «Ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας σαν βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής είναι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής». Ούτε καν σοσιαλιστικές! Άλλωστε, η ηγεσία του ΚΚΕ, στη φούρια της, κοντεύει να προσπεράσει με μπάι πας το σοσιαλισμό.
Τώρα, βέβαια, αυτά τα κατ' ουσίαν ανόητα και απογειωμένα ξεφουσκώνουν πολύ γρήγορα στις παρακάτω γραμμές και θυμίζουν το ΚΚΕ «που όλοι γνωρίσαμε». «Ο σχεδιασμός στηρίζεται σε ένα σύνολο στόχων και κριτηρίων όπως: Στην ενέργεια: τη μείωση του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας» (σ.σ.: πολύ πρότυπη κομμουνιστική σχέση παραγωγής, με απλώς μειωμένη την εξάρτηση, που κατά τα άλλα δεν «υπάρχει» κιόλας). Και για να μη νομιστεί ότι η εξάρτηση υπάρχει μόνο στην ενέργεια, παρακάτω διαβάζουμε: «Το ίδιο αφορά τις τηλεπικοινωνίες, την επεξεργασία πρώτων υλών, τους βιομηχανικούς κλάδους μεταποίησης ιδιαίτερα στην παραγωγή μηχανημάτων, με στόχο (σ.σ.: προσέξτε πάλι) όσο το δυνατόν πιο αυτοδύναμη οικονομία, μειώνοντας την εξάρτησή της από το εξωτερικό εμπόριο και τις συναλλαγές με τις καπιταλιστικές οικονομίες σε τέτοιους κρίσιμους τομείς». Θαυμάσια! Η ηγεσία του ΚΚΕ σαν νέα αυτοκρατορία αντεπιτίθεται! Και ετοιμάζεται η οικοδόμηση κομμουνιστικής σχέσης παραγωγής, με «ολίγη» αυτοδυναμία, με «περιορισμένη» εξάρτηση και με «αμοιβαία επωφελείς διακρατικές σχέσεις». Και φυσικά με την προϋπόθεση ότι η κατά τα άλλα «αναπτυγμένη» καπιταλιστική οικονομία της χώρας θα δημιουργήσει (!) βιομηχανία παραγωγής μεταφορικών μέσων. Βλέπετε, η χώρα έχει βιομηχανία παραγωγής μέσων παραγωγής και το μόνο που της λείπει είναι η βιομηχανία μεταφορικών μέσων. Εκτός αν το «σχέδιο» προβλέπει πίσω από τις γραμμές τα μέσα παραγωγής να μας δίνονται από άλλες σοσιαλιστικές χώρες στο μέλλον.
Τέλος, ενδεικτικά στη σελ. 42 γράφουν: «Από το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές κ.λπ.) (σ.σ.: τελικά η γενικευμένη ανακλητότητα δεν θα ισχύει, όπως έλεγε ο Λένιν;). «Στα καθήκοντα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι η ριζική αναμόρφωση εκείνου του τμήματος του διοικητικού μηχανισμού του αστικού κράτους που αναγκαστικά κληροδοτείται το πρώτο διάστημα στο σοσιαλισμό». Και γιατί όχι συντριβή αλλά αναμόρφωση; Φυσικά και δεν επειγόμαστε για απαντήσεις! Τα επισημαίνουμε για να δείξουμε τη σύγχυση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που θεώρησε ότι με αυτές τις «φιλοσοφίες» ξαναζωντανεύει το στόχο, το σοσιαλισμό!
Ο «προγραμματισμός» της ιστορίας εν είδει «απόλυτης επανάληψης» αυτού που έγινε είναι, όπως φαίνεται, το «γερό χαρτί» του ΚΚΕ. Έτσι νομίζει βέβαια, γιατί ουσιαστικά με τις «συνταγές» που παραθέτει συνεχίζει να λειτουργεί δυσφημιστικά για το σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και την επανάσταση (αλήθεια, γιατί στις Θέσεις η «λαϊκή εξουσία» και η «λαϊκή οικονομία» δεν περιλαμβάνονται στα «επαναστατικά» σχέδια της ηγεσίας του ΚΚΕ; Μήπως γιατί αποτελούν ένα στάδιο ΠΡΙΝ (;) ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ; Ή μήπως «μετά» τον καπιταλισμό;)
Πάρτε μια ιδέα λοιπόν «καθαρότητας», «αποφασιστικότητας», «κατασταλαγμένων συμπερασμάτων». Στη σελ. 36 γράφουν: «Ταυτόχρονα, η καπιταλιστική αυτή αντίφαση (σ.σ.: παραγωγής-ιδιοποίησης) δείχνει τη διέξοδο: Αντιστοίχιση των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (σ.σ.: έτσι «ουδέτερα», «απλά» και προπάντων «επιστημονικά»). Συνειδητά μπερδεύεται ο καπιταλισμός με τα άλλα προκαπιταλιστικά συστήματα, αλλά και το σοσιαλισμό. Έχουν στρώσει βέβαια το έδαφος από πριν: Στη σελ. 6 μπερδεύουν συνειδητά με βάση τις πάγιες ρεβιζιονιστικές θεωρίες το προτσές με το οποίο ο καπιταλισμός ανδρώθηκε στο πλαίσιο της φεουδαρχίας με την πλήρη αδυναμία εμφάνισης σοσιαλιστικών νησίδων στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Πιο συγκεκριμένα, γράφουν: «Η οπισθοδρόμηση δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στην κοινωνική εξέλιξη και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προσωρινό φαινόμενο στην ιστορία της. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν εδραιώθηκε μια και έξω στην ιστορία. Το πέρασμα από μια κατώτερη φάση ανάπτυξής του σε μια ανώτερη δεν ήταν ευθύγραμμη ανοδική διαδικασία (σ.σ.: προσέξτε λαθροχειρία και συνειδητό μπέρδεμα!). Αυτό αποδεικνύει η ίδια η ιστορία επικράτησης του καπιταλισμού». Και αφού η ηγεσία του ΚΚΕ βρήκε τη διέξοδο, μας πληροφορεί ότι έχει όλο το copyright για τη γρήγορη και σβέλτη αντιμετώπιση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. (Μπορεί να αργήσει λίγο το στάδιο της «λαϊκής οικονομίας», αλλά μόλις το καβατζώσουμε θα «φύγουμε με χίλια»).
Στο ίδιο πνεύμα γράφουν και (σωστά) ότι «ο σοσιαλιστικός σκοπός είναι ρεαλιστικός γιατί θεμελιώνεται στην ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη». Για να μας αφήσουν ξανά με ανοιχτό το στόμα, γιατί «ο καθορισμός του δεν εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή από τις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η επαναστατική δράση ...;» Αν καταλάβαμε, δηλαδή, οι συσχετισμοί και οι συνθήκες μπορούν να φέρουν την καπιταλιστική παλινόρθωση, αλλά δεν μπαίνουν εμπόδιο στο σοσιαλιστικό σκοπό. Λες και ο «σοσιαλιστικός σκοπός» είναι εικόνισμα στο οποίο υποκλινόμαστε συνέχεια!
Δεν έχουμε καμία διάθεση να ασχοληθούμε με το «άμεσο» και «γρήγορο» «σοσιαλιστικό» όραμα που μας τάζει η ηγεσία του ΚΚΕ, γιατί πολύ απλά δεν θεωρούμε το σοσιαλισμό ένα κλειστό σύστημα «κανόνων» και «θέσφατων» στους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι από σήμερα, από τώρα, να δηλώσουμε τη συμφωνία μας. Πολύ περισσότερο δεν είμαστε διατεθειμένοι να το κάνουμε όταν το σύνολο αυτών των «κανόνων» που τόσο απλόχερα μας προτείνει η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έχει επαρκώς μελετηθεί μέσα στις τότε συνθήκες και που η χρησιμότητά τους για το σήμερα και το αύριο είναι υπό κρίση. Θα το αποφασίσει η έκβαση της ταξικής πάλης, η ωριμότητα του νέου κομμουνιστικού κινήματος, με κύριο κριτήριο το αν διασφαλίζουν την εκ νέου συγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της. Με γνώμονα το κατά πόσο η εργατική τάξη συνεχίζει και μετά την ανατροπή της αστικής τάξης να ηγείται της προσπάθειας και να μην πετιέται στο περιθώριο.
Στην προσπάθειά της, λοιπόν, η ηγεσία του ΚΚΕ να δείξει ότι διδάσκεται από την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος και της εμπειρίας οικοδόμησης του σοσιαλισμού, καταλήγει σε μια «επιστροφή» στο παλιό και αγνό παρελθόν. Αντιγράφοντας λοιπόν κατά γράμμα όλο το μοντέλο της σοβιετικής εξουσίας και όλους τους θεσμούς που αυτή κατέληξε να υιοθετήσει τα επόμενα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση καταλήγει, στη σελ. 41-42: «Πυρήνας της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζόμενων στα όργανα εξουσίας».
Φαίνεται λοιπόν πως η ηγεσία του ΚΚΕ ανακάλυψε μια «διασφάλιση» για την εργατική τάξη, να παραμείνει στο κέντρο της προσπάθειας! Φαίνεται επίσης ότι όχι μόνο το ΚΚΕ αλλά και άλλες ομάδες της Αριστεράς δίνουν τεράστια σημασία στην ανακλητότητα των εκπροσώπων των εργαζόμενων σαν ένα πολύ ουσιαστικό μέτρο «εξασφάλισης» της εργατικής εξουσίας. (Ας αφήσουμε που η εργατική εξουσία συνειδητά υποβιβάζεται σε «συμμετοχή» και «έλεγχο», ενδεικτικό των αφετηριών του ρεβιζιονισμού). Εμείς, βέβαια, δεν συμφωνούμε με την ευκολία, χωρίς να είμαστε αντίθετοι. Μας προβληματίζει βέβαια ένα σημείο των Θέσεων που υποτίθεται ότι προετοιμάζει την κατεύθυνση που αναφέραμε για τις παραγωγικές μονάδες!
Το κομμάτι που αναφέρεται στο καθολικό δικαίωμα της ψήφου. Στη σελ. 28, με ήπιο τρόπο αλήθεια, αφήνονται αιχμές ενάντια στον Στάλιν και την ηγεσία του ΚΚΣΕ, με την ευκαιρία του Συντάγματος του '36. «Με το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής ( ...;) Καταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν με το σύνταγμα του 1936 αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και τη λειτουργία των Σοβιέτ, γραφειοκρατική στάση κ.ά., καθώς και στη διασφάλιση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο». Και αμέσως πιο κάτω: «Χρειάζεται να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνας οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της έμμεσης επιλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Να μελετηθούν οι αρνητικές επιδράσεις της στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και την εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης (που σύμφωνα με τον Λένιν αποτελεί βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου)». Σε μια παραπομπή, στις σελ. 28-29, υπάρχει ένα γνωστό απόσπασμα από ομιλία του Ζντάνοφ, το 1937, σε συνεδρίαση της ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚ(μπ.), όπου με πολύ αυστηρό ύφος καταδικάζονται φαινόμενα εκφυλισμού στελεχών και στρογγυλοκαθίσματος διαφόρων βουλευτών και διευθυντάδων στο σβέρκο των εργαζόμενων.
Πράγματι, είναι τουλάχιστον, για μας, προς μελέτη το αν μια ομάδα προβλημάτων αντιμετωπίστηκε με τρόπους που γέννησαν νέα προβλήματα. Εμείς, ωστόσο, δεν έχουμε λόγους να αμφισβητούμε την ύπαρξη των παρεκκλίσεων που αναφέρει ο Ζντάνοφ. Ούτε είμαστε διατεθειμένοι να πέσουμε στην εύκολη λύση να «υιοθετήσουμε» την «εκλογή μέσω παραγωγικής μονάδας», αφού, αν δεχτούμε αυτά που λέει ο Ζντάνοφ, τα προβλήματα δεν εμποδίστηκαν στο να εμφανιστούν ούτε από την προηγούμενη λειτουργία ούτε από την ανακλητότητα. Σε κάθε περίπτωση, η τότε σοβιετική ηγεσία θεώρησε τον εαυτό της αρκετά ισχυρό ώστε να πάρει πρωτοβουλίες και μέτρα για να χτυπήσει τη γραφειοκρατία. Πιθανόν σε αυτό να συνηγόρησαν και οι εκτιμήσεις της περί τέλους της ταξικής πάλης και περί σταθεροποίησης της σοβιετικής εξουσίας, μετά τις επιτυχίες της στη μάχη ενάντια στην παλιά αστική τάξη και τους αστούς ειδικούς.
Το ερώτημα είναι γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ, ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη παραπέρα μελέτης, δείχνει να δυσπιστεί στα λεγόμενα του Ζντάνοφ και υιοθετεί εύκολα για το μέλλον το μοντέλο προ του '36, λες και αυτό από μόνο του αποτελεί διασφάλιση. Ποιους έχει ανάγκη η ηγεσία του ΚΚΕ να υπερασπιστεί και αποστασιοποιείται από τον Στάλιν και τον Ζντάνοφ, τη στιγμή που πριν από μερικές σελίδες τούς αναγνωρίζει σαν συνεπή κατεύθυνση; Γιατί μετά από τόσες πολλές δεκαετίες η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ παίρνει το μέρος εκείνων που αντιπαρατέθηκαν στον Στάλιν, χωρίς να υπάρχει φανερή τουλάχιστον ανάγκη να κλείσει το ζήτημα σήμερα, λες και βρισκόμαστε στα πρόθυρα της νέας σοβιετικής εξουσίας; Το αφήνουμε για μια μελλοντική προσέγγιση, όταν θα έχουμε περισσότερα δεδομένα.
Τέλος, για να συνοψίσουμε πόσο ανακόλουθη είναι η ηγεσία του ΚΚΕ όταν ισχυρίζεται ότι στρέφεται στους εσωτερικούς παράγοντες για τη μελέτη της παλινόρθωσης, διαβάστε στη σελ. 27: «Διερευνούμε το σύνολο των παραγόντων που συνέβαλαν σε αυτή την εξέλιξη (σ.σ.: στον εκφυλισμό). Θεωρούμε ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται: α) Η υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του ΚΚ και συνολικά στο κόμμα λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού των μελών του ΚΚ, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του Σοσιαλισμού. Προς διερεύνηση είναι οι αλλαγές της ταξικής σύνθεσης του κόμματος στη δομή και λειτουργία του και η επίδρασή τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κόμματος ως συνόλου μελών και στελεχών.
" Η σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην ΕΣΣΔ από την γέννησή της από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
" Η ιστορική κληρονομιά της ΕΣΣΔ από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
" Οι μεγάλες απώλειες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των ΗΠΑ για εξαγωγή κεφαλαίων.
" Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
" Ο φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Κορέα κ.λπ., του «ψυχρού πολέμου» του δόγματος Hellstein της Δυτικής Γερμανίας.
β) Η διαφοροποιημένη πολιτική παρέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού με τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας, προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με πιο ευέλικτες εμπορικές συναλλαγές με κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αλλά και με άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την ΕΣΣΔ.
γ) Τα προβλήματα στρατηγικής και διάσπασης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος».
Να μας συγχωρείτε για την ανατύπωση του μεγάλου αυτού αποσπάσματος, αλλά το κάναμε για να μη θεωρηθούμε ότι αδικούμε και ψαλιδίζουμε τη συνόψιση του συνόλου(;) των παραγόντων που συνέβαλαν στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Κατ' αρχάς, «η επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του '50 μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», που αναγνωρίζει η ηγεσία του ΚΚΕ (έστω και καθυστερημένα) στη σελ. 26, ήταν η αιτία για τη «διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος». Δεν είχαμε διάσπαση για τη διάσπαση. Η οπορτουνιστική στροφή, που συνοδεύτηκε από τις διάφορες χρουστσοφικές θεωρίες και την «αποσταλινοποίηση», προκάλεσε κρίση στρατηγικής στο κίνημα και το οδήγησε σταδιακά στην ήττα και την υποχώρηση. Οπότε ο γ' παράγοντας γράφεται απλώς για πολυπραγμοσύνη και κατανάλωση. Ουσιαστικά δεν λέει τίποτα!
Όπως τίποτα δεν λέει το προσπέρασμα του κεφαλαιώδους ζητήματος που αφορά όλη την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το ρόλο και τη δράση του κομμουνιστικού κόμματος, του εργαλείου δηλαδή που θα έπρεπε να έχει η εργατική τάξη προκειμένου να διατηρήσει στο προσκήνιο, να παρεμβαίνει στην ταξική πάλη με όποια μορφή και αν αυτή εκδηλώνεται. Μεγάλο αγκάθι για τους πάσης φύσης ρεβιζιονιστές, γι' αυτό και απλώς το παραπέμπουν στις ελληνικές καλένδες! Ούτε θέλουν ούτε μπορούν να το αγγίξουν!
Ο μοναδικός λοιπόν εσωτερικός παράγοντας που αναφέρεται, προσπερνιέται και η ηγεσία του ΚΚΕ αναμασάει επί της ουσίας τα ίδια «επιχειρήματα» για τον «καθοριστικό» ρόλο που υποτίθεται είχε η περικύκλωση και η ιμπεριαλιστική πίεση. Το απόσπασμα αυτό επίσης αξίζει για επισήμανση και άλλων αντιφάσεων.
Σύμφωνα λοιπόν με την ηγεσία του ΚΚΕ, η υποχώρηση του σοσιαλισμού ευνοήθηκε και από τα προβλήματα ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Προσέξτε λεπτές και αμφιλεγόμενες, προσεκτικές διατυπώσεις, για να μη λεχθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Θα συμφωνήσουμε, πάντως, ότι με τις επεμβάσεις στην Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία και τα πραξικοπήματα του Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία δεν λύθηκαν τα προβλήματα «ενσωμάτωσης» των χωρών αυτών στο σοσιαλιστικό σύστημα. Ο προλεταριακός διεθνισμός δεν έχει και πολλή σχέση με όλα αυτά τα ρεβιζιονιστικά κατορθώματα.
Πέρα όμως από αυτές τις επισημάνσεις, στο απόσπασμα αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ αναιρεί τον ίδιο της τον εαυτό, όταν αναγνωρίζει ότι η Δ. Ευρώπη μετά τον πόλεμο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50 ήταν πλήρως εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Οι οποίες δεν ενδιαφέρονταν, όπως «πονηρά» αναφέρεται, απλώς για εξαγωγή κεφαλαίων, αλλά για να διαμορφώσουν μια στρατηγικού τύπου κυριαρχία πάνω στην αδυνατισμένη τότε Ευρώπη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται!
Μη σας διαφεύγει, επίσης, ότι το βασικό ζήτημα ήταν μορφωτικό, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε! Αφήστε που όσα στελέχη τέλος πάντων γλίτωσαν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εξαρτημένα από γεννησιμιού τους από διευθυντές και ειδικούς, αστικής προέλευσης. (Λέτε να προετοιμάζεται καμιά απαξίωση του Λένιν, που είχε και την κύρια ευθύνη για τη ΝΕΠ;). Θαυμάστε λοιπόν πόσο «εφευρετικοί» μπορούν να γίνουν οι ηγέτες του ΚΚΕ στην απέλπιδα προσπάθειά τους να βγάζουν ουσιαστικά λάδι την περίοδο '60-80. Τα «πάντα» ανακάλυψαν για να συσκοτίσουν και να αποπροσανατολίσουν. Μέχρι και την ιστορική κληρονομιά που άφησε στην ΕΣΣΔ η προεπαναστατική καπιταλιστική της ανάπτυξη επιστράτευσαν για να αποφύγουν την πραγματικότητα. Άδικα ψάχνετε να βρείτε τη βαρύτητα των εσωτερικών παραγόντων, ιδιαίτερα μέσα στον κορμό της σοβιετικής εξουσίας. Όπως άδικα ψάχνετε σε όλες τις Θέσεις να βρείτε τα σημεία ουσιαστικής κριτικής και αυτοκριτικής που να σηματοδοτούν μια επαναστατική και κομμουνιστική αντίληψη και πρακτική για το σήμερα. Το μόνο που θα μείνει είναι μια εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας, που απλώς θα συγκαλύπτει τις πολλές ρωγμές και τα πολλά κενά που έχουν φορτωθεί τα ρεβιζιονιστικά ρεύματα της εποχής μας, σαν εκφράσεις της κρίσης τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: