Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

Το κίνημα αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και τα ζητήματα που ανέδειξε - ΜΕΡΟΣ Β΄

Κλείνοντας το πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, είχαμε αναφερθεί στην αναντιστοιχία που αναδείχτηκε ανάμεσα στις απαιτήσεις των καιρών και της κατάστασης στην οποία βρίσκεται το σημερινό εργατικό κίνημα. Αναντιστοιχία η οποία καταγράφεται σε όλες τις απόπειρες αντίστασης που έχουν εκδηλωθεί από την πλευρά της εργατικής τάξης τα τελευταία χρόνια και η οποία πρέπει να ξεπεραστεί. Κι επειδή, βεβαίως, δεν είναι το σύστημα αυτό που θα κάνει πίσω από την επιδίωξή του να κυριαρχήσει απόλυτα πάνω στην εργατική τάξη, αυτό που απαιτείται είναι η ανασυγκρότηση του ίδιου του εργατικού κινήματος και της εργατικής τάξης ως τάξης για τον εαυτό της, που θα αγωνίζεται για τα δικά της συμφέροντα.
Η πορεία προς αυτήν την ανασυγκρότηση δεν είναι μια απλή υπόθεση. Ωστόσο, θεωρούμε ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρα δύο πράγματα:
Πρώτον, ότι η ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και του κινήματός της δεν μπορεί να γίνει χωρίς την εργατική τάξη, δηλαδή χωρίς την εμπλοκή των ίδιων των εργαζόμενων μαζών σε μαζική κλίμακα.
Δεύτερον, ότι απαραίτητο στοιχείο για την ανασυγκρότηση αυτή είναι ο πολιτικός και ιδεολογικός εξοπλισμός της εργατικής τάξης με όλα εκείνα τα στοιχεία που θα της επιτρέπουν όχι μόνο να έρθει σε ρήξη με την αστική και ρεφορμιστική ιδεολογία, αλλά και να μπορέσει να δει τη διέξοδο της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και της οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας.
Ο λόγος που αναφέρουμε αυτά τα στοιχεία είναι γιατί -και στην υπόθεση της Κωνσταντίνας- τα είδαμε να προσπερνιούνται με ιδιαίτερη ευκολία, αντιστρόφως ανάλογη με τη σοβαρότητα του ζητήματος που κληθήκαμε όλοι να απαντήσουμε.

• Καταρχήν υπήρχε ένα θέμα σε σχέση με τις διάφορες πρωτοβουλίες που πάρθηκαν για το ζήτημα. Ποιος ήταν ο σκοπός της κάθε πρωτοβουλίας; Γιατί έπρεπε για ένα ζήτημα τόσο συγκεκριμένο να υπάρχουν τόσες πρωτοβουλίες; Τι πρόσφερε αυτή η πολυδιάσπαση στην ανάδειξη της υπόθεσης; Και γιατί δεν έγινε η παραμικρή απόπειρα συνένωσης των πρωτοβουλιών αυτών, ενώ αντί γι’ αυτό είδαμε -στην Αθήνα τουλάχιστον- να επιχειρηματολογείται με περισσή άνεση, από όλες τις πλευρές, το ότι είναι καλό να υπάρχουν πολλές πρωτοβουλίες;
Θεωρούμε ότι πίσω από αυτήν την πολυδιάσπαση κρύβεται το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που αναδεικνύεται σε όλες τις απόπειρες κοινής δράσης που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια: η αντίληψη που -είτε ομολογείται είτε όχι- θέλει το κίνημα να υπηρετεί τις οργανώσεις και όχι το αντίθετο. Είναι η ίδια αντίληψη με βάση την οποία το ΚΚΕ δικαιολογεί τη διασπαστική του πρακτική. Είναι η αντίληψη που για το παραμικρό ζήτημα διεκδίκησης απαιτεί «βαθύτερη», «προγραμματική» συμφωνία, όπως έγινε π.χ. με το ασφαλιστικό ή όπως γίνεται τώρα με το ζήτημα της κρίσης και των απολύσεων. Αυτή η αντίληψη δεν χαρακτηρίζει μόνο τις οργανώσεις της Αριστεράς, χαρακτηρίζει -όπως φάνηκε ολοκάθαρα- και το χώρο της αναρχίας. Η «υγειονομική ζώνη» μεταξύ των διάφορων πρωτοβουλιών χαράχτηκε με ευθύνη όλων των πρωτοβουλιών.
Αντιλαμβανόμαστε την αγωνία του κάθε χώρου ή της κάθε οργάνωσης να συγκροτηθεί, όμως δεν δικαιολογούμε σε καμία περίπτωση την υπονόμευση της υπόθεσης της εργατικής τάξης για χάρη μιας τέτοιας συγκρότησης. Γιατί το βέβαιο είναι ότι μια τέτοια αντίληψη, ακόμη και την όποια πρόσκαιρη συγκρότηση θα την οδηγήσει είτε στη διάλυση είτε στα χέρια του συστήματος.
Ακραία έκφραση της αντίληψης αυτής ήταν και η επίθεση στη θεατρική παράσταση που ανέβηκε με αφορμή την επίθεση στην Κωνσταντίνα. Οι αυτόκλητοι υπερασπιστές της «ιδεολογικής καθαρότητας», οι κάθε είδους «εργολάβοι» του κινήματος που θεωρούν ότι κατέχουν το μονοπώλιο στην υπεράσπιση της Κωνσταντίνας, οι κάθε είδους «Ζορό» που δρουν δήθεν για το κίνημα, ερήμην του κινήματος, είναι φορείς αυτής της στρεβλής άποψης. Μια άποψη που, στην ουσία της, αδιαφορεί για το κίνημα, μια άποψη που υποτιμά το λαό και τις δυνατότητές του, μια άποψη που «σφύζει» μικροαστικής αδημονίας, μια άποψη που είναι καταδικασμένη να βολοδέρνει γύρω από τον εαυτό της, κάνοντας παράλληλα ζημιά στο κίνημα.

• Εδώ θέλουμε να αναφέρουμε και κάποια πράγματα σε σχέση με την Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων που συγκροτήθηκε με αφορμή την υπόθεση της Κωνσταντίνας. Θεωρούμε ότι και στην προσπάθεια αυτή περιέχονται στοιχεία της αντίληψης που αναφέραμε προηγουμένως. Το γεγονός καταρχήν ότι επιλέχτηκε αυτή η μορφή, δηλαδή η πρωτοβουλία σωματείων, αποτελούσε από την αρχή κιόλας ένα πρόβλημα. Γιατί από την αρχή ήταν φανερό ότι η υπόθεση της Κωνσταντίνας δεν είναι απλά μία υπόθεση συνδικαλιστικού χαρακτήρα και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνδικαλιστικούς όρους. Ακόμη και το ζήτημα των εργολαβιών και των ελαστικών σχέσεων εργασίας που αναδείχτηκε στην πορεία ήταν ξεκάθαρο (και σήμερα ακόμη περισσότερο) ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους συνδικαλιστικού κινήματος. Πρώτον, διότι αφορά την κεντρική πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κεφάλαιου και εργατικής τάξης και, δεύτερον, διότι το σημερινό συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι σε θέση, πολιτική και οργανωτική, να δώσει αυτή τη μάχη.
Η εξέλιξη το απέδειξε. Παρά τις αρχικές διθυραμβικές δηλώσεις στελεχών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς γύρω από τα δεκάδες σωματεία που πλαισίωναν την Πρωτοβουλία, η συνέχεια ήταν απογοητευτική. Στις παραστάσεις διαμαρτυρίας της Πρωτοβουλίας δεν συμμετείχαν παρά μερικές δεκάδες εργαζόμενοι (και αυτοί, μέλη οργανώσεων ή συλλογικοτήτων), ενώ ακόμη και στην πρώτη -πραγματικά μαζική- διαδήλωση που έγινε στην Αθήνα για την Κωνσταντίνα μετά από κάλεσμα της Πρωτοβουλίας, η μαζικοποίηση δεν έγινε από τα σωματεία αλλά από την κινητοποίηση των πολιτικών οργανώσεων και των εργατικών συλλογικοτήτων. Ο λόγος ήταν ότι η Πρωτοβουλία Σωματείων δεν ήταν ουσιαστικά πρωτοβουλία σωματείων και ούτε μπόρεσε να λειτουργήσει ως τέτοια, ανεξάρτητα από το πόσα σωματεία συνυπέγραψαν το κοινό πλαίσιο. Η υπόθεση παρέμεινε στο επίπεδο αποφάσεων των ΔΣ των σωματείων, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πραγματική συμβολή των εργαζομένων σε αυτή. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν οι συνεδριάσεις της Πρωτοβουλίας καθρέφτιζαν αυτό το πρόβλημα.
Ο λόγος που τα αναφέρουμε όλα αυτά είναι για να δείξουμε ότι η επιμονή κάποιων συγκεκριμένων πολιτικών χώρων να προκρίνουν τα σωματεία ως τους φορείς εκείνους που θα αναδείξουν και θα παλέψουν σήμερα κεντρικά πολιτικά ζητήματα που μπαίνουν μπροστά στην εργατική τάξη, όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά δημιουργεί παραπέρα σύγχυση, αφού δεν λαμβάνει υπόψη της τη σημερινή κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και τη σχέση της εργατικής τάξης με το συνδικαλισμό. Η κατεύθυνση της συγκρότησης ενός «ΠΑΜΕ της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς» είναι σε πέρα για πέρα λαθεμένη κατεύθυνση. Εκφράζει ομολογία της αδυναμίας ουσιαστικής παρέμβασης στην εργατική τάξη, θεωρεί το ζήτημα της ανατροπής των αρνητικών συσχετισμών ως τεχνικό ζήτημα που λύνεται με συμφωνίες κορυφής και όχι πολιτικό-ιδεολογικό ζήτημα που αφορά πρώτα και κύρια τις μάζες των εργαζομένων.
Είχαμε από την αρχή την άποψη ότι αυτό που πραγματικά έπρεπε να γίνει ήταν να συγκροτηθεί μια πλατιά πολιτική πρωτοβουλία στην οποία θα μπορούσαν να συμμετέχουν εργαζόμενοι, συνδικαλιστές, νεολαίοι και συλλογικότητες. Διότι αυτό αντιστοιχούσε στις σημερινές δυνατότητες. Διότι αυτό θα έδινε τη δυνατότητα σε πολύ περισσότερο κόσμο να συμβάλει στην υπόθεση και να την μαζικοποιήσει ακόμη περισσότερο.
Δεν υποτιμάμε καθόλου τη συμβολή της Πρωτοβουλίας Πρωτοβάθμιων Σωματείων και των διάφορων δράσεών της. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ήταν πολύ πιο κάτω από τις δυνατότητες και τις διαθέσεις που ανέδειξε ο κόσμος για το ζήτημα της Κωνσταντίνας και ιδιαίτερα μετά το Δεκέμβρη.

• Θα θέλαμε να σταθούμε ξανά στο ζήτημα της συμφωνίας με τον ΗΣΑΠ. Ήμασταν ίσως η μόνη οργάνωση που τοποθετηθήκαμε ανοιχτά εκφράζοντας τις αντιρρήσεις μας σχετικά με τη συμφωνία αυτή. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητήσαμε το δικαίωμα του σωματείου της ΠΕΚΟΠ να διαπραγματευτεί στη βάση των σημαντικών δεδομένων που δημιούργησε το πρωτόγνωρο αυτό κίνημα αλληλεγγύης. Ωστόσο, αντιληφθήκαμε από την πρώτη στιγμή ότι η συμφωνία αυτή και ο τρόπος με τον οποίο διατυπωνόταν δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους για την εξέλιξη της διεκδίκησης του σωματείου της ΠΕΚΟΠ. Και θεωρήσαμε πολιτική μας υποχρέωση να πούμε την άποψή μας. Η συνέχεια μας επιβεβαίωσε. Σιγά σιγά όλο και περισσότεροι συνδικαλιστές αντιλαμβανόντουσαν τα τεράστια ζητήματα που άνοιγαν, ενώ και οι ίδιες οι εκπρόσωποι της ΠΕΚΟΠ κατάλαβαν ότι η πρόθεση του ΗΣΑΠ ήταν να κερδίσει χρόνο μέχρι να εκτονωθεί το ζήτημα και να τις μπλέξει σε μια ατελείωτη διαδικασία, πολύ μακριά από το πραγματικό ζητούμενο που ήταν η λήξη του καθεστώτος της εργολαβίας και η άμεση πρόσληψη των καθαριστριών από τον ΗΣΑΠ. Γι’ αυτό και άλλαξε και το πλαίσιο διεκδίκησής τους.
Έγινε πολύ σύντομα ξεκάθαρο ότι ρόλος του ταξικού εργατικού κινήματος είναι να διεκδικεί δικαιώματα και όχι να αναζητά πώς θα διαχειριστεί τα ασφυκτικά περιθώρια που θέτει η αστική νομοθεσία. Το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» αυτό ακριβώς συμπυκνώνει. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβανόμαστε αυτούς που μας κριτίκαραν για «ταξική αδιαλλαξία». Δεν αντιλαμβανόμαστε αυτούς που εξακολουθούν να μην βλέπουν τη βαθιά αντίθεση ανάμεσα στο δίκιο του εργάτη και στο αστικό νομικό πλαίσιο. Αντίθεση η οποία οξύνεται όλο και περισσότερο. Όπως επίσης δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί το δίκαιο αίτημα για «πρόσληψη όλων των καθαριστριών με συμβάσεις αορίστου χρόνου απευθείας από τον ΗΣΑΠ» πρέπει πρώτα να εξετάσουμε αν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις των νόμων. Ίσως επειδή δεν μας αρέσει να «χαϊδεύουμε αυτιά». Ίσως επειδή δεν μας αρέσει καθόλου η επαναφορά της χρεοκοπημένης άποψης περί εργατικού ελέγχου. Ίσως επειδή θεωρούμε ότι η εμπειρία του εργατικού κινήματος δεν πρέπει να μένει αναξιοποίητη.

• Σίγουρα δεν θεωρούμε ότι ως οργάνωση κάναμε ό,τι περισσότερο μπορούσαμε για την υπόθεση αυτή. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάναμε λιγότερα από άλλους. Ωστόσο, θεωρούμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε πολλά περισσότερα. Και κυρίως στην κατεύθυνση της ανάδειξης του ζητήματος των εργολαβιών σε μαζικούς χώρους που έχουμε μια επιρροή, όπως τα νοσοκομεία. Παρότι θέσαμε το ζήτημα, παρότι οι συνδικαλιστές μας στήριξαν την υπόθεση, θεωρούμε ότι είχαμε (και έχουμε) τη δυνατότητα να αναδείξουμε το ζήτημα του απαράδεκτου εργασιακού καθεστώτος των εργολαβιών που, σαν το σαράκι, υπονομεύει το σύνολο των εργασιακών σχέσεων, με πολύ πιο αποφασιστικό τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση, για μας το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Πόσω μάλλον σήμερα, που τόσο στον ΗΣΑΠ ο Οικονομάκης «ζει και βασιλεύει» όσο και στο ΑΠΘ οι εργολαβίες παραμένουν ακλόνητες