Σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ

Ο χωροταξικός σχεδιασμός της εξαρτημένης άρχουσας τάξης είναι εχθρικός για το λαό


Η πλούσια δράση των επιτροπών κατοίκων σε διάφορες περιοχές της Αττικής -και όχι μόνο- έχει καταφέρει να αναδείξει τα ζητήματα του περιβάλλοντος, της πόλης και της ποιότητας ζωής των κατοίκων της ως μάχιμα από τη μεριά του κινήματος που μπορούν να κινητοποιήσουν τον κόσμο.

Έγινε φανερό ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επίθεσης του συστήματος στα δικαιώματα του λαού και συμπληρωματικά της επίθεσης στο αμιγές οικονομικό επίπεδο (μισθοί-συντάξεις, ακρίβεια, φορομπηξία), αλλά και στο πολιτικό-ιδεολογικό (δημοκρατικά δικαιώματα, μοντέλο ζωής).

Οι αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες επιλογές του συστήματος και καλά έκαναν. Αυτό είναι ένα κεκτημένο το οποίο πρέπει να διαφυλαχθεί και να επεκταθεί σε ακόμα μεγαλύτερα κομμάτια του λαού. Θεωρούμε, ωστόσο, σημαντικό να ανοίξει η συζήτηση γύρω από τις γενικότερες προθέσεις του συστήματος σε σχέση με το χωροταξικό σχεδιασμό και να επιχειρηθούν κάποιες γενικότερες προσεγγίσεις που να τον εντάσσουν στις συνολικότερες επιλογές του στη χώρα μας.

Μια τέτοια συζήτηση δεν είναι σημαντική επειδή –ενδεχομένως- απαντά στις θεωρητικές ανησυχίες μιας αριστεράς που αποδεικνύεται πολύ λίγη για την περίοδο που διανύουμε και ψάχνει από κάπου να κρατηθεί (αν και δε θα αποκλείσουμε ότι υπάρχει και αυτή η πλευρά). Είναι σημαντική γιατί μπορεί να βοηθήσει στην πολιτικοποίηση των αντιστάσεων που ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί, σε πόλεις, χωριά και γειτονιές, μπορεί να συμβάλλει όχι μόνο στην αποκάλυψη των προθέσεων του συστήματος, αλλά, βασικά, στην καλύτερη πολιτική προετοιμασία για την αντιμετώπισή τους, όπως και στον, απαραίτητο κατά τη γνώμη μας, πολιτικό συντονισμό (και στη δράση και στις πολιτικές κατευθύνσεις) των αντιστάσεων αυτών.

Καποδίστριας 2 – Χωροταξικά Σχέδια – Ρυθμιστικό Αθήνας

Το ΥΠΕΧΩΔΕ υπήρξε από τα πιο …δραστήρια υπουργεία της κυβέρνησης της ΝΔ από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Η μονιμοποίηση ενός κορυφαίου στελέχους, όπως ο Σουφλιάς, σε αυτό φαίνεται να αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση του επιφύλασσε σημαντικές πολιτικές προτεραιότητες, πέρα από το προφανές και …καθιερωμένο φαγοπότι των ημέτερων από τα χρυσοφόρα δημόσια έργα.

Η αρχή έγινε, βέβαια, από το Υπουργείο Εσωτερικών με τον Καποδίστρια 2, ο οποίος είναι στους σχεδιασμούς του συστήματος σχεδόν από τότε που ολοκληρώθηκε ο Καποδίστριας 1! Οι ανακοινωμένες προθέσεις είναι σαφείς: ακόμα περισσότερες συνενώσεις Δήμων, συγκρότηση Μητροπολιτικών Δήμων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και ενίσχυση των Περιφερειών.

Αυτό που μέχρι τώρα ξέραμε, δηλαδή, ως Τοπική Αυτοδιοίκηση δε θα είναι ούτε τοπική, ούτε αυτοδιοίκηση, αλλά ένας συγκεντρωτικός κρατικός μηχανισμός, παρακλάδι και συμπλήρωμα της κεντρικής κυβέρνησης και εντελώς απομακρυσμένος από το λαό, με την έννοια ότι οι διεκδικήσεις του λαού απέναντί του θα χάσουν τον τοπικό-ειδικό χαρακτήρα τους και θα γίνουν σχεδόν ισοδύναμες με αυτές προς την κυβέρνηση.

Ακολούθησε το μεγάλο έργο του ΥΠΕΧΩΔΕ με την εκπόνηση (και έγκριση) του Γενικού Χωροταξικού Πλαισίου και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων για τη Βιομηχανία, τον Τουρισμό και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (μια πιο αναλυτική τοποθέτηση γι’ αυτά υπάρχει στο φύλλο 597 - 7/6/2008 της Π.Σ. ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.kkeml.gr/enviroment/598_xorotaksiko.htm).

Η βασική φιλοσοφία των σχεδίων αυτών αντικατοπτρίζει τις βασικές κατευθύνσεις που βλέπει για την οικονομία και συνολικά για τη χώρα η άρχουσα τάξη. Οι οποίες συνοψίζονται στο στόχο να γίνει η χώρα συγκοινωνιακός, τηλεπικοινωνιακός και ενεργειακός κόμβος και τουριστικός προορισμός. Με άλλα λόγια, η άρχουσα τάξη σκοπεύει να «πουλήσει» την προνομιακή γεωγραφική θέση της Ελλάδας, την ιστορική και πολιτιστική της κληρονομιά, αλλά και τον ήλιο και τις παραλίες της. Αυτή είναι η «πραμάτεια» της, με αυτή θέλει να προσελκύσει επενδύσεις και να εξασφαλίσει την ίδια της την εξουσία στη χώρα, τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο.

Το πάζλ συμπληρώθηκε πριν λίγους μήνες με τη δημοσίευση της πρότασης για το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής, το οποίο μιλά ανοιχτά για επέκταση του Λεκανοπεδίου με την ένταξη 200.000 στρεμμάτων στο σχέδιο πόλης, κυρίως στην Ανατολική Αττική. Έτσι το 20% της Αττικής θα είναι πολεοδομημένο, ενώ ακόμα και με την προτεινόμενη μείωση των συντελεστών δόμησης και αν καλυφθεί μόνο το 60% της πολεοδομημένης έκτασης, η Αττική θα μπορεί να στεγάσει 8 εκατομμύρια κατοίκους!

Ο εφιάλτης της Αθήνας τον οποίο ήδη βιώνουν τα 5 εκατομμύρια κάτοικοί της φαίνεται ότι θα είναι …παιδικό παραμύθι μπροστά σε αυτό που έρχεται. Και δεδομένου ότι ήδη ετοιμάζονται τα Ρυθμιστικά Σχέδια για τη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, την Πάτρα, τα Ιωάννινα, τη Λάρισα και το Βόλο, εξειδικεύοντας τις κατευθύνσεις των Χωροταξικών Σχεδίων, είναι φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα τοπικού χαρακτήρα ζήτημα, αλλά με την προώθηση ενός συνολικού σχεδιασμού, ο οποίος θα φέρει πράγματι στο κέντρο τον άνθρωπο, ως θύμα, όμως, στο βωμό του κέρδους.

Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι

Το πλαίσιο που γενικά περιγράφηκε παραπάνω αποτυπώνει τους μακροπρόθεσμους στόχους της ακολουθούμενης πολιτικής. Η εξαρτημένη ελληνική αστική τάξη δεν οραματίζεται μια αυτόνομη πορεία, αν μη τι άλλο για τον ίδιο της τον εαυτό, αλλά, από γεννησιμιού της, συνδέει το μέλλον και την ύπαρξή της την ίδια με την προστασία των Ευρωπαίων και Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Μέσα στο στενό πλαίσιο που αυτοί της ορίζουν και της επιβάλλουν προσπαθεί να κινηθεί και μερικές φορές να ελιχθεί ποντάροντας στις αντιθέσεις των μεγάλων.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει βλέψεις και ευσεβείς πόθους. Κι αν δεν ήταν η εδαφική επέκταση, ήταν (και είναι) η οικονομική επέκταση στα διάφορα «Ελντοράντο» που κατά καιρούς …ανακάλυπτε. Ενώ ποτέ δεν έπαψε να επιδιώκει έναν αναβαθμισμένο ρόλο, κύρια σε σχέση με την ανταγωνίστρια αστική τάξη της Τουρκίας. Ρόλο που κατά καιρούς της ανέθεταν ή της αφαιρούσαν Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι.

Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παίρνονται όλες οι αποφάσεις και άρα και οι χωροταξικές. Γιατί το αντικείμενο του σχεδιασμού αυτού, τελικά, είναι το πώς θα μοιραστεί ο πληθυσμός και η οικονομική δραστηριότητα στον εδαφικό χώρο της Ελλάδας, ώστε να εξυπηρετούνται οι στόχοι που τίθενται. Στόχοι που, κατά βάση, επιβάλλονται από τους ιμπεριαλιστές στη βάση ενός διεθνούς καταμερισμού που τους βολεύει και στους οποίους και η ελληνική άρχουσα τάξη υποτάσσεται, θέλοντας και μη (αν και έχει φτάσει πλέον να τους θέλει και η ίδια).

Πιο συγκεκριμένα, οι βασικοί πυλώνες της ανάπτυξης είναι οι υποδομές που θα εκμεταλλεύονται τη γεωγραφική θέση της χώρας και ο τουρισμός. Σε σχέση με τις υποδομές, είναι φανερή η στόχευση για ανάπτυξη σε διάφορα επίπεδα. Στις μεταφορές, με το πανελλαδικό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων (ΠΑΘΕ, Εγνατία, Ιονία Οδός, Ε65), των αντίστοιχων σιδηροδρομικών αξόνων, των λιμανιών και των αεροδρομίων. Στην ενέργεια βασικά με τους αγωγούς (όπου η άρχουσα τάξη λοξοκοιτάζει προς Ρωσία, πράγμα που, στο συγκεκριμένο πλέγμα σχέσεων, είναι επικίνδυνα δυσάρεστο στους Δυτικούς), αλλά και με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, στις τηλεπικοινωνίες επίσης με την απελευθέρωση της αγοράς και τις δηλωμένες προθέσεις για ανάπτυξη.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο ρόλος των υποδομών αυτών δεν είναι μόνο οικονομικός, αλλά και πολιτικός ως και στρατιωτικός. Στόχος δεν είναι μόνο να εξυπηρετείται το εμπόριο και οι συναλλαγές, αλλά, όποτε χρειάζεται, να διέρχονται στρατεύματα, να σταθμεύουν αεροπλανοφόρα ή να εξορμούν αεροπλάνα. Τα έχουμε δει να συμβαίνουν αυτά και μάλιστα πολύ πρόσφατα…

Όσο για τον τουρισμό, τη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας όπως εντελώς καταχρηστικά αποκαλείται για να θολώσει την εικόνα της αποβιομηχάνισης, είναι εξίσου φανερό ότι τα πάντα έχουν στόχο αυτόν: Αγροτική παραγωγή και βιοτεχνία-βιομηχανία τέτοια που να τον εξυπηρετεί, προστασία του περιβάλλοντος, πολιτισμός και ιστορία στην υπηρεσία του, μεταφορές και υποδομές επίσης. Κι όσο για την πραγματική βιομηχανία; Τα κλειστά εργοστάσια γίνονται μουσεία για να θυμίζουν τα …περασμένα μεγαλεία και να συμβάλλουν κι αυτά στο τουριστικό προϊόν!

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι το Ειδικό Σχέδιο για τη Βιομηχανία είναι αρκετά εκτενές, ο τομέας φανερά και ξεκάθαρα περνά σε δεύτερη μοίρα. Δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην εξορυκτική βιομηχανία και τη μεταποίηση, όπως και σε κλάδους που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχουν σχέση με τον τουρισμό και τις υποδομές (για παράδειγμα στη βιομηχανία τυποποίησης και συσκευασίας βιολογικών αγροτικών προϊόντων ονομασίας προέλευσης, στη βάση της προώθησης του αγροτουρισμού και της αποσαφήνισης του χαρακτήρα των τουριστικών περιοχών διεθνώς). Ακόμα και ο πρωτογενής τομέας επιδιώκεται να αξιοποιηθεί τουριστικά!

Και να σκεφτεί κανείς πως όλα αυτά δεν είναι παρά οι καταγεγραμμένες προθέσεις, οι οποίες προσπαθούν να τηρήσουν και κάποιες στοιχειώδεις ισορροπίες. Γιατί στην πράξη η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης που διανύουμε, με ορατό τον κίνδυνο να μείνουν οι σχεδιασμοί ασκήσεις επί χάρτου…

Σε αυτά στοχεύει, μακροπρόθεσμα, ο χωροταξικός σχεδιασμός. Αυτό είναι το …όραμα της αστικής τάξης που εξυπηρετεί. Μιας αστικής τάξης η οποία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική αν δεν βάλει ορισμένα πράγματα σε μια σειρά, συγκρουόμενη, ουσιαστικά, με τον ίδιο της τον εαυτό και τα τσιφλικάδικα και μαυραγορίτικα χαρακτηριστικά που ποτέ δεν απέβαλλε εντελώς, όπως και με τα …δόγματα της αρπαχτής και της ρεμούλας τα οποία παραμένουν κυρίαρχα στις οικονομικές της λειτουργίες.

Μητροπόλεις και …αποκέντρωση!

Ένας σχεδιασμός με τους παραπάνω στόχους εκ των πραγμάτων οδηγεί σε ένα μητροπολιτικό μοντέλο χωρικής οργάνωσης, το οποίο, θεωρητικά, περιλαμβάνει μητροπολιτικά κέντρα εθνικής εμβέλειας και μικρότερα τοπικά, τα οποία, όμως, ελάχιστα αναπτύσσονται αυτόνομα, αλλά κύρια στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών των μητροπόλεων.

Γιατί όταν ως κύρια οικονομική δραστηριότητα προβάλλονται οι μεταφορές, οι επικοινωνίες και η μεταφορά ενέργειας, είναι φυσικό να ευνοούνται οι συγκεκριμένοι τόποι της χώρας που αποτελούν τους κόμβους αυτών των δικτύων. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό σημαίνει βασικά την Αθήνα, λιγότερο τη Θεσσαλονίκη, πολύ λιγότερο κάποιες μεγάλες επαρχιακές πόλεις και …καθόλου την υπόλοιπη χώρα.

Ο σχεδιασμός που έχει παρουσιάσει το ΥΠΕΧΩΔΕ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα δυο μητροπολιτικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, για τα οποία ο στόχος είναι η αναβάθμιση και η ανάδειξη σε κέντρα με εμβέλεια σε όλα τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτός είναι ένας στόχος που δεν είναι καινούριος, μπαίνει, ωστόσο, σε νέα βάση πλέον, μετά τη διεύρυνση της ΕΕ, με την οποία η Ελλάδα έχει πλέον χερσαία σύνορα, ενώ, ταυτόχρονα, παραμένει η ίδια το σύνορο της ΕΕ.

Έτσι, οι στόχοι και για τις δυο μητροπόλεις είναι η αναβάθμιση και καλύτερη οργάνωση της βιομηχανίας (η οποία σε αυτές είναι κατά κύριο λόγο συγκεντρωμένη έτσι κι αλλιώς), η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών ώστε να αποτελούν πύλες εισόδου όχι μόνο για τη χώρα, αλλά για ολόκληρη την ΕΕ, η ανάδειξή τους σε κέντρα ανάπτυξης της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, αλλά και του αστικού τουρισμού.

Και για να γίνουν όλα αυτά, απαιτούνται αεροδρόμια, λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, ακόμα και μέσα μαζικής μεταφοράς. Απαιτείται να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού, όπως π.χ. το κυκλοφοριακό, αλλά και οι ανάγκες για στέγη και ό,τι αυτή συνεπάγεται (παιδεία, υγεία, λιανικό εμπόριο, υπηρεσίες, κράτος).

Αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετούν τόσο το Προεδρικό Διάταγμα για τον Υμηττό, όσο και οι νέοι αυτοκινητόδρομοι στην Αττική, τα οποία αποτελούν συγκεκριμένες της εφαρμογές. Για να επεκταθεί η Αθήνα προς τα ανατολικά και για να συνδεθούν μεταξύ τους και με το εθνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο τα λιμάνια του Πειραιά, της Ραφήνας και του Λαυρίου και το αεροδρόμιο είναι απαραίτητο να ξεπεραστεί το …εμπόδιο του Υμηττού. Να γίνει περιαστικό πάρκο αντί για δάσος και να επιτραπεί σιγά σιγά η δόμησή του.

Η πολιτική της αποβιομηχάνισης και του τσακίσματος της αγροτιάς έχει ήδη φέρει το μισό πληθυσμό της χώρας στην Αθήνα και πάνω από το 1/10 στη Θεσσαλονίκη. Ο μητροπολιτικός σχεδιασμός θα οξύνει αυτό το πρόβλημα, όπως έκανε σαφές η πρόταση του Ρυθμιστικού της Αθήνας, ερημώνοντας ακόμα περισσότερο την ελληνική επαρχία, η οποία θα παραμείνει μόνο ως τουριστικός προορισμός (και όχι όλη).

Επιπλέον, είναι πια φανερό ότι αυτός ο σχεδιασμός έχει ανάγκη μια διαφορετική διοικητική δομή από αυτήν που ξέραμε ως σήμερα. Οι Μητροπολιτικοί Δήμοι του Καποδίστρια 2 εξυπηρετούν αυτήν ακριβώς την ανάγκη, δίνοντας την ευελιξία στο σύστημα να προωθεί τους στόχους του σε ένα επίπεδο τοπικό από άποψη έκτασης, αλλά σχεδόν εθνικό από άποψη πληθυσμού και οικονομικής σημασίας.

Κατά τα λοιπά, στόχος είναι η αποκέντρωση και η συγκράτηση του πληθυσμού (όσου απέμεινε) στην επαρχία!

Οι άμεσοι στόχοι

Φυσικά υπάρχουν και μια σειρά άλλες πλευρές στις οποίες υπολογίζει να κερδίσει η άρχουσα τάξη και μάλιστα πολύ πιο άμεσα.

Η πρώτη αφορά σε έναν παραδοσιακά ισχυρό κλάδο του ελληνικού κεφαλαίου, ο οποίος, κατά περιόδους, έπαιξε συνολικά προωθητικό ρόλο για ολόκληρο τον ελληνικό καπιταλισμό. Πρόκειται για το κατασκευαστικό κεφάλαιο, το οποίο, μετά το μεγάλο φαγοπότι της Ολυμπιάδας, έμεινε να περιμένει το επόμενο κύμα μεγάλων έργων.

Το κύμα αυτό φαίνεται να είναι πια παρόν, τόσο με τους εθνικούς οδικούς άξονες που κατασκευάζονται ή σχεδιάζονται, όσο και με τους νέους αυτοκινητόδρομους της Αττικής, αλλά και τις μεγάλες επεκτάσεις του Μετρό που προβλέπει το Ρυθμιστικό.

Ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης, τα μεγάλα έργα με συμβάσεις παραχώρησης μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο συνολικά για το ελληνικό κεφάλαιο, το οποίο είναι τόσο πιεσμένο την περίοδο αυτή και έχει τόσο περιορισμένες δυνατότητες και επιλογές που ακόμα και αυτή η διέξοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί σίγουρη.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και μια πολιτική πλευρά: Η κυβέρνηση ήδη επαίρεται ότι δημιουργεί θέσεις εργασίας μέσα στην κρίση, ενώ πριν λίγους μήνες οι εργαζόμενοι στα συνεργεία του Βωβού έκαναν κινητοποίηση ενάντια στην απόφαση του ΣτΕ που δεν έδινε την άδεια για το γήπεδο του Παναθηναϊκού στο Βοτανικό, η οποία τους έκοβε το ψωμί. Συνολικά η άρχουσα τάξη επενδύει στα μεγάλα έργα και για να διαλύσει ακόμα περισσότερο την ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης και ολόκληρου του λαού.

Η δεύτερη πλευρά αφορά στους βασικούς χρήστες των αυτοκινητόδρομων, δηλαδή τα ΙΧ. Παρά τα επιχειρήματα περί αποσυμφόρησης της κυκλοφορίας με την κατασκευή των αυτοκινητόδρομων, είναι διεθνώς παραδεκτό πλέον ότι οι μεγάλοι δρόμοι ευνοούν την αγορά αυτοκινήτου και όλο το κύκλωμα γύρω από αυτό, δηλαδή τα καύσιμα, τα ελαστικά, τα ανταλλακτικά κ.α. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ανάποδο από το επιθυμητό. Τα αυτοκίνητα πολλαπλασιάζονται και το μποτιλιάρισμα επεκτείνεται και στους δρόμους, κατά τ’ άλλα, ταχείας κυκλοφορίας. Είναι φανερό ότι από μια τέτοια προοπτική κερδίζουν βασικά οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες και το ελληνικό κράτος μέσω της φορολογίας.

Η τρίτη πλευρά αφορά στην ίδια την εμπορευματοποίηση της γης. Εδώ έχουμε να κάνουμε τόσο με μια προφανή συνέπεια της εδαφικής επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων, όσο και με την, κυρίαρχη για τον ελληνικό καπιταλισμό, λογική της αρπαχτής.

Για παράδειγμα, ένας αυτοκινητόδρομος δημιουργεί ευκαιρίες για κέρδος σε κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα η οποία προτιμά να εγκαθίσταται κοντά σε μεγάλους δρόμους, ώστε να εκμεταλλεύεται τις μεταφορικές δυνατότητες που αυτοί προσφέρουν.

Μια τέτοια εξέλιξη γύρω από έναν δρόμο που διέρχεται από αστικές περιοχές σημαίνει, πολύ απλά, ότι η πόλη δε θα χάσει μόνο τη γη που θα καλύψει ο δρόμος, αλλά πολύ περισσότερη, ιδιαίτερα στις εισόδους και τις εξόδους του. Ενώ για έναν δρόμο που διατρέχει την επαρχία, σημαίνει ότι θα χαθούν, με αντίστοιχο τρόπο, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και θα ατονήσουν (μέχρι εξαφάνισης) παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες προς όφελος της νέας οικονομίας που θα επιβάλλει ο δρόμος.

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και την αρπαχτή, το μίγμα γίνεται εκρηκτικό! Επιχειρήσεις ανοίγουν και κλείνουν μέσα σε μια νύχτα, η μίζα στους τοπικούς άρχοντες πάει σύννεφο και, τελικά, όλο και περισσότερη γη απομακρύνεται από το δημόσιο χαρακτήρα της.

Αυτό το μοντέλο ισχύει ήδη, βέβαια, σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Με την υποστήριξη και την …ενεργή συμμετοχή και του κράτους και των Δήμων εμπορευματοποιείται και το τελευταίο τετραγωνικό γης, σε μια κατεύθυνση πλήρους εξαφάνισης των ελεύθερων χώρων. Τα κέρδη για τους κάθε λογής αετονύχηδες είναι τεράστια και ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκει ένα πεδίο δραστηριοποίησης για να αναπληρώσει όσα έχει χάσει. Και αυτή είναι μια παλιά του λειτουργία, η οποία έχει συνοψιστεί και στο γνωστό ρητό ότι «η γη δε χάνει ποτέ την αξία της».

Οι συνέπειες στο λαό

Σε σχέση με τις συνέπειες αυτών των σχεδιασμών στο λαό, καταρχάς θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι μια οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στον τριτογενή τομέα κάθε άλλο παρά μπορεί να εξασφαλίσει οικονομική βιωσιμότητα. Όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση μιας χώρας σε προϊόντα του πρωτογενή και του δευτερογενή τομέα από άλλες χώρες, τόσο πιο ευάλωτη είναι αυτή σε κρίσεις, διακυμάνσεις και αναταράξεις, οι οποίες, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, μάλλον είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση.

Στο ζήτημα που εξετάζουμε η πλευρά αυτή είναι κυρίαρχη. Και δεν είναι μόνο ότι απεμπολούνται παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες ολόκληρων περιφερειών της χώρας. Είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής επικράτειας καταδικάζεται σε μαρασμό, με τον πληθυσμό της να μειώνεται συνεχώς. Αυτό σημαίνει ότι τα σχέδια αυτά θα αναγκάσουν πολλές χιλιάδες οικογένειες να ξεριζωθούν βίαια από τους τόπους τους και να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στο περιφερειακό ή το μητροπολιτικό κέντρο.

Από την άλλη μεριά, τίθεται, πλέον, εντονότερα από ποτέ το ζήτημα της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα των κατοίκων. Οι χρόνοι της μετακίνησης από το σπίτι στη δουλειά αυξάνονται συνεχώς, δεν υπάρχει καμιά, σχεδόν, δυνατότητα για δωρεάν απασχόληση στον, όποιο, ελεύθερο χρόνο, τα παιδιά δε μαθαίνουν ποτέ το πάρκο και τη γειτονιά και, βέβαια, η πίεση και το άγχος εκτοξεύονται και ο ατομισμός προβάλλει ως μοναδική επιλογή.

Σε όλα αυτά να προσθέσουμε και τα ζητήματα του περιβάλλοντος, την ισοπεδωτική τσιμεντοποίηση, την καταστροφή του πράσινου, τη (μη) διαχείριση των απορριμμάτων, την ρύπανση του αέρα, των νερών και του εδάφους, την εξάντληση των φυσικών πόρων, την καταστροφή του μικροκλίματος των αστικών περιοχών και την αύξηση της θερμοκρασίας τους και τόσα άλλα.

Τέλος, αυτό το μοντέλο ζωής στην πόλη έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στις τσέπες των εργαζόμενων. Αυξάνονται τα κόστη των μετακινήσεων, της ψυχαγωγίας, της διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου, του παιχνιδιού των παιδιών. Κάποτε τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες τζάμπα, τώρα πρέπει να πληρώνουν το πέντε επί πέντε…

Κι εφόσον όλα αυτά γίνονται, τελικά, για να αυξάνουν κάποιοι (οι ίδιοι και οι ίδιοι δηλαδή) τα κέρδη τους, δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτε άλλο από μια ακόμα πλευρά της επίθεσης του συστήματος στα δικαιώματα του λαού και της νεολαίας. Η οποία αφορά όλο το λαό της χώρας, είτε κατοικεί σε πόλεις είτε όχι.

Κίνημα αντίστασης – Στόχοι πάλης

Παρότι το ζήτημα των αντιστάσεων που έχουν ήδη αναπτυχθεί, των χαρακτηριστικών τους και της προοπτικής τους είναι από μόνο του ένα μεγάλο κεφάλαιο, για λόγους πληρότητας αυτού του κειμένου θα αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά ορισμένες βασικές του πλευρές.

Οι αντιστάσεις σε ζητήματα πόλης και περιβάλλοντος ήδη υπάρχουν και αυτό μόνο ως θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί και πρέπει να συνεχιστεί. Πολύ καλά κάνουν οι κάτοικοι μιας γειτονιάς και προσπαθούν να οργανωθούν απέναντι στην επίθεση που δέχεται η ίδια τους η ζωή, αναδεικνύουν μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα που τους απασχολούν και συντονίζονται και με τους κατοίκους διπλανών συνοικιών.

Επειδή, όμως η επίθεση είναι συνολική, συνολική πρέπει να είναι και η αντίσταση. Για τους Αθηναίους, αυτό σημαίνει ότι δίπλα στα τοπικά ζητήματα που αντιπαλεύουν πρέπει να βάλουν στο στόχαστρο και το Ρυθμιστικό απαιτώντας να μην περάσει. Αυτό ισχύει και για τους Θεσσαλονικείς που πρέπει να περιμένουν και το δικό τους Ρυθμιστικό σε λίγο καιρό. Ενώ για όλους είναι αναγκαίο να παλέψουν ενάντια και στα Χωροταξικά Σχέδια και στην προώθηση του Καποδίστρια 2.

Πρόκειται για έναν αγώνα που βρίσκεται ακόμα στην αρχή του. Που η απήχησή του, όμως, στον κόσμο μας δίνει το δικαίωμα να εκτιμούμε ότι μπορεί να δυναμώσει και να γίνει πραγματικά επικίνδυνος για το σύστημα, πετυχαίνοντας μικρές και μεγάλες νίκες προς όφελος του λαού. Νίκες που τις έχει τόση ανάγκη στον αγώνα του συνολικά ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική και στο ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης.